ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ 1919-1922 *Του Βασ. Κ. Αναστασιάδης Δ.Φ.
- Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός
Η πρώτη αρχή του εξελληνισμού της Μ. Ασίας κατά τη συμβατική ιστορία, που διδάσκεται και στα σχολεία, αρχίζει από την εγκατάσταση των Μυκηναίων Ελλήνων στη δυτική και νότια Μ. Ασία. Αυτοί ήδη στο 2000 π.Χ. είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια Πελοπόννησο στις Μυκήνες και στη νοτιότερη Πελοπόννησο και δημιούργησαν το μυκηναϊκό πολιτισμό[1]. Πάντως οι πρώτες εγκαταστάσεις γενικά των Ελλήνων στη Μ. Ασία χάνονται μέσα στο λυκόφως της προϊστορίας. Γύρω στα 1400 π.Χ. χρονολογούνται οι πρώτοι αποικισμοί των Ελλήνων στα παράλια της Μ. Ασίας και στην Κύπρο. Αργότερα στα 1100 π.Χ. και πιο ύστερα κατά τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. γεμίζουν από ελληνικές αποικίες όλα τα παράλια της Μ. Ασίας και γενικά της Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου και της Βόρειας Αφρικής. (Σχετικά με τον ελληνισμό της Μ. Ασίας υπάρχει και η άλλη άποψη, όπως του Γερμανού ιστορικού Κουρτ, ότι οι Έλληνες της Μ. Ασίας είναι γηγενής λαός της, ντόπιος, και δε μετανάστευσαν εκεί από αλλού.)
Έτσι σιγά σιγά αρχίζει η Μ. Ασία να εξελληνίζεται και σύντομα ο ελληνισμός των αποικιών παρουσιάζει τα πρώτα σκιρτήματα του πνεύματος και της ψυχής του και αποδίδει τους πρώτους αγλαούς (= λαμπρούς) καρπούς του πολιτισμού του. Εκεί πρωτογεννιέται η ελληνική επική ποίηση, το έπος, που τελειοποιείται με τον Όμηρο. Εκεί πρωτοεμφανίζεται η λυρική ποίηση με τους Καλλίνο από την Έφεσο και το Μίμνερμο από την Κολοφώνα. Εκεί πρωτοπαρουσιάζεται η ελληνική φιλοσοφία με το Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη από τη Μίλητο, τον Ηράκλειτο από την Έφεσο και τον Ξενοφάνη από την Κολοφώνα, Εκεί πρωτοκαλλιεργείται η ιστοριογραφία με το σπουδαιότερο εκπρόσωπο της τον Ηρόδοτο από την Αλικαρνασσό (Bodrum), του οποίου η προτομή κοσμεί σήμερα τη μικρή χερσόνησό της. Η κωμωδία δεν αναπτύχθηκε στην Ιωνία, αλλά στην Αττική και στη Σικελία.
Από την Ιωνία ήρθαν στην Ελλάδα τα πρώτα φώτα του πολιτισμού και δημιουργήθηκε στην Αθήνα ο υπέρλαμπρος ελληνικός πολιτισμός κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα με την αρμονική σύζευξη του ιωνικού και του δωρικού πνεύματος. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας ήταν η ίδια η Ελλάδα και εκεί βρισκόταν το κέντρο βάρους του. Αυτός έδωσε στο Μ. Αλέξανδρο τα φτερά να πετάξει στα βάθη της Ανατολής και αυτός αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη στα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής. Ο ίδιος έδωσε στο χριστιανισμό με την ελληνική γλώσσα του την παγκόσμια πνοή του και μέσα από το διαλυμένο ρωμαϊκό κράτος ανάστησε το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος, που διατήρησε τον ελληνικό πολιτισμό για περισσότερο από χίλια χρόνια, προστάτευσε το χριστιανισμό και τον διέδωσε και στους άλλους λαούς της Βαλκανικής και στη Ρωσία και συνετέλεσε στον εκπολιτισμό τους. Κατά το 10ο αιώνα η Μ. Ασία είχε 32 μητροπόλεις με 373 επισκοπές, ενώ στα Βαλκάνια μόνο 19 με 142 επισκοπές.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης Τσεβίνιους Γκ. στο βιβλίο του Εξέγερση και αναγέννηση της Ελλάδας που κυκλοφόρησε στα 1863, γράφει: «Οι Έλληνες αντιπροσωπεύουν την κινητήρια δύναμη στη μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήταν άλλωστε στην Ασία των Περσών» κατά την αρχαιότητα. Επίσης και ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Δημαράς κατά τον προηγούμενο 20ο αιώνα γράφει και αυτός. Ώσπου να δημιουργηθεί ελεύθερο ελληνικό κράτος στη σημερινή Ελλάδα και ελληνικό πανεπιστήμιο στην Αθήνα στα 1839, ώστε να αποδίδει καρπούς και να στέλνει σε μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικούς στην Ανατολή, η παιδεία, το χρήμα και ο πολιτισμός, όπως και στη βυζαντινή εποχή, ακτινοβολούσαν από τα μεγάλα ελληνικά κέντρα της Μ. Ασίας[2].
Και όμως οι Δυτικοευρωπαίοι ονομάζουν το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος (300-1453) βυζαντινό κράτος και όχι ελληνικό. Και ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός του 18ου αιώνα Γίβων (Gibbon Edward 1737-1794) στο έργο του Παρακμή και πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Α΄ τ. 1774, Β΄ τ. 1778) δίνει κι αυτός την ίδια σημασία στο μεσαιωνικό ελληνικό κράτος. Και με τη σειρά τους και οι «Σύμμαχοί μας» οι Τούρκοι δεν παραδέχονται και αυτοί ως ελληνικό το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος και το ονομάζουν σαν τους Δυτικούς και αυτοί βυζαντινό. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να τονίσομε ότι σε έντυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2001 αναφέρονται για την Τουρκία τα εξής: Όσο αφορά την πολιτιστική κληρονομιά της Τουρκίας μετά τους προχριστιανικούς πολιτισμούς των Χετταίων, Φρυγών, Λυκόων, Ουραρτουανών ήρθαν οι Ρωμαίοι, καθώς και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι έχτισαν την Αγία Σοφία. Δηλαδή σύμφωνα με το έντυπο αυτό, που αποστέλλεται από τις Βρυξέλλες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις υποψήφιες για ένταξή τους σε αυτήν, στη σημερινή Τουρκία μόνον Έλληνες δεν κατοίκησαν, γιατί οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες αλλά λαός άλλης φυλής. Με τέτοια δημοσιεύματα πώς να μην παίρνουν ψηλά τον «αμανέ» οι «φίλοι» μας οι Τούρκοι και να μη σταματούν να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στις θάλασσές της, που την περιβάλλουν, καθώς και την ΑΟΖ (αποκλειστική οικονομική ζώνη) μας; Γιατί να μην υποστηρίξουν και μεγαλύτερα ακόμη ψεύδη κάποιοι άλλοι σαν τον κυβερνήτη της Αλαμπάμα της Αμερικής (ΗΠΑ), τον Ντον Σίγκελμαν; Αυτός ανακήρυξε στην πολιτεία του την 30η Αυγούστου 1922 ημέρα ήττας των ελληνικών στρατευμάτων (στη Μ. Ασία) ως ημέρα μνήμης για τη δήθεν γενοκτονία των Τούρκων από τους Έλληνες! (Φρίξον ήλιε!)[3].
Όταν διαμορφώθηκε το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος, η γνωστή Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Μ. Ασία έγινε το στήριγμά του με τους γενναίους αυτοκράτορές της, με τους πνευματικούς σπουδαίους άντρες της, που διέδωσαν το χριστιανισμό στα Βαλκάνια και τη Ρωσία, και με την ανθηρή οικονομία της. Οι καλύτεροι στρατιωτικοί αρχηγοί προέρχονταν από τη Μ. Ασία και ιδιαίτερα από την Καππαδοκία. Κι όταν κατά τον 7ο, 8ο και 11ο αιώνα ξεχύνεται προς τη Δύση η αραβική και μωαμεθανική πλημμυρίδα, ο μικρασιατικός ελληνισμός χρησιμεύει πάλι σαν προπύργιο, για να τις αναχαιτίσει. Στα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου οι θρυλικοί Ακρίτες της Ανατολής στις περιοχές του Ευφράτη, της Καππαδοκίας και του Πόντου διεξάγουν τιτάνιους αμυντικούς αγώνες, για να αντιμετωπίσουν τους βάρβαρους επιδρομείς. Στην Καππαδοκία, στις κλεισούρες του Ταύρου και της Κιλικίας πρωτάνθισε το ακριτικό τραγούδι και από εκεί διαδόθηκε και στις άλλες περιοχές του ελληνισμού.
Κατά τον 11ο αιώνα ξεχύνονται προς τη Δύση οι φιλοπόλεμοι Σελτζούκοι Τούρκοι από τη Μογγολία, την κεντρική Ασία (Τουρκεστάν) και τη Σιβηρία. Συγκεκριμένα με την ήττα του αυτοκράτορα Ρωμανού του Δ΄ του Διογένη στην Αρμενία στο Ματζικέρτ κοντά στη λίμνη Βαν και με την ήττα του Μανουήλ Β΄ Κομνηνού στα 1176 στο Μυριοκέφαλο (στις πηγές του Μαιάνδρου ποταμού πιο κάτω από το σημερινό Εσκί Σεχίρ) σημειώνεται και το τέλος της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Δυστυχώς όμως επικρατεί σε ορισμένους η λανθασμένη αντίληψη ότι οι Έλληνες παρέμειναν υπόδουλοι στους Τούρκους 400 περίπου χρόνια, γιατί θεωρούν ως αφετηρία το 1453. Για τον ελληνισμό όμως της Μ. Ασίας και ιδιαίτερα της Ανατολικής Μ. Ασίας και της Καππαδοκίας η Τουρκοκρατία αρχίζει από το 1071. Επομένως γι’ αυτούς η τουρκική δουλεία δε διαρκεί 400 χρόνια, αλλά πάνω από 800. Κι όταν ύστερα από τα 1204 στην γ΄ περίοδο της βυζαντινής ιστορίας το βυζαντινό κράτος χάνει τη Μ. Ασία, το σπουδαιότερο πνεύμονά του, αρχίζει πια αυτό να ψυχορραγεί. Και είναι πια ολοφάνερο ότι χωρίς τη Μ. Ασία δε θα αντέξει και πολύ. «Και καρτέραγεν ο Τούρκος να την πάρει», όπως μας λέει και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Δεν άργησε όμως να έρθει η 29η Μαΐου 1453 και έτσι επήλθε η πολιτική κατάλυση του βυζαντινού ή σωστότερα του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους και αρχίζουν τα 400 περίπου χρόνια δουλείας της σημερινής Ελλάδας, μα πάνω από 800 για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Το κομμάτι του ελληνισμού, που υποδουλώθηκε τελευταίο στους Τούρκους, δεν είναι η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στα 1461, όπως μαθαίναμε παλιότερα, αλλά ένα μικρό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος του μεσαίωνα του «Θεοδώρου» ή Μαγκούπ. Αυτό βρισκόταν στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου της Κριμαίας και υποδουλώθηκε και αυτό από το Μωάμεθ το Β΄ τον Πορθητή στα 1475 μαζί με τον τοπικό μωαμεθανό χάνο (= ηγεμόνα) της Κριμαίας. Τότε οι Έλληνες κάτοικοί του μετοίκησαν βορειότερα από την Κριμαία στην πόλη Μαριούπολη (όχι Μαριανούπολη), πόλη της Μαρίας της Παναγίας, το σημερινό Ζντάνοφ της Ουκρανίας, κοντά στην Αζοφική Θάλασσα[4].
Και λίγα λόγια για το χριστιανισμό και τον ελληνισμό της Καππαδοκίας
Ο Γερμανός ανατολιστής Mordtmann στο βιβλίο του Anatolien: Skizzen und Reisebriefe aus Kleinasien (1850-1859) σημειώνει τα εξής: «… Γνωρίζομε πόσο ισχυρή υπήρξε η μετανάστευση των Σελτζούκων και Οθωμανών Τούρκων,… αλλά ο συμπαγής τουρκικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Μ. Ασίας δεν προήλθε από μετανάστες, αλλά προπάντων από την προέλευση του γαλατοελληνικού πληθυσμού στο μουσουλμανισμό. Το ίδιο έγινε αναλογικά και σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας. Εκτός από αυτό έχω πειστεί και από πολλά άλλα ότι ολόκληροι κατοικημένοι τόποι (της Μ. Ασίας) φαινομενικά μόνο υπάγονται στο Ισλάμ και ότι στα κρυφά είναι ακόμη χριστιανοί. Έχω αποσιωπήσει αρκετές ενδιαφέρουσες συνομιλίες μου και αρκετούς τόπους δεν τους κατονόμασα καθόλου, γιατί οι άνθρωποι, έχοντας εμπιστοσύνη στην εχεμύθειά μου, μού αποκάλυψαν πράγματα, που θα τους εξέθεταν πάρα πολύ. Πολύ συχνά έπιανα γερό καυγά με μερικά πρόσωπα και ξαφνικά, όταν, μη γνωρίζοντας το κοράνι, αναζητούσα επιχειρήματα, άρχιζαν οι αντίπαλοί μου να γελούν, άνοιγαν το πουκάμισό τους και μου έδειχναν ένα σταυρό. Μάλιστα ακόμη περισσότερο, όταν κάποτε το απόθεμα των τουρκικών λέξεών τους στους αμοιβαίους διαξιφισμούς μας είχε εξαντληθεί, άρχιζαν ξαφνικά προς μεγάλη μου έκπληξη να εκφράζονται με τα πιο καθαρά ελληνικά, αρχαία ελληνικά με νεοελληνική προφορά. Αλλά ποιος θα μπορούσε να προδώσει αυτούς τους ανθρώπους; Οι αναγνώστες μου λοιπόν δε θα με παρεξηγήσουν, που τέτοια περιστατικά δε θα τα αναφέρω παρακάτω[5]». Πάντως στα 1923 στην απέραντη ελληνοχριστιανική Καππαδοκία της βυζαντινής εποχής Έλληνες είχαν απομείνει μόνο σε 81 οικισμούς, στους οποίους όμως δεν κατοικούσαν αποκλειστικά μόνον Έλληνες αλλά και Τούρκοι. Ελληνικά μιλούσαν μόνο σε 32 οικισμούς και στους 7 από αυτούς κατοικούσαν και Τούρκοι. Δηλαδή στους υπόλοιπους 42 οι Έλληνες είχαν τουρκοφωνήσει και μιλούσαν μόνο τουρκικά[6].
- Οι Κρυπτοχριστιανοί
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453 ο Μωάμεθ ο Β΄ ο πορθητής κάλεσε τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο και ένα από τα προνόμια, που του έδωσε για τους Έλληνες χριστιανούς, ήταν και το δικαίωμα να διατηρήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης λατρείας της χριστιανικής θρησκείας τους. Ήδη όμως από τον προηγούμενο 14ο αιώνα άρχισαν οι Τούρκοι να καταπατούν με τη βία το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας. Γι’ αυτό και η επίσημη χριστιανική εκκλησία είχε επιτρέψει το δρόμο του κρυπτοχριστιανισμού. Συγκεκριμένα στα 1339 ο τότε πατριάρχης Ιωάννης ο 14ος, ο Καλέκας, συμβούλεψε τους χριστιανούς της Νίκαιας της Βιθυνίας να ακολουθήσουν το δρόμο της αποκρυφίας, δηλαδή του κρυπτοχριστιανισμού. Στον ακούσιο εξισλαμισμό τους άλλα αίτιά του ήταν η βαριά φορολογία και η προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την παραμονή τους στον τόπο τους και να διασώσουν την οικογενειακή τιμή τους και την περιουσία τους. Στην πορεία ορισμένοι από τους τοπικούς διοικητές, οι ντερεμπέηδες (< τουρκ. derebey), από το 17ο αιώνα και συγκεκριμένα από τα 1650 στον Πόντο, με το μεγάλο φανατισμό τους άρχισαν να εξαναγκάζουν τους χριστιανούς να ασπαστούν το μωαμεθανισμό7
Εκτός όμως από τον ακούσιο εξισλαμισμό υπήρχε και ο εκούσιος, που οφειλόταν στη φιλοδοξία ορισμένων χριστιανών να ανέβουν στα ανώτατα διοικητικά αξιώματα ως και στου βεζίρη (πρωθυπουργού). Από τους 40 βεζίρηδες, που κατέλαβαν το ανώτατο αυτό αξίωμα από το 1453 και ύστερα, μόνον οι 12 ήταν τουρκικής καταγωγής. Πολύ νωρίτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης και οι πρώτοι σουλτάνοι επιδίωκαν μεθοδικά και συστηματικά τον εξισλαμισμό των Ελλήνων για την επάνδρωση των ανώτερων διοικητικών και στρατιωτικών θέσεων του κράτους τους8. Και η καταπάτηση του δικαιώματός τους στο θέμα της θρησκευτικής λατρείας ήταν μία από τις σκληρότερες δοκιμασίες του χριστιανισμού και του ελληνισμού. Οι Οθωμανοί Τούρκοι κήρυξαν εκτεταμένους εξισλαμισμούς στη Μ. Ασία, ιδιαίτερα στον Πόντο και στη Βαλκανική (Σερβία, Βουλγαρία, Αλβανία) και αργότερα στην Κύπρο από το 1571 και στην Κρήτη από το 1669. Ύστερα από την κατάληψη της Κρήτης ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος Πελοπίδας επέτρεψε τον κρυπτοχριστιανισμό «κατ’ αναπόδραστη ανάγκη»9. Οι εξισλαμισμοί άρχισαν από το 14ο αιώνα και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας. Οι Τούρκοι επιδίωξαν με κάθε τρόπο τον εξισλαμισμό των υπόδουλων λαών και για την αύξηση του πληθυσμού τους. Ας έχουμε υπόψη μας ότι οι Τούρκοι, που έφτασαν στη Μ. Ασία, ανέρχονταν μόνο σε 50 χιλ. Ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν ένα διαρκές μαρτύριο και μια ηρωική πράξη, γιατί το Κοράνι κάνει ρητά λόγο ότι οι αποστάτες της μουσουλμανικής θρησκείας πρέπει να τιμωρούνται με ατιμωτικό θάνατο.
Οι Κρυπτοχριστιανοί έξω φανερά κυκλοφορούσαν με μουσουλμανική αμφίεση και συμμετείχαν επιδεικτικά στις μουσουλμανικές γιορτές και στη μουσουλμανική λατρεία σαν γνήσιοι μουσουλμάνοι. Είχαν δύο ονόματα, ένα φανερό μουσουλμανο-τουρκικό για έξω (π.χ. Γκιουλμπαχάρ) και ένα κρυφό ελληνοχριστιανικό μέσα στο σπίτι τους (Μαρία). Στις κρυπτοχριστιανικές Κοινότητες επικρατούσε ενδογαμία. Απέφευγαν με μεγάλη αυστηρότητα τους γάμους με γνήσιους μουσουλμάνους με διάφορα προσχήματα. Με κρυφούς ιερείς εκτελούσαν κρυφά τα χριστιανικά τους καθήκοντα, λειτουργίες, γάμους, βαφτίσεις, κηδείες. Διατηρούσαν με ευλάβεια τις χριστιανικές νηστείες. Υπήρχαν πολλοί μοναχοί, που ντύνονταν σαν τους μουσουλμάνους μοναχούς, τους δερβίσηδες, και περιέρχονταν τα χωριά των κρυπτοχριστιανών, για να εξυπηρετήσουν στα κρυφά τις θρησκευτικές ανάγκες τους10. Ορισμένοι από αυτούς στη περιοχή του Ερζερούμ ήταν πολύ ευσεβείς. Προσεύχονταν τακτικά, νήστευαν με αυστηρότητα Τετάρτη και Παρασκευή, τη μεγάλη σαρακοστή του Πάσχα και τις νηστείες των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων και του Δεκαπενταύγουστου11. Δυστυχώς λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν το ψυχικό δράμα των κρυπτοχριστιανών. Και το φαινόμενο αυτό παρ’ όλη την τραγικότητά του δεν απασχόλησε ως τώρα τους διανοούμενους και τους λογοτέχνες μας (ποιητές, διηγηματογράφους, μυθιστοριογράφους και θεατρικούς συγγραφείς).
Ο Γερμανός ερευνητής K. Dietrich στο βιβλίο του Das Griechentum Kleinasiens γράφει στα 1915 για τους Κρυπτοχριστιανούς τα εξής: «Ο αριθμός των Ελλήνων του Πόντου και της Καππαδοκίας είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους και κοινότητες κρυπτοχριστιανικές, οι οποίες όμως για πολιτικούς λόγους θεωρούνται ως τουρκικές. Μιλούν επίσης τα τουρκικά, στα κρυφά όμως είναι χριστιανικές και διατηρούν πιστά την ελληνική παράδοση»12. Επίσης και ο ιστορικός του Πόντου Περικλής Τριανταφυλλίδης στα 1915 γράφει: «Έλληνες χριστιανοί, που δεν εδέχοντο να απαρνηθούν την πίστη των πατέρων τους και τον εθνισμό τους, αλλά και δεν μπορούσαν να υποφέρουν τις καταπιέσεις των δεσποτών, αυτοί ζήτησαν και πέτυχαν να συμβιβάσουν και τα δύο. Στα φανερά παρουσιάζονταν σαν μουσουλμάνοι και στα κρυφά σαν χριστιανοί, διατηρώντας έτσι και τη θρησκεία και τον εθνισμό τους». Με τους Κρυπτοχριστιανούς του Πόντου ασχολήθηκαν αρκετοί, όπως ο Άγγλος Richard Dawkins, ο Μικρασιάτης Νίκος Μηλιώρης και ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης, που με θέμα τον Κρυπτοχριστιανισμό πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Tübingen της Γερμανίας13. Βέβαια δεν είναι οι μοναδικοί. Είναι και άλλοι, όπως ο Νικ. Ανδριώτης, ο Κ. Ι. Βογιατζίδης, ο Παντελής Μελανοφρύδης και αρκετοί άλλοι.
Η επίσημη εκκλησία επέτρεψε τον κρυπτοχριστιανισμό για πρώτη φορά με τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης τον Ιωάννη το 14ο, τον Καλέκα, ήδη από το 1339. Αλλά και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος Πελοπίδας τον επέτρεψε στην Κρήτη αργότερα, όταν καταλήφθηκε αυτή από τους Τούρκους στα 1669. Πάρα πολλούς Κρυπτοχριστιανούς βρίσκομε στον Πόντο ήδη από το 1650. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί στον Πόντο σημειώνονται στην περιοχή του Όφη. Λέγεται ότι εξισλαμίστηκε ολόκληρη η περιοχή του μαζί με τους ιερείς και το μητροπολίτη της τον Αλέξανδρο. Οι πολυπληθέστεροι Κρυπτοχριστιανοί βρίσκονταν ως τελευταία στον Πόντο κυρίως στην περιοχή της Αργυρούπολης14. Ονομάζονταν αυτοί κλωστοί (< κλώθω= γυρίζω) και ντονμέδες (< τουρκ. dönmek= γυρίζω). Ονομάζονταν και Σταυριώτες ή Κρωμναίοι ή Κρωμλήδες, γιατί οι περισσότεροι Κρυπτοχριστιανοί προέρχονταν από τα χωριά Σταυρίν και Κρώμνη και από την περιοχή της Αργυρούπολης. Αρκετοί υπήρχαν και στην περιοχή της Καισάρειας, όπως στα τουρκικά χωριά Μπεγιούκ και Κιουτσούκ Μπουρούνγκιουζ15. Στην Κύπρο και στην Κρήτη ονομάζονταν λινοπάμπακοι από το είδος του υφάσματος, που χρησιμοποιούσαν για την ενδυμασία τους. Πάντως αρκετοί από τους ποντιόφωνους του Πόντου διατηρούσαν παράλληλα με τη χριστιανική τους πίστη και την ελληνική τους συνείδηση16. Και από τη δεκαετία του 1970 με τη μετανάστευσή τους στη Γερμανία και στη Δυτ. Ευρώπη κατά τη συνάντησή τους με Έλληνες ποντιόφωνους από την Ελλάδα συνειδητοποιούν καλύτερα την καταγωγή τους, γιατί διατηρούν κι αυτοί σαν τους Πόντιους της Ελλάδας την ποντιακή τους διάλεκτο, τα έθιμα, τους χορούς, τα τραγούδια και γενικά τις παραδόσεις και τα ήθη των προγόνων τους17.
Οι ελληνόφωνοι του Πόντου ανέρχονται σήμερα γύρω στις 500 χιλ. και, αν και είναι Τούρκοι υπήκοοι, παραδέχονται την ελληνική καταγωγή τους και ομολογούν περήφανοι για τη μητρική τους γλώσσα (την ποντική, όπως τη λένε): «Καλατσεύομε ορωμαίικα ασ’ ση μάναν εμουν» (= μιλούμε τα ελληνικά από τη μάνα μας). Και όλα τα παιδιά τους μιλούν κι αυτά ακόμη και σήμερα τα «ποντικά» (ποντιακά), όπως ελληνοπρεπέστερα δηλώνουν οι ίδιοι! Ιδιαίτερα στην περιοχή της Τραπεζούντας θα εκπλαγεί ο επισκέπτης από τους πολλούς ποντιόφωνους, που θα συναντήσει εκεί. Μάλιστα πριν από μερικά χρόνια ο αντιδήμαρχος της Τραπεζούντας ήταν ποντιόφωνος18. Ένας Πόντιος επισκέπτης της Τραπεζούντας μου διηγούνταν ότι κατά την επίσκεψή του σε αυτήν, όταν μπήκε σε ένα μικροκατάστημα ποντιόφωνο, μερικοί νέοι τον παρακάλεσαν στα ποντιακά να τους μιλήσει για την καταγωγή τους: «Ταή, πέι μας το ταρίχν εμουν να εξέρομα ατο (= Θείε, πες μας την ιστορία μας, για να την ξέρομε)».
Με τη διάδοση της εκπαίδευσης οι ποντιόφωνοι νέοι στον Πόντο, συνειδητοποιούν την ταυτότητά τους και προσπαθούν να βρουν απαντήσεις για την καταγωγή τους, τον πολιτισμό τους και την ιστορία τους. Οι ποντιόφωνοι είναι διάσπαρτοι στον ιστορικό Πόντο. Οι περισσότεροι, που υπολογίζονται σε 60 χιλ., κατοικούν στην περιοχή της Τόνιας (< Θοανίας), της Ματσούκας (Maçka) και της Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ). Κατοικούν δηλαδή δυτικά, νότια και ανατολικά από την Τραπεζούντ119. Αρκετοί Έλληνες ποντιόφωνοι κατοικούν σήμερα και στη Ρωσία και ιδιαίτερα στη Γεωργία. Γενικά οι Έλληνες αυτοί, ποντιόφωνοι και τουρκόφωνοι (περιοχή Τσάλκας), ανέρχονταν στο β΄ μισό του 20ού αιώνα γύρω στις 600 χιλ. Σήμερα συναντά κανείς στον Πόντο τουρκόφωνους Έλληνες, που είναι κρυπτοχριστιανοί, και ποντιόφωνους, που είναι φανατικοί μουσουλμάνοι.
Ας έχομε υπόψη μας ότι ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν κατάγεται από την περιοχή της Ριζούντας του Πόντου (Ρίζε) ανατολικά από την Τραπεζούντα από το χωριό Ποταμία, που σήμερα ονομάζεται Güneysu (=νερό του νότου). Όταν επισκέφτηκε το χωριό των γονιών του ως πρωθυπουργός, οι κάτοικοι του χωριού των γονέων του τον υποδέχτηκαν με πανό, στο οποίο έγραψαν το όνομα του χωριού τους όχι με τη σημερινή τουρκική ονομασία του Güneysu, αλλά με την παλιά ελληνική (ποντιακή ασυνίζητη) ονομασία Ποταμία: Potamiya-ya-hoş geltiniz (= Καλώς ήρθατε στην Ποταμία). Κατά την επίσκεψή του αυτή ως πρωθυπουργός χόρεψε και ο ίδιος μπροστά σε τηλεοπτικό σταθμό ποντιακούς χορούς. Πάντως σε δηλώσεις του ο ίδιος δήλωσε ότι σημασία δεν έχει η εθνική καταγωγή, αλλά η θρησκευτική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία έγινε και η ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1923 20.
Οι θερμές εκδηλώσεις συμπάθειας των ελληνόφωνων του Πόντου προς όλους τους Έλληνες τουρίστες είναι συγκλονιστικές και πολύ συγκινητική η φιλοξενία τους. Και ιδιαίτερη είναι η συγκίνησή τους, όταν μαθαίνουν ότι ο επισκέπτης τους είναι κι αυτός Πόντιος. Τότε παίρνουν στο χέρι τους την ποντιακή λύρα και στήνουν τους ποντιακούς χορούς τους, που είναι ίδιοι και απαράλλακτοι με τους ποντιακούς χορούς, που χορεύουν οι Πόντιοι της Ελλάδας. Μάλιστα τον ποντιακό χορό τικ τον χορεύουν, όπως τον χόρευαν οι γεροντότεροι Πόντιοι της Ελλάδας. Η αγάπη της μεγάλης μάζας του ποντιόφωνου ελληνισμού της Τουρκίας προς τους Έλληνες είναι εντυπωσιακή. Η τουρκόφωνη Πόντια Αϊσέ λέει για τις δύο κόρες της σε Έλληνες Πόντιους: «Να τις δώσω σε Έλληνες με τη θέλησή μου δε γίνεται. Είναι μουσουλμάνες». Στο τέλος όμως γελώντας γλυκά λέει: «Ταμάμ (= εντάξει). Άμα θέλετε, να τις κλέψετε!». Πάντως το επίσημο τουρκικό κράτος δε βλέπει με συμπάθεια τους Πόντιους διανοούμενους του σημερινού Πόντου, όπως τον Πόντιο γηγενή του Πόντου συγγραφέα Ομέρ Οσάν, που έχει γράψει το βιβλίο «Πολιτισμός του Πόντου» (= Pontos kültürü, İstanbul 1996) 21.
[1]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η΄ τ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήναι 1979, σ. 352, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, λ. Μυκήνες, Εκδ. Αθήνα 1996, σ. 206.
[2]. Βασ. Κ. Αναστασιάδης, «Αναμνήσεις από την εκπαίδευση στις χαμένες πατρίδες», Ημερήσια ενημέρωση (Γρεβενά) 18 Μαΐου 2012, σ. 12.
[3]. Βασ. Κ. Αναστασιάδης, «Ασύστολη παραχάραξη της ιστορίας», Ποντιακά Ιαν.-Φεβρ. 2013, σσ. 4-5, «Η καθυστερημένη αναγνώριση της γενοκτονίας του ελληνισμού της Ανατολής από την Ελλάδα», Μικρασιατική Ηχώ, (Ιούλιος-Αύγουστος 2005) σ. 5, Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνεται, Ευρωπαϊκή Επιτροπή-Γενική Διεύθυνση Τύπου και Επικοινωνίας, Turkie, Bruxelles, Μάιος 2001.
[4]. Heinrich S. Günther, «Διαλεκτολογική ανάλυση της ελληνικής επιστολής χάνου της Κριμαίας προς τους Γενουάτες (γύρω στα 1470)», Νεοελληνική διαλεκτολογία, Β΄ τόμος, Αθήνα 1998, σσ. 101-102.
[5]. A. D. Mordtmann, Anatolien: Skizzen und Reisebrief aus Kleinasien, (1850-1859), εκδ. Rebinger, Hannover 1925, σσ. 123-124.
[6]. Βασ. Κ. Αναστασιάδης, Το νεοελληνικό γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων της Καππαδοκίας, Γρεβενά 2015, σ. 22.
- Προηγούμενο Η πρωτοβουλία “GROW GREEK TOURISM ONLINE” ΤΗΣ GOOGLE στα Γρεβενά
- Επόμενο Άναψε τα φώτα της και περιμένει….. (φωτογραφίες)