Τον αγίασαν οι διαβολές και ο φθόνος των συναδέλφων του…
Ο Αναστάσιος, το πέμπτο και προτελευταίο παιδί του Δημοσθένη και της Μαρίας, γεννημένο στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης, την 1η Οκτωβρίου . του 1846, ρίχνεται από μικρό στη βιοπάλη
Στην ηλικία των 13 ετών, λόγω ανέχειας της οικογένειάς του, μεταναστεύει στην Κων/πολη.
Εκεί προσλαμβάνεται κατ΄αρχήν σ΄ένα συσκευαστήριο καπνού, όπου ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα.
Έτσι η ζωή του μικρού Αναστάση από πολύ νωρίς αρχίζει να ξετυλίγεται σκληρή και δύσκολη.
Το αφεντικό τον έδερνε πολλές φορές, δεν τον πλήρωνε, ενώ τον απασχολούσε πολλές ώρες ημερησίως.
Κι ο ίδιος το βράδυ έλεγε τα βάσανά του με την προσευχή μόνο στο Θεό, τον οποίο υπεραγαπούσε.
Του ήταν το μόνο στήριγμα, αφού τους δικούς του τους είχε μακριά, αλλά και όταν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους, δεν τους έλεγε τίποτε, γιατί δεν ήθελε να τους λυπήσει.
Για το Θεό μιλούσε και στους άλλους, παρόλα αυτά.
Μαζί με τον καπνό που πουλούσε, έδινε κι ένα χαρτάκι με κάποιο ευαγγελικό ρητό.
Η τύχη του αλλάζει, όταν πάνω σ΄ένα ξυλοδαρμό του έπεσε ένας έμπορος, που γι΄αυτό τον πήρε στο επιπλοποιείο του.
Εκεί είχε λιγότερες ώρες εργασίας, ανθρώπινη μεταχείριση και καλή αμοιβή.
Είχε και το χρόνο για εκκλησιασμό και σχολείο.
Βρήκε και τη δυνατότητα να φέρει και την οικογένειά του στην Κων/πολη.
Ύστερα από 7ετή παραμονή στην Πόλη και σε ηλικία 20 ετών, παρόλο που δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του, έφυγε στο Λιθί της Χίου, για να εργασθεί ως δάσκαλος.
Στο νησί μένει 10 χρόνια.
Κάποια στιγμή, με έντονη την επιθυμία του μοναχικού βίου, γίνεται μοναχός με το όνομα Λάζαρος κι ένα χρόνο αργότερα χειροτονείται διάκονος με το όνομα που τον γνωρίζουμε, Νεκτάριος.
Αγαπούσε πολύ το μοναχισμό. Παρά ταύτα, λόγω των χαρισμάτων και της μόρφωσής του, κατέληξε κληρικός στον κόσμο.
Πάντοτε όμως κρυφόκαιγε μέσα του η επιθυμία να ζήσει σε μοναστήρι.
ΤΟ 1877 πάει στην Αθήνα με χρηματική υποστήριξη ενός εύπορου εμπόρου της πόλης, για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές.
Όταν κλείνει αυτός ο κύκλος σπουδών και με τη βοήθεια γνωστών, πάει στην Αλεξάνδρεια, στον πατριάρχη Σωφρόνιο, που κατείχε το θρόνο εδώ και τρία χρόνια.
Αυτός έχοντας πολύ καλές συστάσεις, από αξιόπιστα ασφαλώς πρόσωπα, για το Νεκτάριο και εκτιμώντας τον προσωπικά και ο ΄ίδιος πολύ, τον στέλνει στη Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, όπου πρωτεύει σ΄ένα διαγωνισμό και κερδίζει υποτροφία, που τον βοηθάει να τελειώσει κι αυτές τις σπουδές.
Μετά επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, όπου και χειροτονείται ιερέας και σε λίγο τοποθετείται γραμματέας του πατριάρχη, με το αξίωμα του αρχιμανδρίτη.
Εξελίσσεται σε εξαιρετικό ιεροκήρυκα και πολύ έμπιστο άνθρωπο του πατριάρχη και το 1889 τοποθετείται επίσκοπος Πενταπόλεως της Λιβύης.
Τη ραγδαία άνοδό του όμως άρχισαν να την υποβλέπουν οι υπόλοιποι επίσκοποι.
Στο μεταξύ ο πατριάρχης Σωφρόνιος έγινε 90 χρονών και είχαν αρχίσει τα σενάρια για τη διαδοχή του.
Ο λαός, που εκτιμούσε το φιλανθρωπικό, ποιμαντικό και αντιαιρετικό έργο του Νεκταρίου, λαχταρούσε πατριάρχη το Νεκτάριο.
Αλλά και ο Σωφρόνιος το ίδιο, που του εμπιστευόταν γι΄αυτό και το λαό του.
οι αντίζηλοι όμως επίσκοποι αποφάσισαν να τον παραμερίσουν αμαυρώνοντας τη φήμη του με δύο τρόπους : με τη διαβολή ότι ήθελε να ανατρέψει το Σωφρόνιο απ΄το θρόνο του και με τη δυσφήμηση ότι είχε ανήθικες σχέσεις με ανθρώπους του περιβάλλοντός του.
Και ένα τρίτο επιχείρημα σε βάρος του ήταν από άλλους κληρικούς ότι ο Νεκτάριος ως επίσκοπος αγαπούσε τη λιτότητα και την πενία της Εκκλησίας και το πνεύμα του αυτό θα το μετέφερε και στο πατριαρχείο, αν εκλεγόταν πατριάρχης.
Αυτό όμως κατά τη γνώμη τους δε συνέφερε σε πατριαρχείο.
Ο Σωφρόνιος επηρεάστηκε απ΄τις κατηγορίες και τους ισχυρισμούς σε βάρος του Νεκταρίου και ένιωσε προδομένος απ΄το αγαπημένο του παιδί.
Αμέσως ο Νεκτάριος παύεται από επίσκοπος , χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να απολογηθεί σε αρμόδια σύνοδο, όπως ήταν εκκλησιαστικά νόμιμο.
Έτσι οι αντίπαλοί του επίσκοποι πέτυχαν την ηθική του εξόντωση. Αλλά και την οικονομική.
Παρακρατούσαν τους μισθούς του, όταν απομακρύνθηκε από την επισκοπή του, ενώ τους δικαιούνταν.
ο Νεκτάριος δε θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και φεύγει για την Αθήνα, όπου νοικιάζει ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιο.
Και να τραφεί ακόμη.
Πολύ βαραίνει πάνω του και τον καταθλίβει η διαπόμπευσή του εξ αιτίας της κακεντρέχειας των συναδέλφων του και η οποία τον ακολουθεί μέχρι την Αθήνα, και στον κυβερνητικό και στον εκκλησιαστικό χώρο.
Γι΄αυτό και δυσκολεύεται να βρει εργασία.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Γερμανός τον συμπαθεί παρόλα αυτά και θέλει να τον βοηθήσει.
Προσπαθεί να τον ορίσει ιεροκήρυκα, αλλά η σύνοδος απορρίπτει κάθε συνδρομή.
Τέλος, ύστερα από λίγο καιρό, με τη βοήθεια ενός μέλους της κυβέρνησης, που είχε γνωρίσει το Νεκτάριο στην Αλεξάνδρεια, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα.
Αντιμετωπίζει όμως κι εδώ μια συνέχεια στη δοκιμασία του.
Οι άνθρωποι τον βλέπουν με καχυποψία, γιατί έφτασε ως εδώ ο απόηχος της διαβολής των επισκόπων της Αλεξάνδρειας.
Πολλοί ντόπιοι και Αθηναίοι τον αποδοκιμάζουν στις ομιλίες του.
Αντιδρούν σ΄ό,τι λέει , μειώνοντας έτσι το κύρος των λόγων του και κάνοντας δύσπιστους τους ακροατές του.
Και στην κυβέρνηση, δύο χρόνια μετά, γινόταν αγώνας να τον παύσουν από ιεροκήρυκα.
Ο δρόμος της ιερατικής του πορείας είναι δρόμος ”μετ΄εμποδίων”.
Έτσι είναι συνήθως ο δρόμων εκλεκτών ψυχών.
Αγκαθόσπαρτος.
Ωστόσο άγρυπνος φρουρός της αλήθειας είναι ο Θεός. Ο πιο αυθεντικός μάρτυρας και υπερασπιστής της.
Αποκαλύπτεται στη συνέχεια όλη η πλεκτάνη σε βάρος του.
Η συκοφαντία ότι ήταν περιπλεγμένος σε ηθικό σκάνδαλο διαλύεται.
Η άλλη για ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη αποδείχνεται ψευδής και ανυπόστατη.
Η αφιλαργυρία του και η χωρίς μισθό όλα τα χρόνια διακονία του ως επίσκοπος, διαλάμπουν.
Αποκαθίσταται έτσι στη συνείδηση του λαού της Χαλκίδας, που τον ονειρεύεται και επίσκοπό του.
Γίνεται στη συνέχεια ιεροκήρυκας και σ΄άλλες περιοχές. Οργώνει μ΄αυτή την ευκαιρία πόλεις και χωριά και υποβάλλεται σε κάθε κόπο, για να κηρύξει.
Το 1894 διορίζεται διευθυντής στη Ριζάρειο Θεολογική σχολή των Αθηνών.
Πολλοί ακόμα και τώρα τον βλέπουν με επιφύλαξη, γιατί οι προηγούμενες κατηγορίες άφησαν μια προκατάληψη σε βάρος του.
Η αγάπη του και η προσήλωσή του εξάλλου στη μοναστική ζωή τούς κάνει να τον θεωρούν με στενό πνεύμα, αυστηρό και μονολιθικό.
Και αυτό τους απασχολεί, γιατί στη σχολή θα φοιτήσουν εκτός από υποψήφιοι θεολόγοι και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων, αρχόντων και πολιτικών, που θα σταδιοδρομούσαν ως επιστήμονες άλλου κλάδου.
Πολύ σύντομα όμως η διαπαιδαγώγηση του, όσο ήταν διευθυντής της σχολής, διέλυσε όλους τους ενδοιασμούς και τον ανέβασε στην εκτίμηση όσων τον αμφισβητούσαν.
Απ΄τη διακονία του στη Ριζάρειο σχολή διδακτικότατα είναι τα εξής περιστατικά.
Μια φορά, όταν μαθητές ήρθαν στα χέρια, αντί να τους τιμωρήσει, τιμώρησε ο ίδιος τον εαυτό του με ασιτία τριών ημερών.
Έτσι δίδαξε, ήλεγξε και φιλοτίμησε τους μαθητές, που εκτίμησαν το παράδειγμά του.
Άλλοτε που διαφωνούσαν οι επιστάτες κι απέφευγε ο καθένας να καθαρίσει τις τουαλέτες, έδωσε τέλος στη διαφωνία τους καθαρίζοντάς τες ο ίδιος.
Στη Ριζάρειο ως διευθυντής έμεινε 14 χρόνια. ως το 1908, οπότε για λόγους υγείας την άφησε και πήγε στην Αίγινα.
Εκεί βρήκε τον κατάλληλο χώρο για ένα μοναστήρι, που πάντα το επιθυμούσε.
Στην αρχή τέσσερις γυναίκες θέλησαν να εγκατασταθούν στο μοναστήρι, για να έχουν και την πνευματική καθοδήγησή του.
Ύστερα το κοινόβιο απέκτησε και άλλα μέλη.
Στο νησί πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως άγιος, όταν μαθεύτηκε ότι θεράπευσε ένα δαιμονισμένο παιδί κι όταν, ύστερα από παράκληση των Αιγινητών, έκανε λιτανεία, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας, να βρέξει και έβρεξε.
Η χάρη και η φήμη του άρχισε να βγαίνει πέρα από το νησί.
Το μοναστήρι γι΄αυτό δεχόταν πολλούς προσκυνητές, που έκαναν δωρεές και βοηθούσαν έτσι και τους φτωχούς, που τότε ήταν πολλοί.
Στην Αίγινα λειτουργούσε, εξομολογούσε, παρηγορούσε, κήρυττε και πολύ προσευχόταν.
Συνέγραφε και έργα.
Εργαζόταν και χειρωνακτικά παρά τον κλονισμό της υγείας του, κηρύττοντας έτσι έμπρακτα ότι καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
Οι δυσκολίες και οι θλίψεις ωστόσο τον παρακολουθούν ως το τέλος της ζωής του.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν αναγνωρίζει το μοναστήρι, ενώ στην αρχή είχε συγκατατεθεί για τη λειτουργία του.
Έτσι δε μπορούσε ο άγιος Νεκτάριος να κρατήσει τις κληρονομιές και άλλα οικονομικά οφέλη κι ούτε να τα αξιοποιήσει για φιλανθρωπία, όσο κι αν το επεδίωξε, όσο κι αν το ήθελε.
Ώσπου να εκδημήσει, η επιθυμία του αυτή δεν εκπληρώθηκε.
Μια νέα συνταρακτική συκοφαντία στο μεταξύ, λίγο πριν φύγει για την αιωνιότητα, τον πικραίνει βαθιά.
Η μητέρα μιας μοναχής, ίσως από εκδίκηση, τον κατηγόρησε για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως αποκαλύφθηκε το ψεύδος.
Οι κληρικοί επίσης του νησιού από φθόνο, γιατί οι πιστοί τον προτιμούσαν, διέσπερναν πισώπλατα σε βάρος του διαβολές και εξευτελιστικές κατηγορίες.
Τον καταπονούσαν έτσι όλα αυτά πολύ ψυχικά, γιατί του υπέσκαπταν την υπόληψη και του δημιουργούσαν πρόβλημα στις σχέσεις του με ν τους πιστούς. Άδικα. Εντελώς άδικα.
Μόνο γιατί το κήρυγμά του και η αγία του ζωή που έφεγγε, γεμάτα χάρη και Πνεύμα Άγιο, συγκινούσαν περισσότερο τους ανθρώπους από τους άλλους κληρικούς.
Για όλα αυτά όπλο του η πυρφόρα προσευχή του.
Η κραυγή του δονούσε τον ουρανό και εμπιστευόταν τον πόνο του στην πρόνοια και την αγάπη του Πατέρα του. Του δικαιοκρίτη Θεού.
Απ΄αυτόν ζητούσε το δίκαιό του.
Κι ήταν σίγουρος ότι υπεύθυνα αναλάμβανε την υπεράσπισή του.
Μ΄αυτό τον τρόπο γαλήνευε και τα αντιμετώπιζε όλα με θαυμαστή πραότητα, ηρεμία και υπομονή.
Διδάσκει γι΄αυτό κι όλους εμάς ότι η αγιότητα περνάει απ΄το μονόδρομο των θλίψεων και μας θυμίζει τα αιώνια λόγια του Εσταυρωμένου Κυρίου μας : ”Στον κόσμο θα έχετε θλίψεις, αλλά μη φοβάστε. Εγώ νίκησα τον κόσμο,. ”
Με μια τέτοια διαδρομή ο άγιος Νεκτάριος φτάνει στο τέλος της ζωής του, που είναι και αυτό επίπονο.
Τον ταλαιπωρούσε ήδη από χρόνια η ασθένεια του προστάτη, που μαζί με το προχωρημένο τώρα της ηλικίας του, τις κακοπάθειες και τις ταλαιπωρίες του όλου βίου του, του είχε γίνει δυσβάστακτη.
Το 1920 εισάγεται στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών.
Εκεί οι γιατροί κάνουν τη διάγνωση καρκίνου του προστάτη.
Παρά τις προσπάθειές τους και τη νοσηλεία, που του παρέχουν, δεν καταφέρουν να τον σώσουν.
Στις 8 Νοεμβρίου πεθαίνει.
Έτσι αναπαύθηκε από μια ζωή γεμάτη πόνο και μαρτύριο από πολύ νωρίς. Ποτισμένη με βάσανα, κατ΄αρχήν από την ανέχεια, και στη συνέχεια από τον κατατρεγμό των επισκόπων συναδέλφων του και άλλων κληρικών. Από πρόσωπα, που θα περίμενε κανείς συμπαράσταση και υποστήριξη.
Από εκκλησιαστικούς ηγέτες, που ο απλός κόσμος τούς έχει και τους θεωρεί πολύ ανώτερους από τις δικές του αδυναμίες.
Που στο πετραχήλι τους εμπιστεύεται τα λάθη και τις αμαρτίες του.
Αυτή η διαπίστωση τονίζει βέβαια ότι την τελειότητα πρέπει να τη ζητούμε , όπου και τη βρίσκουμε, στο Θεάνθρωπο Κύριό μας.
Στους κληρικούς μας ψάχνουμε μόνο το ζήλο για τη διακονία τους, το αγωνιστικό φρόνημα και τη μετάνοιά τους.
Να μας συστήνουν και να μας θυμίζουν το Χριστό.
Γι΄αυτό χρειάζονται τις προσευχές μας και τη συμπάθειά μας.
Έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, όπως κι εμείς.
Μόνο που άλλοι παύουν νωρίς κιόλας να αγωνίζονται και εμμένουν στην αμετανόητη ζωή. Παρασύρονται από τα πάθη τους και εμπλέκονται σε δολιοφθορές, όπως οι συνάδελφοι του αγίου,
Άλλοι με τον αγώνα ενάντια στις δυσκολίες και τους πειρασμούς τους έχουν νεκρώσει τις κακίες τους, έχουν απαλλαγεί από πτώσεις και εν γνώσει εφάμαρτες πράξεις και άλλοι έχουν απαλλαγεί και από κακές επιθυμίες και παλεύουν μόνο με το λογισμό.
Κι όσοι ελέγχουν και τους λογισμούς τους έχουν ήδη και τη θέα του Θεού.
Συναναστρέφονται την Αγία Τριάδα και απολαμβάνουν ανεκλάλητες πνευματικές ομορφιές και τη ζωή του παραδείσου.
Πολλοί απ΄αυτούς θαυματουργούν κιόλας ενόσω ζουν.
Κι όλα αυτά με αφορμή την πολύπαθη ζωή του αγίου Νεκταρίου, η οποία ζωή του μας δίνει κι άλλο ηχηρό μήνυμα.
Ότι η αλήθεια δε θάβεται. Δεν ξεθωριάζει. Δεν απορροφάται από το ψέμα.
Την κρατάει στη μνήμη Του ο Θεός, ο οποίος εν χρόνω την αποκαλύπτει.
Τότε για μεν τους δολιοφθορείς της είναι οδυνηρή, βασανιστική.
Αυτοί προσπαθούν τότε ή να δικαιολογηθούν ή να κρυφτούν.
Υπάρχουν όμως κι αυτοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους και ζητούν συγγνώμη.
Όπως έγινε και στην περίπτωση του αγίου Νεκταρίου, απ΄τον οποίο πρόσφατα ζήτησε επίσημα συγγνώμη για τη συμπεριφορά του στο παρελθόν το πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας.
Ήταν κι αυτό μια δικαίωση για τον άγιο δίπλα στη μεγάλη δικαίωση που του έδωσε ο Θεός, να τον καταστήσει μεγάλο θαυματουργό άγιο.
Από την Εκκλησία ανακηρύχθηκε άγιος στις 20 Απριλίου του 1961.
40 χρόνια μετά το θάνατό του.
Χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν σχεδόν καθημερινά στον τάφο του απ΄όλα τα μέρη της γης, για να βρουν τη θεραπεία τους, να προσευχηθούν στον άγιο για τα προβλήματά τους και να ζητήσουν τις ευχές και τις πρεσβείες του.
Αυτών ας μας αξιώσει και μας ο Θεός.
Αμήν
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Νομαρχιακή Συνέλευση μελών Δημοκρατικής Αριστεράς
- Επόμενο Αξίζει να δείτε: 8 μικρές, αλλά μαγικές λύσεις για να κλέψουμε… την ηλικία μας!