Συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου
Συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου,Δημήτρη Τζανακόπουλου, στην εφημερίδα Εποχή και στους δημοσιογράφους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό. Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:
Πέρασε ο σκόπελος της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και μένει η εφαρμογή της. Τι πρωτοβουλίες (πολιτικές, πολιτιστικές, κινηματικές, θεσμικές) χρειάζεται να παρθούν ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα που δημιουργήθηκε από τα τριάντα χρόνια που εκκρεμούσε το μακεδονικό;
Πράγματι, μετά και την κύρωση της Συμφωνίας, μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο για τις σχέσεις των δύο κρατών. Οι διαδικαστικές ενέργειες για την τήρηση της συμφωνίας είναι προδιαγεγραμμένες, όμως το κομβικό ζήτημα είναι οι πρωτοβουλίες συνεργασίας που θα ληφθούν σε βάθος χρόνου μεταξύ των δύο χωρών.
Η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα προσπάθησε να παίξει έναν κεντρικό ρόλο στα Βαλκάνια μέσω των πολυμερών σχημάτων συνεργασίας που έχει αναπτύξει με Σερβία, Ρουμανία και Βουλγαρία, εκεί όπου δημιουργήθηκαν όροι εμβάθυνσης της συνεργασίας και των φιλικών σχέσεων των χωρών της βαλκανικής.
Νομίζω όμως ότι το κρισιμότερο είναι η μάχη εναντίον του εθνικισμού. Η πρώτη ήττα του εθνικισμού ήρθε με την κύρωση της Συμφωνίας στην ελληνική βουλή και τη συνταγματική αναθεώρηση στη Βόρεια Μακεδονία. Η μάχη αυτή πρέπει να συνεχιστεί και δεν πρέπει να είναι πολιτική και μόνο. Αλλά πρέπει να πάρει χαρακτηριστικά μιας συνολικής αντιπαράθεσης με τα εθνικιστικά ιδεώδη αλλά και τα ιδεολογικά αφηγήματα της άκρας δεξιάς. Και σε αυτόν τον συνολικό αγώνα πρέπει να συστρατευτούν όλοι: τα κοινωνικά κινήματα, ο κόσμος της εκπαίδευσης, θεσμικοί φορείς, πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που αντιλαμβάνονται ότι ο κίνδυνος μιας ακροδεξιάς στροφής και στην ελληνική κοινωνία είναι υπαρκτός. Πάντοτε εξάλλου η Αριστερά τόνιζε ότι ένας από τους κυριότερους εχθρούς στον μεγάλο αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση είναι ο εθνικισμός.
Η επίλυση του Μακεδονικού, κατά τη γνώμη σου, θα μπορούσε να γίνει από άλλη κυβέρνηση, πέρα από μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Και ύστερα, επειδή λοιδορήθηκε στην Ευρώπη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρείς ότι αναβαθμίζεται πια το κύρος της Αριστεράς;
Είναι αυτονόητο ότι δεν υπήρχε περίπτωση καμία άλλη κυβέρνηση, είτε από το χώρο της Κεντροαριστεράς, είτε –πολύ περισσότερο- από το χώρο της Κεντροδεξιάς να πάρει την πολιτική πρωτοβουλία. Οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει πολλές φορές στο παρελθόν και κάποια στιγμή υπήρχε υποχώρηση ή μετάθεση για το μέλλον, διότι καμία πολιτική δύναμη δεν είχε τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κορμός της κυβέρνησης, για να επιλυθεί στα πλαίσια της εθνικής γραμμής και με όρους σεβασμού στην ιστορία, το Μακεδονικό.
Από εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι αρκετοί σε ολόκληρη την Ευρώπη, που παλιότερα κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον έλληνα πρωθυπουργό για ακραίο λαϊκισμό, βρέθηκαν μπροστά σε μία ανεξήγητη –εκ πρώτης όψεως- αντίφαση: Πώς είναι δυνατόν ένας δήθεν λαϊκιστής πρωθυπουργός να παίρνει μια πολιτική πρωτοβουλία, η οποία στην πραγματικότητα φέρει μαζί της ένα μεγάλο πολιτικό κόστος, εξαιτίας όσων έχουν συμβεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, και να καταφέρνει να οδηγήσει την διαδικασία στην ολοκλήρωση. Διότι ξέρετε στην δική τους αντίληψη και στο δικό τους λεξιλόγιο λαϊκισμός σημαίνει να διακηρύσσεις και να πράττεις πολιτικά αποκλειστικά και μόνο στη βάση της δημοφιλίας μιας πολιτικής. Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν ο λαϊκιστής ήταν ο κύριος Μητσοτάκης και αυτή ξαναλέω είναι μια αντίφαση που σιγά -σιγά παράγει τα αποτελέσματα της στην Ευρώπη.
Ανοίγει, λοιπόν, μια συζήτηση για το βλέμμα των Ευρωπαίων προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο προέβαλε στον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις που είχαν για το τί είναι αυτό το πολιτικό ρεύμα, τα οποία στην πραγματικότητα κατασκεύαζαν την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ταιριάζει με τις χοντροκομμένες εννοιολογήσεις που ούτως ή άλλως δομούν τη σκέψη της ευρωπαϊκής ελίτ.
Το σίγουρο είναι ότι ελάχιστοι είχαν κατανοήσει – και αυτό εξακολουθεί να ισχύει πιθανόν – τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς αυτός προέρχεται από μια παράδοση που δεν γνωρίζουν.
Δεν ξέρουν από πού προέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ποιες είναι οι καταβολές του, ποια η ιδεολογική του διαδρομή, ποια τα πολιτικά του χαρακτηριστικά. Επειδή συγκρούστηκε, και συνεχίζει να συγκρούεται, με τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής ελίτ, χαρακτηρίστηκε ως λαϊκίστικο ρεύμα. Οι αντιφάσεις αυτές μπορεί λοιπόν να οδηγήσουν σε μια αναθεώρηση της εικόνας που είχε κατασκευαστεί άλλοτε σκόπιμα άλλοτε όχι για την σημερινή κυβέρνηση αλλά και για τη χώρα.
Γράφεται και λέγεται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών προκάλεσε τριγμούς στο κομματικό σύστημα. Πιστεύεις ότι αυτή ήταν η αφορμή ή η αιτία;
Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, η κρίση αντιπροσώπευσης έφτασε στο ζενίθ της. Παραδοσιακά κόμματα κατέρρευσαν και δημιουργήθηκε μια φυγόκεντρη δυναμική που δημιούργησε μια νέα πολιτική συνθήκη στη χώρα. Για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, οχτώ κόμματα μπήκαν στη βουλή, εκ των οποίων τα τρία δημιουργήθηκαν μεταξύ 2011-2013, και γι’ αυτό δεν είχαν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές ρίζες. Όσο η χώρα απομακρύνεται από την οικονομική κρίση και αμβλύνεται η κρίση αντιπροσώπευσης, είναι απολύτως δεδομένο ότι οδηγούμαστε σε έναν νέο πολιτικό διπολισμό. Η Συμφωνία των Πρεσπών έρχεται πάνω σε αυτό το έδαφος και λειτουργεί ως καταλύτης, επιταχύνοντας μια προδιαγεγραμμένη κατά τη γνώμη μου διαδικασία.
Το Κίνημα Αλλαγής κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπαθεί να σφετεριστεί το χώρο του Κέντρου. Ισχύει;
Είδαμε το παράδοξο, όσον αφορά το ΚΙΝΑΛ, που έχει μια συγκεκριμένη πολιτική καταγωγή και αυτοτοποθετείται στο χώρο της Κεντροαριστεράς, προκειμένου να μην στηρίξει μια πολιτική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ, να φτάνει στο σημείο να ταυτιστεί πολιτικά, σε επίπεδο ηγεσίας, με τις πιο ακραίες απόψεις της Νέας Δημοκρατίας. Το ΚΙΝΑΛ, λοιπόν, αρνούμενο τις πολιτικές του παραδόσεις και την ιδεολογία μιας φιλελεύθερης κεντροαριστερής δύναμης και χρησιμοποιώντας το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων της ακροδεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας, οδηγήθηκε στη σημερινή του κρίση. Αν λοιπόν θα έπρεπε να κατηγορεί κάποιον το ΚΙΝΑΛ για τις σημερινές εξελίξεις και για την αδυναμία του να εκφράσει τον προοδευτικό χώρο είναι τον ίδιο του τον εαυτό.
Γιατί έχει επιλέξει ως στρατηγικό στόχο την ιδεολογική και πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;
Το ΚΙΝΑΛ, και ιδιαίτερα το πολιτικό προσωπικό που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ, διακρίνεται από πολιτική αλαζονεία και θεωρεί ότι ο φιλελεύθερος κεντροαριστερός χώρος, του ανήκει δικαιωματικά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τον εκφράσει. Όποτε αποδεικνύεται ότι αυτός ο χώρος εκφράζεται και από άλλες δυνάμεις, το ΚΙΝΑΛ θεωρεί ότι κάποιος του κλέβει, κάτι που είναι στην απόλυτη και αδιαμφισβήτητη κυριότητά του. Επιπλέον, είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα από το 2000 και μετά, μετατρέπεται σε βαθιά συστημικό κόμμα, με ισχυρούς δεσμούς με οικονομικά κέντρα εξουσίας, ενώ απορροφάται από το ίδιο το κράτος. Έτσι, δεν βλέπει την πολιτική ανατροπή του 2012 ως στρατηγική ήττα αυτής της πολιτικής που ακολούθησε ιδιαίτερα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γι’ αυτό και δεν μπορεί ποτέ να δει τον ΣΥΡΙΖΑ ως έναν όμορο χώρο, με τον οποίο θα έπρεπε να επιδιώξει συγκλίσεις και συνεργασίες. Η πολιτική ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ανήκει στο παλιό κομματικό σύστημα και γι’ αυτό επιδιώκει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ασκείται κριτική και στη στάση του ΚΚΕ ότι αντιβαίνει τις αρχές και τις αξίες του ιστορικού ΚΚΕ. Ποια η γνώμη σου;
Ας μην ωραιοποιούμε την ιστορία της Αριστεράς. Τα ρεύματα εντός της Αριστεράς είχαν και έχουν διαφορετικές τοποθετήσεις, γι’ αυτό πάντα υπάρχει ιδεολογικός και θεωρητικός αγώνας εντός της Αριστεράς.
Υπήρχαν και υπάρχουν ρεύματα στην Αριστερά που δεν έθεταν τη μάχη εναντίον του εθνικισμού και την ακροδεξιά ως πρώτη προτεραιότητα εντός της συνολικότερης μάχης ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Έτσι καταλήγουν σε μια πολιτική ίσων αποστάσεων και σε παράδοξες τοποθετήσεις όπως για παράδειγμα το λεγόμενο διεθνιστικό όχι που είναι κατά τη γνώμη μου μια αντίφαση εν τοις όροις.
Με το ΚΚΕ τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα. Θα ήταν λογικό – αν και πάλι θα διαφωνούσαμε, αλλά σε άλλη βάση – για το ΚΚΕ να πει ότι επειδή η Συμφωνία είναι συνδεδεμένη με τη βούληση των γειτόνων μας να μπουν στο ΝΑΤΟ και επειδή δεν μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση, την καταψηφίζει. Το πρόβλημα με τη στάση του ΚΚΕ είναι ότι έκανε ένα βήμα παραπέρα, σε σχέση με αυτή την άποψη. Άρχισε να υιοθετεί επιχειρήματα που παρήχθησαν στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος· το επιχείρημα του αλυτρωτισμού και αυτό της εκχώρησης ταυτότητας και γλώσσας. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι το ΚΚΕ ξεπέρασε τα όρια σε αυτή την αντιπαράθεση και νομίζω ότι θα πρέπει να προβληματιστεί σε αυτό.
Από εκεί και πέρα, τίθεται ένα πρακτικό πολιτικό ερώτημα τόσο για το ΚΚΕ όσο και για τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς εκείνες ειδικά που πήραν τη θέση του λεγόμενου διεθνιστικού – αντιιμπεριαλιστικού όχι. Πώς θεωρούν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις ότι θα πρέπει το ελληνικό κράτος να αναγνωρίσει τους γείτονές μας; Προτείνουν κάτι; Αν δεν μπορούν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, τότε οι δυνάμεις αυτές θα παραμείνουν σε επίπεδο παρεμβάσεων θεωρητικού και ιδεολογικού χαρακτήρα, που δεν έχουν επαφή με την πολιτική πραγματικότητα.
Η πρόταση για μια συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων είναι και πάλι στο τραπέζι. Αρκεί η Συμφωνία των Πρεσπών ως έδαφος για μια τέτοια προσπάθεια;
Η Συμφωνία είναι καταλύτης για την έναρξη ενός αναγκαίου πολιτικού διαλόγου, που μπορεί να οδηγήσει και σε ευρύτερες συγκλίσεις. Αν και αναγκαία, όμως, δεν είναι ικανή συνθήκη για να φτιαχτεί ένα τέτοιο μέτωπο. Πρέπει να προστεθούν και άλλα ζητήματα στην ημερήσια διάταξη αυτού του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, όπως τα ζητήματα του νέου κοινωνικού κράτους, της αναπτυξιακής πολιτικής, της αναδιανομής του εισοδήματος, της επαναρύθμισης της αγοράς εργασίας, του ύψους του μισθού, του νέου παραγωγικού μοντέλου, του ρόλου και της φύσης του κράτους. Αυτά πρέπει να τεθούν με σαφήνεια, διότι βεβαίως είναι αναγκαίες οι ευρύτερες συγκλίσεις της κεντροαριστεράς με την αριστερά, αλλά αυτές πρέπει να έχουν συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα. Δεν μπορούν να είναι απλώς συνθήματα.
Αυτή την ώρα δεν υπάρχουν κόμματα για να γίνει αυτός ο διάλογος…
Υπάρχουν κινήσεις και προσωπικότητες. Πώς, άλλωστε, ξεκίνησε ο Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς; Νομίζω ότι έχουμε την τεχνογνωσία για το πώς μπορεί να οργανωθεί μια τέτοια κίνηση, αλλά επαναλαμβάνω το μείζον είναι να προσδιοριστεί το πολιτικό στίγμα και η στρατηγική κατεύθυνση.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι πολύ κοντά. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να αποτυπωθεί και στα ψηφοδέλτια;
Ο πρόεδρος του κόμματος έχει πει ότι θα επιδιώξουμε τέτοια ανοίγματα και στα ψηφοδέλτιά μας. Άλλωστε, τα ψηφοδέλτια δεν απαρτίζονταν αποκλειστικά από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ούτε το 2015, ούτε το 2012. Η λογική των συμμαχιών και των διευρύνσεων είναι εγγεγραμμένη στο DNA του ΣΥΡΙΖΑ.
Την περασμένη εβδομάδα επικυρώθηκε η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Σε ποια κατεύθυνση αποφασίστηκε να γίνει αυτό;
Είναι μια κορυφαία στιγμή αυτής της κυβέρνησης, αντίστοιχα σημαντική με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η κίνηση αυτή αποκαλύπτει τον πυρήνα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν πολιτική ήττα αν αυτή η τετραετία παρερχόταν χωρίς την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ασκείται κριτική ότι η εφαρμογή της μείωσης του αφορολόγητου θα εξαφανίσει την αύξηση αυτή, ενώ συνδικαλιστικές οργανώσεις που δηλώνουν πως δεν μπορούν οι εργοδότες να την απορροφήσουν και πως έτσι θα αυξηθεί η μερική απασχόληση και η μαύρη εργασία. Είναι έτσι;
Επί ενάμιση χρόνο μας έλεγαν ότι θα περικοπούν οι συντάξεις. Απαντούσαμε ότι δεν υπάρχει κανένας δημοσιονομικός λόγος για να εφαρμοστεί το μέτρο. Το ίδιο ακριβώς απαντάμε και τώρα. Αν δεν είναι αυτή η κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας, μετά τις εκλογές του 2020, τότε πράγματι το αφορολόγητο θα εφαρμοστεί, όπως έχει δηλώσει ο κ. Μητσοτάκης.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα επιχειρήματα, να θυμίσω ότι οι εργοδότες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου προβάλουν αυτά τα επιχειρήματα. Με αυτή την έννοια, δεν θα έπρεπε ποτέ να παίρνεται μια τέτοια απόφαση. Επί της ουσίας, όμως, η μαύρη εργασία δεν συνδέεται με την αύξηση του μισθού. Όταν αναλάβαμε το 2015, η μαύρη εργασία ήταν στο 20% στους τομείς υψηλής παραβατικότητας. Αυτή τη στιγμή έχει μειωθεί κατά 9%. Ήταν μια αυθόρμητη κίνηση της αγοράς εργασίας; Όχι. Συνέβη γιατί αναβαθμίσαμε το Σώμα Επιθεώρησης της Εργασίας και δείξαμε αποφασιστικότητα στην καταπολέμηση του φαινομένου. Επομένως, αν κάποιος εργοδότης επιλέξει την αδήλωτη και την υποδηλωμένη εργασία, θα πρέπει να ξέρει ότι θα αντιμετωπιστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα από τους κρατικούς μηχανισμούς και από τη Δικαιοσύνη. Όσον αφορά το επιχείρημα της αύξησης της μερικής απασχόλησης, να πω ότι στην ελληνική οικονομία η μειωμένη παραγωγικότητα δεν είναι δομική, αλλά σχετίζεται με τη μειωμένη ζήτηση. Δηλαδή, όσο μειώνεται η ζήτηση, τόσο μειώνεται η παραγωγικότητα γιατί δεν υπάρχει αυτή που θα οδηγούσε στην αύξηση της προσφοράς. Επομένως, αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, στην πραγματικότητα δεν μειώνεται η παραγωγικότητα αλλά αναμένουμε να συμβεί το αντίθετο.
Αυτό που πάντως έχει αξία να παρατηρήσουμε εδώ είναι το πόσο γρήγορα διαδόθηκαν τα επιχειρήματα εναντίον της αύξησης του κατώτατου μισθού κυρίως στον τύπο και πώς αποτελούν συνήθως την ενστικτώδη αντίδραση όσων εμπλέκονται στη συζήτηση. Αυτή είναι μια έκφανση της κυρίαρχης ιδεολογίας, της ιδεολογίας δηλαδή των ελίτ, και απαιτείται σκληρός αγώνας για να αντιστραφεί αυτή η τάση
Ποια είναι τα επόμενα βήματα που να αναμένουμε από την κυβέρνηση, από τη στιγμή που έχουν αρθεί πολλές από τις ασφυκτικές δεσμεύσεις του μνημονίου;
Μέχρι στιγμής έχουμε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τον πρώτο –ύστερα από μία δεκαετία- δημοσιονομικά επεκτατικό προϋπολογισμό, την αύξηση του κατώτατου μισθού. Μπροστά μας έχουμε μια σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες, με πρώτη και κυριότερη την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία έχει ένα ιδιαίτερο μεταρρυθμιστικό βάρος. Ακόμα θα δούμε σειρά πολιτικών ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, στο ΕΣΥ, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη στήριξη των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, στην προστασία της πρώτης κατοικίας. Όλα όσα θα ακολουθήσουν έχουν χαρακτηριστικά παρέμβασης για την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους και θα αφήσουν το στίγμα τους.
Το σενάριο των πρόωρων εκλογών είναι πάντα στην επικαιρότητα…
Ο στόχος της κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθεί η συνταγματική θητεία της. Όσο απομακρυνόμαστε από την περίοδο του μνημονίου, τόσο τα πράγματα θα πηγαίνουν καλύτερα.
Όσο απομακρυνόμαστε και από τις Πρέσπες; Δεν έχουμε κανένα λόγο να θέλουμε να ξεχαστεί η Συμφωνία των Πρεσπών. Την υποστηρίξαμε, την υποστηρίζουμε και είναι μια Συμφωνία, για την οποία είμαστε περήφανοι.
Υπάρχουν ενδιάμεσα αυτοδιοικητικές εκλογές και ευρωεκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να τις υπερβεί, ώστε να μην θιγεί η σταθερότητα της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί επ’ αυτού. Έχουμε περάσει σε μια νέα πολιτική φάση. Η σταθερότητα της κυβέρνησης είναι δεδομένη έως τον Οκτώβριο του 2019 και επομένως το κόμμα θα πρέπει να προσηλωθεί στον αγώνα για τις αυτοδιοικητικές και τις ευρωεκλογές. Έχουμε τη δυνατότητα να επιτύχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, αρκεί να θέσουμε τα σωστά πολιτικά ερωτήματα, διότι η μάχη αυτή θα είναι εμβληματική σε όλη την Ευρώπη. θα είναι μια μάχη ενάντια στην πολιτική της ακροδεξιάς και των εθνικιστικών ρευμάτων. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι κρίνεται ο βηματισμός και το μέλλον της ίδιας της ηπείρου.
Η μάχη όμως εναντίον της ακροδεξιάς δεν είναι μόνο μια μάχη ιδεών, αλλά αφορά και την ίδια την οικονομία. Όσο συνεχίζει η Ευρώπη να λειτουργεί με όρους ακραίου νεοφιλελευθερισμού και λιτότητας και να κλείνει τα μάτια στην κοινωνική δυσαρέσκεια, τόσο θα ενδυναμώνεται η ακροδεξιά. Το μεγάλο ερώτημα εδώ είναι ποιος θα καταφέρει να εκφράσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, και αν θα έχει αριστερό ή ακροδεξιό πρόσημο. Όσον αφορά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ ρίχνεται στη μάχη με πλατιά ψηφοδέλτια, επισημαίνοντας την ανάγκη για συγκλίσεις, αλλά και αναδεικνύοντας και τα ζητήματα της κάθε περιοχής και περιφέρειας.
Καταγράφεται μια δημοσκοπική μείωση της διαφοράς μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτή γίνεται με αργούς ρυθμούς. Ποιες οι σκέψεις πάνω σε τέτοιου είδους στοιχεία;
Η κυβέρνηση αυτή πέρασε μεταξύ σφύρας και άκμονος με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Παρόλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να διατηρήσει την δυναμική του. Περνώντας σε μια νέα πολιτική φάση και με δεδομένες τις πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα αρχίσουν να καταγράφονται στην πραγματική οικονομία θα υπάρξει και αντίστοιχη αντανάκλαση στον πολιτικό συσχετισμό. Ο οποίος –κατά τη γνώμη μου- πάντως δεν είναι τόσο αρνητικός – όσο παρουσιάζεται από δημοσκοπικές εταιρείες. Νομίζω ότι θα είναι μια σκληρή μάχη, αλλά έχουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις για να την κερδίσουμε.
Η ελληνική κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν βρεθεί ξανά στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης, για τη στάση τους αναφορικά με τις εξελίξεις στη Βενεζουέλα. Ποιο είναι το σχόλιο σας πάνω σε αυτό;
Αρχικά, να πω ότι η θέση μας είναι ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Προτεραιότητα είναι η εξεύρεση δημοκρατικής λύσης, η οποία θα αποτρέψει τον κίνδυνο ενός περαιτέρω αιματηρού διχασμού στη Βενεζουέλα. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε μια λύση με βάση τον πολιτικό διάλογο μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών δυνάμεων, έτσι ώστε να βρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση για να οδηγηθεί η Βενεζουέλα σε εκλογές και το αποτέλεσμα αυτών να γίνει σεβαστό απ’ όλους. Αυτή την πρωτοβουλία έχουμε πάρει και τις τελευταίες μέρες και μαζί με τη Σουηδία πρωτοστατήσαμε, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα contact group, το οποίο θα αναλάβει να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο. Η κριτική μας, από τη σκοπιά της Αριστεράς, στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας, είναι δεδομένη και έγκαιρα διατυπωμένη εδώ και πολύ καιρό. Διαφωνούμε όμως κάθετα με ενέργειες δίχως δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως η αυτοανακήρυξη του ηγέτη της αντιπολίτευσης σε Πρόεδρο της χώρας. Η ΝΔ και ο μηχανισμός προπαγάνδας που τη στηρίζει και σε αυτό το ζήτημα παραδίδουν μαθήματα τυχοδιωκτισμού. Αφού έχει συντριβεί κάθε πτυχή της πολιτικής τους στρατηγικής, με την εφαρμογή του κόφτη, το 4ο μνημόνιο, την περικοπή των συντάξεων, την αδυναμία εξόδου στις αγορές και όλα τα συναφή που έμειναν τελικά στη σφαίρα της φαντασίας, επιλέγει πλέον το στρίβειν δια της Βενεζουέλας. Εκτιμώ ότι οι πολίτες ακόμα και οι πιο δύσπιστοι έναντι της κυβέρνησης, κατανοούν πλέον ότι η ΝΔ δεν ενδιαφέρεται ούτε για την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα, ούτε για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια, ούτε για τη δημοκρατία στη Λατινική Αμερική. Ενδιαφέρεται μονάχα για την παλινόρθωση μιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ που οδήγησε τη χώρα στα μνημόνια και τη χρεοκοπία. Γι’ αυτό και στις επόμενες εθνικές εκλογές, αυτός ο φανατισμός και η τυφλή αντιπολιτευτική στρατηγική της ΝΔ, οι πολίτες θα χαρίσουν στη ΝΔ ακόμα τέσσερα χρόνια στην αντιπολίτευση.
- Προηγούμενο …ένα λουλούδι μπορεί να είναι… …ο κήπος μου… ο μοναδικός φίλος μου…ο κόσμος μου…
- Επόμενο ΕΠΣ Γρεβενών: Έναρξη Πρωταθλήματος το Σάββατο 9 και την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου