Συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στην εφημερίδα «Η Εποχή» και τους δημοσιογράφους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό
Συνέντευξη στην εφημερίδα «Η Εποχή» και τους δημοσιογράφους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό παραχώρησε ο υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:
Πολλά τα ζητήματα επικαιρότητας που έχουν ανακύψει τον τελευταίο καιρό, Μακεδονικό, ελληνο-τουρκικά, σκάνδαλα και από την άλλη η διαπραγμάτευση. Προτού τα δούμε ένα-ένα, ποια η ιεράρχηση επ’ αυτών;
Η ιεράρχηση είναι σαφής, αν και δεν είναι απολύτως στο χέρι μας να επιλέξουμε τις μάχες που θα δώσουμε. Τα βασικά θέματα που είναι στην καθημερινή ημερήσια διάταξη της κυβέρνησης είναι η προσπάθεια για να ολοκληρώσουμε τάχιστα την τέταρτη αξιολόγηση, να αναδείξουμε τα ζητήματα της οικονομίας και της δίκαιης ανάπτυξης, να ολοκληρώσουμε το στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη στη βάση του οποίου θα πορευτούμε από τον Αύγουστο του 2018 και μετά και φυσικά η μάχη κατά των πρακτικών διαφθοράς και για την ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων για να περάσουμε σε μια άλλη φάση οργάνωσης του πολιτικού συστήματος. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις με την πΓΔΜ ενώ και μέσα σε όλο αυτό το κλίμα έχουμε τους τελευταίους μήνες να διαχειριστούμε μια δύσκολη κατάσταση σε ό,τι αφορά τους γείτονές μας στην Τουρκία. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι αυτή η κυβέρνηση είναι μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού με βασικό στόχο την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την έξοδο από τα μνημόνια και την επιτροπεία.
Όσον αφορά το Μακεδονικό, που βρισκόμαστε; Είναι ενδεχομένως η μοναδική ευκαιρία να λυθεί αυτό το ζήτημα. Αν χρονοτριβήσει η επίλυσή του, τότε θα χαθεί για δεκαετίες πάλι.
Δεν το πιστεύω. Ανεξαρτήτως του πότε θα ολοκληρωθεί, νομίζω ότι στο τέλος θα δοθεί λύση. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, ενώ αναδιαμορφώνονται οι συσχετισμοί και στη γείτονα. Βεβαίως εδώ, εξαιτίας της στάσης αρκετών πολιτικών κομμάτων, ο συσχετισμός είναι οριακός. Ωστόσο, η κυβέρνηση πρέπει να επιμείνει στις θέσεις με τις οποίες έχει προσέλθει στη διαπραγμάτευση, γιατί έτσι έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να βρεθεί μια συμφωνία. Όμως, η συμφωνία θέλει πάντα δύο. Οι εθνικιστικές εξάρσεις που παρατηρούμε στην Ελλάδα από ένα τμήμα της κοινωνίας, έχουν και την αντανάκλασή τους στην πΓΔΜ. Όλα αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ώστε να μη δημιουργηθεί ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, αντί να δοθεί λύση. Γι’ αυτό χρειάζεται εξαιρετικά μεγάλη προσοχή και ένας ισορροπημένος συμβιβασμός μεταξύ των δύο χωρών για να μπορέσουν να κερδίσουν στο βάθος του χρόνου οι προοδευτικές δυνάμεις και των δύο κοινωνιών.
Στη διάσκεψη της Βάρνας η πρώτη εντύπωση ήταν ότι μπήκαμε σε μια φάση αρχής εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από τις δηλώσεις των επόμενων ημερών διαψεύστηκε αυτή η προσδοκία.
Η Τουρκία πηγαίνει στα διεθνή φόρα με μια συμφιλιωτική ρητορική και μόλις γυρίζει πίσω αλλάζει τακτική. Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με την απόφαση της τουρκικής ηγεσίας να ρίξει όλα της τα διαπραγματευτικά χαρτιά στο τραπέζι, καθώς η εξωτερική της πολιτική –σε αυτή τη φάση- επικαθορίζεται από το κουρδικό πρόβλημα και από αυτό που η ίδια αντιλαμβάνεται ως κίνδυνο στα σύνορά της. Έχει ανοίξει το μέτωπο με την Ε.Ε., με τις Η.Π.Α. και προφανώς σε αυτό το πλαίσιο επηρεάζεται και η Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, εμείς έχουμε δύο βασικά προβλήματα: Το πρώτο είναι οι δύο Έλληνες αξιωματικοί, για τους οποίους δεν έχει προκύψει κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο. Φαίνεται όμως ότι η Τουρκία θέλει να το αξιοποιήσει πολιτικά και διαπραγματευτικά. Εμείς προφανώς δεν μπορούμε να μπούμε σε καμία διαπραγμάτευση, οποιουδήποτε τύπου, για το ζήτημα. Σεβόμαστε τις αποφάσεις της δικαιοσύνης και θα κάνουμε ό, τι προβλέπει το νομικό πλαίσιο, εντείνοντας τις πολιτικές και τις διπλωματικές πιέσεις. Το δεύτερο πρόβλημα είναι τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία έχει απελευθερωθεί ένα κοινωνικό δυναμικό και έχουν μετατοπιστεί οι συσχετισμοί τόσο πολύ προς μια συντηρητική κατεύθυνση, γεγονός που επηρεάζει ευθέως και τον τρόπο που κινείται η πολιτική ηγεσία. Εκεί, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και εμείς θα πρέπει να αποτρέψουμε τις εξελίξεις απομάκρυνσης της Τουρκίας από το δυτικό παράδειγμα. Και αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσουν να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μας με τους γείτονές μας. Μια πορεία περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης στην Τουρκία δεν ευνοεί τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να είμαστε διαρκώς προσανατολισμένοι στο να έχουμε διπλωματικά και πολιτικά πεδία διαλόγου.
Πώς πάει η διαπραγμάτευση;
Η εκτίμηση είναι ότι εφόσον δεν προκύπτουν δημοσιονομικά θέματα, αλλά αντιθέτως οι στόχοι επιτυγχάνονται με υπεραποδόσεις, δεν θα υπάρξει κάποιο θέμα στην τέταρτη αξιολόγηση. Βεβαίως, όπως σε κάθε διαπραγμάτευση, υπάρχουν σημεία που μπορεί να δημιουργήσουν μικρές τεχνικές δυσκολίες, αλλά θεωρώ πως με τα 88 προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Την ίδια στιγμή, μέχρι τις 27 Απρίλη θα πρέπει να παρουσιάσουμε το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο ήδη διαμορφώνεται σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, και θα καταγράψει τους βασικούς άξονες για την περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018. Παράλληλα, προχωρά η διαπραγμάτευση που αφορά τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους και αυτή που αφορά το θεσμικό πλαίσιο της εποπτείας μετά τον Αύγουστο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο ασκείται πίεση για την εφαρμογή της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου.
Να σας θυμίσω ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης αξιολόγησης υπήρχαν δημοσιεύματα που έλεγαν ότι οι δανειστές απαιτούν τη μείωση του προϋπολογισμού για τα οικογενειακά επιδόματα, ο οποίος τελικά αυξήθηκε κατά 260 εκατ. Δεν νομίζω ότι πρέπει να δίνουμε βάση σε αυτά. Αυτή τη στιγμή γνωρίζουμε ότι η συζήτηση που αφορά τα δημοσιονομικά του 2019, όπως έχει δηλώσει και το ΔΝΤ, θα ξεκινήσει το Μάιο όταν θα έχουμε στα χέρια μας τα αποτελέσματα της Eurostat για το 2017. Επομένως, αυτή η συζήτηση δεν έχει καν αρχίσει. Πάντως έχει ήδη δείξει το ΔΝΤ ότι δεν σκοπεύει να βάλει εμπόδια ούτε να δημιουργήσει δυσκολίες στην ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, καθώς αυτό δεν συμφέρει κανέναν.
Οι ελίτ εξακολουθούν να μιλούν για λαϊκισμό…
Είναι λίγο πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Πράγματι υπάρχει ένα κομμάτι της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, το οποίο εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει κάθε πολιτική δύναμη που αμφισβητεί τους θεμέλιους λίθους της πολιτικής συναίνεσης στην Ευρώπη ως λαϊκιστική. Όμως νομίζω ότι σιγά σιγά τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας αρχίζουν και μετατοπίζονται από τέτοιες πολιτικές αναλύσεις, ειδικά μετά την κατάρρευση πολλών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη. Επομένως, νομίζω ότι έχει ξεκινήσει μια συζήτηση, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει ανασυνθέσεις σε μια πιο αριστερή και πιο ριζοσπαστική γραμμή. Δεν θεωρώ, δηλαδή, ότι το πολιτικό κονσέσους στην Ευρώπη του 2018 είναι τόσο αδιαμφισβήτητο μεταξύ των πολιτικών ελίτ, όσο ήταν το 2014 ή το 2015. Είδαμε το παράδειγμα του Κόρμπιν, τι συνέβη στην Πορτογαλία, στο σοσιαλιστικό κόμμα Ισπανίας ή, λιγότερο βέβαια, στο SPD στην Γερμανία. Επομένως, εξακολουθούμε να είμαστε σε μια φάση που ακόμα οι πολιτικοί συσχετισμοί είναι ρευστοί και μέσα στα επόμενα χρόνια θα κριθεί η πορεία της Ευρώπης από την έκβαση των πολιτικών συγκρούσεων.
Στην Ελλάδα μοιάζει αδιαπέραστο αυτό το κλίμα που περιγράφεις στην Ευρώπη στο χώρο του Κέντρου…
Το Κίνημα Αλλαγής είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ακόμα στο εσωτερικό του παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο ένα πολιτικό προσωπικό που ήταν προκλητικό απέναντι στην Αριστερά για πάρα πολλά χρόνια. Φερόταν με αλαζονεία και έναν πατερναλισμό, ο οποίος δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός από την Αριστερά. Αυτό οδήγησε –ορθώς κατά τη γνώμη μου- σε κάθετους διαχωρισμούς μεταξύ της Αριστεράς και του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο πολιτικό προσωπικό είναι αυτό που φέρει τεράστιες ευθύνες για τον εκφυλισμό του πολιτικού συστήματος και για τη στρατηγική σύμπλευση που κατέληξε σε πολιτική ταύτιση με τις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας και το νεοφιλελευθερισμό. Είναι το ίδιο πολιτικό προσωπικό που συμπεριφέρθηκε στον ελληνικό λαό με μια αδιανόητη τιμωρητικότητα επί πέντε ολόκληρα χρόνια και σήμερα προπαγανδίζει ένα υποτιθέμενο δημοκρατικό μέτωπο εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, γιατί δήθεν θεωρεί ότι έχει συντελεστεί κάποιου είδους πραξικόπημα στη χώρα. Με τέτοιου είδους πολιτικές, αναλύσεις και στοχεύσεις είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει συμπόρευση.
Από την άλλη, είναι και ο κόσμος του Κέντρου.
Γίνεται σαφής η διαφοροποίηση αυτού του κόσμου και αντανακλάται και στις εσωτερικές συγκρούσεις που υπάρχουν στο Κίνημα Αλλαγής. Το ζήτημα είναι ότι είναι σημαντικό να βρούμε διαύλους επικοινωνίας σε συγκεκριμένα πολιτικά προτάγματα με αυτές τις δυνάμεις και αυτό τον κόσμο. Εκτιμώ ότι αυτή η αντίφαση που έχει αναπτυχθεί στο χώρο του Κέντρου δεν μπορεί να έχει πολύ μεγάλη διάρκεια.
Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε αναζήτηση γραμμής και ρέπει προς τα άκρα δεξιά. Γιατί εκτιμάς ότι το κάνει αυτό; Φοβάται τη δημιουργία ενός νέου δεξιού κόμματος ή θεωρεί ότι υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που μπορεί να την ευνοήσει εκλογικά;
Πιθανό να είναι και τα δύο. Η Νέα Δημοκρατία μετά τη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη έκανε αρκετό κόσμο από τη δεξιά να πιστέψει ότι μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα φιλελεύθερ κόμμα. Το μόνο, όμως, που έχουμε δει από την ημέρα που ανέλαβε ο κ. Μητσοτάκης είναι μια διαρκή μετατόπιση προς τα δεξιά, είτε μιλάμε για την καταστροφολογική ρητορική είτε για το ψάρεμα στα θολά νερά του εθνικισμού, ειδικότερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής που έχουν ανακύψει. Θεωρώ πως η Νέα Δημοκρατία από τη μια μεριά φοβάται τη δημιουργία ενός κόμματος στα δεξιά της που θα μπορούσε να της αφαιρέσει ένα κομμάτι κοινωνικής επιρροής. Από την άλλη, η συμμαχία που ανέδειξε τον κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος είναι μια ασταθής ισορροπία συμβιβασμών που έχει μετατοπίσει την πολιτική ηγεσία σε μια απίστευτα λαϊκιστική, εθνικιστική και πολλές φορές ακροδεξιά γραμμή. Νομίζω ότι αυτή η συμμαχία εμποδίζει τη Νέα Δημοκρατία να κατανοήσει ότι το ζήτημα της θεσμικής θωράκισης, της διαφάνειας στην ελληνική πολιτεία και της καταπολέμησης των πρακτικών διαφθοράς δεν είναι θέμα μιας πολιτικής ρεβάνς της σημερινής κυβέρνησης έναντι του παλιού πολιτικού συστήματος. Έχει να κάνει με την ίδια την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Επειδή ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να συμμαχήσει με πολιτικά βαρίδια, όπως ο κ. Σαμαράς, δεν του δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσει ή να προχωρήσει σε μια γενναία πολιτική αυτοκριτική για τα πεπραγμένα των προηγούμενων ετών. Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, εφόσον ειδικά η κυβέρνηση καταφέρει το στόχο της, που είναι η έξοδος από το πρόγραμμα και η διεύρυνση των δικών της πολιτικών.
Η κυβέρνηση βάζει και αυτογκόλ. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι ο νόμος για τα αδέσποτα και δεσποζόμενα ζώα, που αποσύρθηκε με παρέμβαση από το Μαξίμου και πρωτοβουλία του πρωθυπουργού και η χρήση χημικών και γκλομπς από τα ΜΑΤ εναντίον σε όσους διαμαρτύρονται για τους πλειστηριασμούς.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, στο πλαίσιο της διακυβέρνησης είναι προφανές ότι θα υπάρχουν λάθη και αστοχίες, ωστόσο δεν θεωρώ ότι πρέπει να υπερβάλουμε. Το νομοσχέδιο για τα ζώα κατατέθηκε στη δημόσια διαβούλευση. Δεν κατατέθηκε στο κοινοβούλιο ούτε είχε πάρει το δρόμο της ψήφισης. Στο πλαίσιο αυτό, ακούστηκαν κριτικές και εύλογα επιχειρήματα για συγκεκριμένες διατάξεις και προς τιμή της κυβέρνησης αποσύρθηκε για να επανασχεδιαστεί. Στο άλλο ζήτημα που θέσατε, οι διαμαρτυρίες εναντίον των πλειστηριασμών είναι θεμιτές, αποδεκτές και σεβαστές. Η γνώμη μου είναι όμως ότι δεν γίνονται με σκοπό την εξυπηρέτηση αναγκών της κοινωνίας, αλλά για να παράγουν θέαμα. Αν δείτε τι πλειστηριασμοί έχουν γίνει μέχρι στιγμής, αφορούν κατά μεγάλα χρηματικά ποσά, μεγάλα δάνεια, κατά κύριο λόγο επιχειρηματικά, δεν έχει υπάρξει πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο ζήτημα χρησιμοποιείται από μια ομάδα χωρίς πολιτική γείωση και χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες πραγματικού κοινωνικού κινήματος, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, εντυπώσεων και θεάματος. Εφόσον, όμως, η αστυνομία υπερβαίνει τα απαραίτητα όρια για την εγγύηση της ασφάλειας, βεβαίως θα πρέπει να παρθούν πρωτοβουλίες από την πλευρά της κυβέρνησης.
Αναφερθήκαμε κάποια στιγμή στην αρχή της συζήτησης στο ζήτημα της διαφθοράς. Όσον αφορά το σκάνδαλο Novartis, η προανακριτική επιτροπή έμεινε να συνεδριάζει μόνη με τα μέλη της πλειοψηφίας. Πώς σχολιάζεις τη στάση της αντιπολίτευσης;
Η Νέα Δημοκρατία και όσοι την ακολούθησαν από την αρχή δεν είχαν δείξει καμία διάθεση για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, αντιθέτως ο στόχος τους ήταν η συγκάλυψη. Το απέδειξαν με τους εκβιασμούς προς την ελληνική δικαιοσύνη, με την προσπάθεια κατατρομοκράτησης των μαρτύρων και με όλη τους της συμπεριφορά σε σχέση με τις απίστευτες αυτές καταγγελίες, οι οποίες πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος από τους αρμόδιους. Εκτιμώ ότι ήταν προδιαγεγραμμένη η αποχώρηση από την επιτροπή, για εντυπώσεις που δεν μπορούν να κερδηθούν αυτή τη στιγμή. Οι πολίτες έχουν δίκαιη απαίτηση να αποδοθεί δικαιοσύνη και να ενισχυθεί το θεσμικό πλαίσιο ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα. Σε αυτό το πεδίο νομίζω ότι η μάχη κερδίζεται και θα κερδηθεί ολοκληρωτικά εφόσον έχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Σχετικά με το αναπτυξιακό πρόγραμμα, ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη δήλωσε πως αυτό θα είναι «δικό μας». Αφού αυτό εμπεριέχει τα βάρη του παρελθόντος από τους δανειστές και τις μνημονιακές δεσμεύσεις, πώς θα έχει ένα διαφορετικό στίγμα;
Κάθε φορά σχεδιάζεις ένα πολιτικό πρόγραμμα, λαμβάνοντας υπόψη τους υπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης και τις δυνατότητες που προσφέρει το πεδίο εντός του οποίου θα ασκήσεις πολιτική. Ωστόσο, το στοίχημα αυτή τη στιγμή είναι να μπορέσουμε να διευρύνουμε την επικράτεια των δικών μας πολιτικών, η οποία χωρίζεται σε δύο σκέλη. Από τη μια μεριά, μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική διαχείριση –ας το παραδεχτούμε, αυτή τη στιγμή αυτή μπορούμε να ασκήσουμε- και από την άλλη μεριά, μια σειρά αριστερών ριζοσπαστικών τομών που μπορεί να γίνουν σε κάποια σημεία, ιδιαίτερα στο πεδίο των εργασιακών. Βασική μας μέριμνα σε αυτό το πεδίο πρέπει να είναι η μισθολογική ενίσχυση των εργαζομένων, αλλά και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους δύναμης. Εκεί κρίνεται το στοίχημα της αριστερής ταυτότητας αυτής της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό αυτή θα είναι μια κεντρική πολιτική μας στόχευση, ειδικά μετά τον Αύγουστο.
Το κόμμα εμπλέκεται στην διαμόρφωση του αναπτυξιακού προγράμματος ή η συγγραφή του περιορίζεται στα υπουργικά επιτελεία;
Τα συλλογικά όργανα θα συνεδριάσουν για να κουβεντιάσουν την πρόταση. Άλλωστε, το πρόγραμμα σε γενικές γραμμές αποτελεί τη συμπύκνωση μιας δεδομένης πολιτικής και δεν θεωρώ ότι θα αλλάξει καίρια συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Και μην ξεχνάτε ότι το κόμμα συμμετέχει στα περιφερειακά συνέδρια, όπου συζητείται αναλυτικά το αναπτυξιακό σχέδιο. Άρα μεταβιβάζονται οι θέσεις και οι τοποθετήσεις του κόμματος προς την πλευρά της κυβέρνησης.
Ποιοι θα είναι οι κεντρικοί άξονες του αναπτυξιακού προγράμματος;
Η βασική ιδέα που διατρέχει το αναπτυξιακό πρόγραμμα είναι ότι πρέπει να υπάρξουν προτεραιότητες στην επενδυτική πολιτική, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, που θα έχει στόχο να αναβαθμίσει τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό μέσω της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών και της ενίσχυσης της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και με κεντρική αναφορά στις δυνάμεις της εργασίας και τη μισθολογική και διαπραγματευτική τους υποστήριξη.
Αυτό είναι μια τομή στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Κινείται σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που έχει υιοθετηθεί στην Ε.Ε., γι’ αυτό αυτή η στρατηγική είναι ίσως η μόνη που μπορεί να περιορίσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και τις πολιτικές δυνάμεις που προπαγανδίζουν τις εθνικές αναδιπλώσεις για την προστασία των κατώτερων στρωμάτων και πυροδοτούν εθνικιστικές εξάρσεις θέτοντας σε επερώτηση ακόμα και το ίδιο το ευρωπαϊκό σχέδιο.
- Προηγούμενο «Γκορναμακεδόνες»: Ένας ουτοπικός μεγαλοϊδεατισμός*Του Βαγγέλη Σημανδράκου
- Επόμενο Αστέρας Γρεβενών-Αίολος Κατερίνης 3-0