Βιβλιοπαρουσίαση-Σκέψεις και ιδέες*Του Κώστα Δόρτσιου
Για μια ακόμα φορά η εφημερίδα «ΕΛΙΜΕΙΑ» βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσει για πρώτη φορά ένα ακόμα βιβλίο από συγγραφέα της γειτονικής μας Λόχμης. Πρόκειται για το βιβλίο με τίτλο «Κλεαγέτη» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Γιαχούδη» της Θεσσαλονίκης και με συγγραφέα τον Νίκο Κατσώνη.
Ο Νίκος Κατσώνης[1] γεννήθηκε στη Λόχμη Γρεβενών το 1946 και αφού τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στα Γρεβενά, συνέχισε στο Χημικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και αποφοίτησε. Εργάστηκε στη συνέχεια στη Χημική Βιομηχανία της χώρας μας σε διάφορους τομείς έρευνας και ανάπτυξης με πλούσια επιστημονική δράση. Τώρα ως συνταξιούχος πλέον έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο βιογραφικό από ερευνητικές μελέτες κυρίως στη Χημεία και τις εφαρμογές της.
Ο Νίκος βέβαια εκτός της Χημικής του ενασχόλησης έχει ανοιχτούς ορίζοντες σκέψης και προβληματισμού που διακρίνονται μέσα από τα δημοσιευμένα μέχρι τώρα κείμενά του. Η εφημερίδα μας έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει μερικά από αυτά.
Με το μυθιστόρημα «Κλεαγέτη» των 330 σελίδων ο Νίκος καταθέτει μια ολοκληρωμένη και πολυετή προσπάθεια γραφής και σκέψης την οποία θα προσπαθήσω να προσεγγίσω στο κείμενο στη συνέχεια.
Από την πρώτη σελίδα ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά στην Πυθαγόρεια ρήση:
Μή δ’ ὕπνον μαλακοῖσιν ἐπ’ ὄμμασι προσδέξασθαι, πρίν τῶν ἡμερινῶν ἔργων τρίς ἔκαστον ἐπελθεῖν:
«πῆι παρέβην; τί δ’ ἔρεξα; τί μοι δέον ούκ ἐτελέσθη;»
η οποία στη σημερινή γλώσσα σημαίνει:
«Μη δεχθείς ποτέ στα μάτια σου τον ύπνο πριν εξετάσεις προσεκτικά ένα ένα τα έργα της ημέρας εκείνης ρωτώντας τον εαυτό σου: σε ποια έσφαλα; Τι καλό έκανα; Τι έπρεπε να κάνω και το παρέλειψα»
Ο Νίκος Κατσώνης γνωρίζει καλά τους Πυθαγόρειους φιλοσόφους, εκείνους που τον 6ο αιώνα μαζί με τους Ελεάτες φιλοσόφους καθώς και τους φυσικούς φιλοσόφους της Μιλήτου αποτέλεσαν τις τρείς μεγάλες δεξαμενές της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Είναι όλοι εκείνοι που προετοίμασαν από διαφορετικούς δρόμους την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης και έβαλαν τα γερά θεμέλια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού για τον οποίο ακόμα και σήμερα μιλά με θαυμασμό η ανθρωπότητα.
Η φράση αυτή των Πυθαγορείων προτάσσεται από τον συγγραφέα της «Κλεαγέτης» και θέλει να κινητοποιήσει τη σκέψη του αναγνώστη ή μάλλον να σημαδέψει το κεντρικό στοιχείο που διαπνέει η όλη του αφήγηση. Στη φράση αυτή επικεντρώνεται η μεγαλύτερη ίσως αρετή του ανθρώπου που λέγεται «αυτογνωσία», με ό,τι αυτό σημαίνει. Η ηθική αρετή που ενσαρκώνει η φράση αυτή είναι ο αυτοέλεγχος και η συνεχής βελτίωση της ηθικής και κοινωνικής του συμπεριφοράς. Έτσι ο αναγνώστης του μυθιστορήματος αυτού προετοιμάζεται με τη ρήση αυτή να μπει στην περιπέτεια της όλης πλοκής και επεξεργασίας του κειμένου, ώστε στο τέλος να μπορέσει ίσως να απαντήσει στην ερώτηση των Πυθαγορείων φιλοσόφων:
-Σε ποια έσφαλε; Τι καλό έκανε; Τι έπρεπε να κάνει και το παρέλειψε; ο κεντρικός ήρωας της «Κλεαγέτης».
Γυρνώντας ο αναγνώστης στον τίτλο του βιβλίου διερωτάται ακόμα:
-Ποια είναι αυτή η «Κλεαγέτη»
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος αυτού ζει στη σύγχρονη εποχή και φέρει το όνομα της Κλεαγέτης που ήταν ιέρεια της Αρτέμιδος και ήταν κόρη της Ζηνόκλειας που ήταν ιέρεια της Ήρας την εποχή του 10ου αιώνα μ. Χ. στην Κρήτη και έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία που επέδειξε στην επίθεση των Βυζαντικών στρατιωτών. Έτσι τελικά το όνομα αυτό της ηρωίδας μας προδιαθέτει για την όλη της συμπεριφορά και την όλη της περιπέτεια. Ξετυλίγοντας του κουβάρι του μυθιστορήματος μας περιμένει μάλλον ο «ηρωισμός» της «ηρωίδας» Κλεαγέτης, όμως όχι πάνω σε οχυρωμένους πύργους αλλά στη συναισθηματική αγωνία που περιπλέκεται στους λαβύρινθους των ανθρωπίνων σχέσεων και συμπεριφορών. Μένει στον αναγνώστη δρόμος αρκετός και υπομονή για να κατανοήσει και τελικά να συμμεριστεί την περιπέτεια της Κλεαγέτης του Νίκου Κατσώνη.
Χωρίς να προκαταλαμβάνω τη μαγεία της ανάγνωσης του βιβλίου αλλά θέλοντας να πω από τη μεριά μου κάτι γενικότερο ως «προλογικό» της ιστορίας αυτής θα ήθελα να σχολιάσω το σημείωμα του συγγραφέα.
Έτσι στο αρχικό σημείωμα ο Νίκος καταφεύγει στις «Εξομολογήσεις» του μεγάλου φιλοσόφου του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, του Ζαν Ζακ Ρουσσώ που έζησε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία. Γράφει λοιπόν ο Ρουσσώ:
«Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγμτα, χωρίς να μπορώ να μπορώ να καταλάβω πώς: Μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο…».
Στις σκέψεις αυτές ο Νίκος Κατσώνης γράφει τα δικά του:
«Τίποτα, ασφαλέστατα, δεν μπορεί η μηδαμινότητα της δικής μου σκέψης να προσεγγίσει το πνεύμα του «τέρατος» αυτού του Διαφωτισμού. Βρήκα όμως στις Εξομολογήσεις του, κάτι από τον εαυτό μου. Κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ιδιοσυγκρασία μου, στις αντιδράσεις μου στα συναισθήματα, στη μεθοδολογία της γραφής μου, θα τολμούσα να πω πως ταιριάζουν, σε κάποιο βαθμό, με στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα. Γι αυτό και αποτόλμησα να χρησιμοποιήσω, στο ταπεινό μου πόνημα, αποσπάσματα αυτών του των Εξομολογήσεων».
Είναι εντυπωσιακό πάντως το γεγονός ότι στις ανωτέρω δύο αναφορές, μια του μεγάλου φιλοσόφου και μια η αναφορά του συγγραφέα της Κλεαγέτης, εντοπίζεται η μεγάλη αντιπαλότητα του συναισθήματος και της λογικής. Η διαφορετικότητα αυτή που ενυπάρχει μέσα στην ανθρώπινη υπαρξιακή οντότητα και απλά εντοπίζεται σημειολογικά ως η αντίθεση που εκδηλώνεται ανάμεσα από την καρδιά και το μυαλό, ανάμεσα από το συναίσθημα και τη λογική, ανάμεσα από το νου και την καρδιά. Είναι ενδιαφέρον εδώ να αναφέρουμε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή προτάσσοντας το συναίσθημα είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον τον τρόπο που βάζει ως κριτή τη λογική του. Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος είναι μπροστά στο δίλημμα: Τι πρέπει να ακούσει: Την καρδιά του, δηλαδή το συναίσθημά του, ή τη λογική του; Στην ερώτηση αυτή δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς. Ο μεγάλος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης στο θεατρικό του έργο με τίτλο «Χριστός» γράφει για το θέμα αυτό, βάζοντας τη Μαρία τη Μαγδαληνή να λέει στον Απόστολο Πέτρο:
Ανέβασέ την Πέτρο την καρδιά,
πιο πάνω από το νου,
ψηλά και να βιγλίζει!
Όμως κι λαός μας σε στιγμές χαράς και γλεντιού λέει:
Πιες νερό για να έχεις το κεφάλι καθαρό,
Πιες όμως κρασί για να έχεις την καρδιά χρυσή!
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο εσύ αποφασίζεις. Εσύ έχεις την ευθύνη. Ο νους είναι το σύμβολο του ορθολογισμού και της απόλυτης εφαρμογής των κανόνων της σωστής συμπεριφοράς, όμως η καρδιά είναι το σύμβολο των αισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου. Πάντα το ένα αντιπαλεύει το άλλο. Σημειολογικά σκεφτόμενοι, μπορούμε να πούμε ότι αφού ο άνθρωπος ορθώθηκε στα δυο του πόδια, ο νους που εδράζεται στο κεφάλι είναι κυρίαρχος και ελέγχει τον κόσμο ενώ η καρδιά που ελέγχει τις επιθυμίες βρίσκεται πιο κάτω και έχει περιορισμένο ορίζοντα.
Για το θέμα αυτό, δηλαδή της αντίθεσης ανάμεσα στη λογική κρίση και στην ελεύθερη επιθυμία ας δούμε τι αναφέρει ο μεγάλος ιδεαλιστής φιλόσοφος της ελληνικής αρχαιότητας, δηλαδή ο Πλάτωνας.
Ο Πλάτωνας γράφει ένα έργο που λέγεται Φαίδρος, όπου παρουσιάζει, όπως γενικά κάνει σε όλα του τα έργα, να συζητά ο Σωκράτης με το Φαίδρο και να προσπαθούν να αναζητήσουν τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες η ρητορική τέχνη μπορεί να καταστεί επιστήμη. Πρόκειται για ένα δύσκολο διάλογο και βέβαια δεν είναι του παρόντος η ανάλυσή του. Όμως σ’ αυτόν το διάλογο εμφανίζεται μια ωραία εικόνα όπου περιγράφεται η ψυχή του ανθρώπου.
Η ψυχή, όπως περιγράφεται στο Φαίδρο από τον Πλάτωνα, μοιάζει να είναι ένα άρμα που το σέρνουν δύο περήφανα άλογα και τα οποία καθοδηγούνται από τον ηνίοχο, τον αμαξηλάτη που κρατά τα ηνία του άρματος. Ο ηνίοχος συμβολίζει τη δυνατότητα της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου, δηλαδή την ικανότητα να συμπεραίνει το καλό από το κακό, το ωφέλιμο από το βλαβερό, το ηθικό από το ανήθικο. Η κρίση λοιπόν του ανθρώπου οδηγεί αλλά και οδηγείται από δύο άλογα, το ένα που είναι το φρόνιμο και το άλλο που είναι το ατίθασο, το ένα είναι το υπάκουο και το άλλο είναι το παρορμητικό, το ένα ακούει και υπηρετεί το νου(τη λογική) και το άλλο ακούει και υπηρετεί την καρδιά(τις επιθυμίες). Έτσι η πορεία του ανθρώπου εξαρτάται από το «συγκερασμό» αυτών το δυο ροπών, της καρδιάς και του νου. Είναι ένα πλατωνικό πρότυπο της τριμερούς φύσεως της ψυχής του ανθρώπου.
Έτσι σύμφωνα με τα ανωτέρω ο συγγραφέας δηλώνει στο εισαγωγικό σημείωμά του ότι:
«Τολμώ να κοιτάξω τον εαυτό μου στα άτομα με δυνατά αισθήματα, με εξαιρετικές ευαισθησίες και παράλληλα με μια συστολή και με ένα μάλλον αργόστροφο μυαλό».
Κι ακόμα κάπου μέσα στο κείμενο δηλώνει:
«Καλός σύμβουλος η λογική, μα οι συμβουλάτορες δεν είναι που σηκώνουν το βάρος. Η καρδιά δεν πείθεται παρά μόνο από τη λογική της καρδιάς.»[2]
* * *
Προσέχοντας και αποτιμώντας το συνολικό κείμενο του Νίκου θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι ένα κείμενο με μια πολυεδρική δομή, με μια πολυεπίπεδη και καλά οργανωμένη πλοκή που για τον μέσο ακόμα αναγνώστη γίνεται άμεσα αντιληπτό. Η όλη ιστορία ξετυλίγεται με μια γλώσσα που έχει μια χαρισματική πλαστικότητα, μια «ποιητική» γλαφυρότητα η οποία σε οδηγεί σε μια συνεχή εγρήγορση του ενδιαφέροντος ώστε να φθάσει η ηθογραφική αυτή «εικόνα» στη λύση, στην «κάθαρση» θα έλεγε κανείς παραλληλίζοντας το όλο δρώμενο με την αρχαία τραγωδία.
Φαίνεται ότι ο συγγραφέας κατέχει καλά την ελληνική γλώσσα και τη διαχειρίζεται με τέχνη και μαστοριά. Χρησιμοποιεί όμορφα σχήματα λόγου και πλάθει εικόνες με φαντασία και τόλμη. Δεν ξεφεύγει σε φλύαρη γραφή, μάλλον έχει απέριττο ύφος και νοηματική πυκνότητα που καταλήγει πολλές φορές και σε αποφθεγματικό λόγο.
Η υπόθεση της «Κλεαγέτης» ξετυλίγεται στη δικιά μας εποχή, στην μεταπολεμική εποχή. Είναι η εποχή των μεταπολεμικών χρόνων του εικοστού αιώνα με ό,τι αυτό σημαίνει, και το σκηνικό του «θεάτρου» αυτού είναι το φοιτητικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Είναι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, είναι οι φτωχικές γειτονιές της πόλης αυτής με τα νοικιαζόμενα δωμάτια και τα στενά δρομάκια, είναι η εποχή της μεγάλης και άναρχης ανοικοδόμησης, είναι ακόμα το «στολισμένο» πολιτιστικό περιβάλλον της κοινωνίας των φοιτητών και των φοιτητριών. Είναι ένας κόσμος που έρχονταν από διάφορα μέρη της χώρας μας, στόχευε στη μόρφωση και στην παιδεία, στο βιοπορισμό και στην εξέλιξη, και είναι ένας κόσμος που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις της χώρας μας.
Ένας αφηγητής, ένας ζωγράφος, ένας ποιητής, ένας φιλόσοφος δεν πρέπει να στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων που είναι γύρω του. Πρέπει να εμβαθύνει και να εξετάζει την εσωτερικότητα εκεί που κρύβεται η αλήθεια. Αυτό ακριβώς ο Νίκος Κατσώνης το διατυπώνει στον πρόλογο του βιβλίου με λόγια του Ρομαίν Ρολλάν[3]:
«Γράφουν πάντα την ιστορία των γεγονότων μιας ζωής. Κάνουν λάθος. Νομίζουν πώς σ’ αυτά βλέπουν τη ζωή, ενώ δεν βλέπουν απ’ αυτή, παρά μόνον την επιφάνεια. Η αληθινή ζωή είναι η εσωτερική ζωή!»
Το μυθιστόρημα αυτό του Νίκου ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία της λογοτεχνίας που λέγεται ρομαντισμός. Ναι, όλο το έργο αυτό αποπνέει έντονα τα στοιχεία της ρομαντικής τέχνης, της προσπάθειας εκείνης η έχει έντονο ιδεαλιστικό χαρακτήρα και που έρχεται σε αντίθεση με τον ορθολογισμό και με τις απόλυτες αλήθειες.
Τέλος διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει σε πολιτισμικά ανάγλυφα της υπαίθρου από την οποία ξεκινούσαν οι φοιτητές για τη Θεσσαλονίκη, να παρατηρήσουν τις συνήθειες των ανθρώπων της εποχής εκείνης, τη λαογραφία και το πολιτιστικό τους πλαίσιο.
Κλείνοντας την μικρή μου αυτή αναφορά καλωσορίζω το βιβλίο αυτό και του εύχομαι καλό ταξίδι στον κόσμο της σκέψης και του προβληματισμού.
Σημειώσεις:
[1] Με το Νίκο Κατσώνη με συνδέει μια πνευματικότητα που ξεκινά από τα χρόνια του εξήντα ως συγκάτοικοι σε ένα δωμάτιο του Οικοτροφείου στα Γρεβενά, που ίδρυσε ο τότε μητροπολίτης Γρεβενών Χρυσόστομος. Εγώ στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου και ο Νίκος στην τετάρτη. Στο δωμάτιο ακόμα θυμάμαι τους Τζώκο Κώστα στην πέμπτη τάξη, Ζεμπίλη Κώστα στην τρίτη τάξη, το Γαβριηλίδη Σάββα στην τρίτη τάξη και τον Δημητρίου Τάκη στην πρώτη τάξη. Στο οικοτροφείο εκείνο έμεναν περί τα εικοσιπέντε παιδιά, και αποτελούσαν ένα περιβάλλον πραγματικής αλληλοδιδακτικής και αλληλοστήριξης. Στο περιβάλλον αυτό χρωστάμε πολλά!
[2] Κλεαγέτη. Σελίδα 45.
[3] Ρομαίν Ρολλάν(1866-1944). Γάλλος συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος που πήρε το Βραβείο Νόμπελ το 1915.
- Προηγούμενο Αγροδιατροφική Σύμπραξη Δυτικής Μακεδονίας η υπογραφή του καταστατικού (βίντεο)
- Επόμενο Δύο πρωτοχρονιάτικες πίτες έκοψε το Τμήμα Παραδοσιακών Χορών του Δήμου Γρεβενών