Ακούστε εδώ Ράδιο Γρεβενά – 101.5

POTIKA MYRTO
ΔΕΗ
ΕΝΑΟΝ

Grevenamedia @facebook

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
SportsBase
ΥΓΡΑΕΡΙΟ

Κατηγορίες

ΤΑΞΙ
ΓΡΙΔΑΣ
SPONSORS
Ζιώγας

To Σιδεράδικο του Τσιοτίκα * Γράφει ο Κώστας Δόρτσιος (Από τα χρόνια της βροχής)

Στον απόηχο του καλοκαιρινού θέματος

«Τα Γρεβενά του μόχθου»

Μια εικόνα, όχι φωτογραφική, αλλά με λέξεις και λεκτικές περιγραφές που φωτίζει και προβάλλει ένα σιδεράδικο της «παλιάς  εποχής» στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών.

Ένα κείμενο που εδώ και δεκαετίες δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Ελιμεία» του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Γεωργίου.

Το σιδεράδικο του Τσιοτίκα

«Τότε ο παππούς ο Γόλιας, ντυμένος στα «χολέβια» του, έβρισκε την ευκαιρία να ξετυλίξει τον καπνό από την σακούλα που φύλαγε στον κόρφο και χτυπώντας το σιδερένιο τσακμάκι στην πέτρα, κατάφερνε να ανάψει την ίσκα κι ύστερα μ’ αυτή να καπνίσει τον καπνό από την πίπα του»

Γράφει ο Κ. Δόρτσιος
(Από τα χρόνια της βροχής)

Ήταν τότε στη δεκαετία του πενήντα που μικρά παιδιά στο χωριό, ανέμελα και αθώα, βιώναμε τη ζωή και την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης.

Φθινόπωρο! Και το εργαστήρι του Τσιοτίκα δούλευε ασταμάτητα. Ψηλά στους Κιουράδες, στις παρυφές της Τσιακίρας. Και ο ήχος του σφυριού που χτυπούσε με δύναμη αλλά και τέχνη πάνω στο αμόνι, έσχιζε τον αέρα και αντάμωνε με τις φωνές των πουλιών και των ανθρώπων. Ο ήχος αυτός που εναλλάσσονταν από τον ήχο της «βαριάς», έπλεκε μια αρμονία που σε οδηγούσε πολύ παλιά, σε εποχές πρωτόγονες, ομηρικές, πυθαγορικές[1].

Εκεί δούλευε ο παππούς, ο Γόλιας μαζί μ΄όλη σχεδόν την οικογένειά του[2]. Απ΄ τα πολλά παιδιά του ξεχώριζε ο Χρήστος, ο Αχιλλέας, που ήταν κι αυτοί πρωτομάστορες στην τέχνη του σιδήρου και του χάλυβα. Βοηθοί στη δουλειά οι γυναίκες τους και ο μικρός τότε γιος του Χρήστου, ο Γρηγόρης. Δίπλα τους την εικόνα συμπλήρωναν οι άλλοι από το χωριό που έφερναν τις παραγγελιές τους. Τσεκούρια, τσάπες, τσαπιά, δικέλια, σκεπάρια, μασιές, εξαρτήματα του κάρου, όπως στεφάνια για τους
τροχούς, κουλούρια που χρησίμευαν στο σύρτη του αμαξιού, ζεύλες που περιτύλιγαν το λαιμό του ζώου καθώς έσερνε το κάρο ή το αλέτρι κλπ.

Κοντά το φθινόπωρο έφερναν τα υνιά με τα οποία έπρεπε να οργώσουν τα χωράφια τους. Ήτανε ακόμα η εποχή που δούλευαν με το ξυλάλετρο ή το σιδεράλετρο.

Το εργαστήρι αυτό στο μαχαλά μας ήταν ένα μικρό τετραγωνικό κτίσμα, λιθόκτιστο, χωρίς ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, όμως γεμάτο από εξαρτήματα, όπως σφυριά μικρά και μεγάλα (βαριές), τσιμπίδια, ψαλίδια, κοπίδια κλπ, που μπορούσαν να πλάσουν τον σίδηρο και να τον μετασχηματίσουν σε χρήσιμο εργαλείο.

Στη μέση του εργαστηρίου αυτού ήταν το αμόνι. Ό αρχαίος «άκμων»[3] στηριγμένος γερά σε ένα δέντρινο κορμό ήταν αυτός που, πάνω του, το πυρακτωμένο σίδηρο δεχόταν με τέχνη τα σφυροκοπήματα του μάστορα σιδηρουργού και σιγά – σιγά από το κόκκινο χρώμα που είχε στους 2 χίλιους σχεδόν βαθμούς κρύωνε και έπαιρνε το μαύρο του συνηθισμένο χρώμα.

Δίπλα στο αμόνι ήταν και οι φυσούνες, το λεγόμενο «μουχάνι»[4]. Αυτό ήταν το απαραίτητο εργαλείο που τροφοδοτούσε με αέρα τη φωτιά που υπήρχε μπροστά του και κάτω από την καμινάδα. Το πρωτόγονο αυτό εργαλείο ήταν μόνιμα στημένο στην άκρη του σιδεράδικού και ήταν φτιαγμένο από δέρματα ζώου με τέτοια τέχνη που λειτουργούσε ώστε, όταν άδειαζε το ένα ασκί τον αέρα στη φωτιά, ταυτόχρονα γέμιζε το δίδυμό του, ώστε με τη σειρά του να συνεχίσει κι αυτό το άδειασμά του. Και ξανά και ξανά!

Συνήθως αυτός που λειτουργούσε το μουχάνι ήταν ο μικρός Γόλιας ή η μητέρα του η Χρήσταινα. Στεκόταν πίσω από τις φυσούνες, κρατούσε με τα δυο του χέρια τις δυο λαβές από τις φυσούνες και άρχιζε το «φύσηγμα».

Αυτό κρατούσε ώρα, ώσπου να ανεβεί η θερμοκρασία, σε κατάλληλο βαθμό ανάλογα με τις ανάγκες της περίπτωσης.
Ένα χαρακτηριστικό σημείο της δουλειάς αυτής ήταν και η λεγόμενη «βαφή». Ήταν μια βασική επεξεργασία που γινότανε στο εργαστήρι εκείνο με τρόπο απλό αλλά και γεμάτο πολύχρονη εμπειρία. Δίπλα στο αμόνι υπήρχε για τη δουλειά αυτή μια πέτρινη ή μεταλλική λεκάνη γεμάτη με νερό. Έτσι τη στιγμή που το σίδερο ήταν κατακόκκινο στη φωτιά, ο σιδεράς με τα επιδέξια χέρια του, το έπιανε με μια μακριά τσιμπίδα, το έφερνε με γρηγοράδα πάνω στο αμόνι, το ΄ριχνε κάνα δύο σφυριές και από κει το βουτούσε μέσα στο νερό. Η απότομη ψύξη που διαρκούσε για κάποιο χρόνο που εκείνος ήξερε και που το είχε διδαχθεί από «πάππο προς πάππο», είχε ως αποτέλεσμα το εργαλείο που κατασκεύαζε να γίνει σκληρό και ανθεκτικό. [5] Για μας τους μικρούς, όλο αυτό το δρώμενο μέσα στο μικρό αυτό εργαστήρι με το ένα και μοναδικό παράθυρο προς το δρόμο των Κιουράδων και το σκεπασμένο με παλιό ντόπιο κεραμίδι μας προκαλούσε τη φαντασία και την περιέργεια.

Ένας αισθησιασμός ήχων και εικόνων έπλαθε έναν κόσμο γεμάτο ομορφιά αλλά και προβληματισμό. Όλα μέσα εκεί ήταν σκοτεινά από τη μαυρίλα του σιδήρου και της φωτιάς. Οι τοίχοι, το ταβάνι, οι πάγκοι, το νερό, τα κάρβουνα. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που δούλευαν ήταν κι αυτά μαυρισμένα από τον κόπο και τη σκληρή δουλειά. Μπράτσα γερά, πόδια δυνατά που στήριζαν το βάρος του σιδήρου και τέλος υπομονή και καρτερία
για την επιβίωση.

Μένει πολύ βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου η σκηνή που θέλει τη παρέα εκείνη των ανθρώπων να ξεκουράζεται στον ίσκιο της ανατολικής πλευράς του σιδεράδικου τα καλοκαιριάτικα δειλινά. Τότε που ο ήλιος πήγαινε να κρυφτεί πίσω από τον Αη (Νι)Κόλα. Τότε που η καλοκαιρινή αύρα έρχονταν από τον Τσιακίρα και δρόσιζε τα κουρασμένα πρόσωπα αυτών των «σιδεράδων».

Τότε ο παππούς ο Γόλιας, ντυμένος στα «χολέβια» του, έβρισκε την ευκαιρία να ξετυλίξει τον καπνό από την σακούλα που φύλαγε στον κόρφο και χτυπώντας το σιδερένιο τσακμάκι στην πέτρα, κατάφερνε να ανάψει την ίσκα κι ύστερα μ’ αυτή να καπνίσει τον καπνό από την πίπα του.

Απλές ανθρώπινες στιγμές που πέρασαν!
Το εργαστήρι αυτό δεν άντεξε στην εξέλιξη των μηχανών και στον οικονομικό ανταγωνισμό. Ο όμορφος και μελωδικός κόσμος που έβγαινε από το χτύπημα του σφυριού πάνω στο αμόνι δεν άντεξε στα «ουρλιαχτά των μηχανών»! …..…………Κι οι παππούδες, όσοι απέμειναν στο χωριό, δεν βρίσκουν πια την όμορφη παρέα τους σε κάποιο δροσερό ίσκιο! [6]

«Πίσω του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρεμίζουν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ΄ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά…»

Δημήτρης Χατζής: «Ο Σιούλας ο ταμπάκος».
Από τη συλλογή: «Το τέλος της μικρής μας πόλης(1963»)

Συμπλήρωμα

[1] Στον Ιάμβλιχο, ιστορικό του 4ου-5ου μ.Χ. αιώνα, διαβάζουμε για τη ζωή του Πυθαγόρα(6ος αιώνας π.Χ.) τα εξής:

«Παρά τι χαλκοτυπεῖον περιπατῶν ἐκ τινος δαιμονίου συντυχίας ἐπήκουσε ῥαιστήρων σίδηρον ἐπ’ ἄκμονι ῥαιόντων και τούς ἤχους παραμίξ πρός ἀλλήλους <συμφωνοτάτους> ἀποδιδόντων».

(Vita Pythagora. TLG.26.115.11-14)

Δηλαδή:

«Ο Πυθαγόρας περπατώντας μια μέρα έξω από ένα σιδεράδικο άκουσε τυχαία τα σφυριά να χτυπούν το σίδηρο πάνω στο αμόνι και παρατήρησε την αρμονία των ήχων αυτών»

[2] Ο παππούς Γόλιας είχε ως δεύτερη γυναίκα τη Σουλτάνα(Γληγόραινα), που τη θυμήθηκα, και μ’ αυτήν απέκτησε το Χρήστο που είχε γυναίκα την Ολυμπία, την Όλγα που είχε άνδρα τον Γιώργο Αδάμο ή Χαλκιά από τους Γκριντάδες Γρεβενών που έπαιζε βιολί, τον Αχιλλέα, και την Αναστασιά. Με την πρώτη του γυναίκα ο Γόλιας είχε αποκτήσει το Φώτη, τον Σωτήρη, το Δημήτρη, τον Λάμπρο, τη Μαρία και το Γιάννη.

[3] Στο έργο του Ησιόδου «Θεογονία» η λέξη «άκμων» σημαίνει πιθανότατα «μετεωρικός λίθος» ή «κεραυνός».

«Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη»(Θεογονία 722-724)

[4] Οι φυσούνες αυτές αναφέρονται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα στη Ραψωδία (Σ) όπου, στους εξακόσιους περίπου στίχους της, περιγράφεται η κατασκευή της πανοπλίας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο.

« Φυσούνες είκοσι φυσούν στες κάψες τους και βγάζουν
ευκολοφύσητην πνοήν σφοδρήν ή μετρημένην,
πότε με βιά πότε σιγά να υπηρετούν, ως θέλει
ο Ήφαιστος, ώστ’ εύκολα το έργον να τελειώσει»

(Ιλιάδα, Ραψωδία Τ. στ.470-473. Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)

[5] Η τέχνη της μεταλλουργίας του σιδήρου είναι πολυσύνθετη. Εξάλλου στην ιστορία της ανθρωπότητας ο σίδηρος ανακαλύπτεται ύστερα από το χαλκό. Πολύ χονδρικά η ιστορία της ανθρωπότητας χωρίζεται στην εποχή του λίθου, την εποχή του χαλκού και τέλος στην εποχή του σιδήρου που διανύουμε μέχρι και σήμερα. Ο σίδηρος τήκεται περίπου στους χίλιους πεντακόσιους βαθμούς Κελσίου, ενώ ο χαλκός περίπου στους χίλιους. Για το λόγο αυτό ανακαλύφθηκε τελευταίος.

[6] Σαν και το εργαστήρι του Τσιοτίκα ήταν κι εκείνο του Χρήστου Καραγιάννη στο παρακάτω μαχαλά. Κι εκείνο είχε παρόμοια τύχη.

 

Σχετικά άρθρα

email επικοινωνίας

grevenamedia@gmail.com

Ράδιο Γρεβενά Συνεντεύξεις

ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟ
Ευτέρπη Παπαγεωργίου
Τζιόβας Ανδρέας
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.

ΙΣΟΓΕΙΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ
ΤΑΞΙ
Υπουργείο περιβάλλοντος
Ζητείται από συνεργεία φορτηγών και λεωφορείων
ΠΩΛΕΊΤΑΙ ¨ΚΑΡΑΘΑΝΟΣ”
Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα 42,5 τμ
ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΓΙΔΙΑ
Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα 43 τ.μ.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Ενοικιάζεται 75τμ Μ Αλεξάνδρου 33
ενοικιάζεται ορφοδιαμέρισμα 85 τ.μ.
ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ 200 ΠΡΟΒΑΤΑ
ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ

Καιρός

Γρεβενά

αγγελια λεβητας

Follow Us

 

Grevena

Fog
Humidity: 100
Wind: 0 km/h
1 °C
3 11
19 Jan 2015
3 11
20 Jan 2015
Κανάλι 28 | Ράδιο Γρεβενά 101,5
Ανταλλακτικά αυτοκινήτων
ΗΛΕΚΤΡΟΝ