Ποντινή Γρεβενών – Στα ίχνη της παράδοσης *Γράφει η Τεμερτζίδου Βασιλειάδου Κυριακή
Οι πρόσφυγες κάτοικοι της Ποντινής Γρεβενών ήρθαν στην Ελλάδα από το Δυτικό Πόντο το 1923 κατατρεγμένοι, έχοντας αφήσει πίσω τη γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Ωστόσο, τίποτε δεν μπόρεσε στα κατοπινά χρόνια να σβήσει από το νου και την ψυχή τους τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα οποία συνέχισαν να ακολουθούν με πίστη και στη νέα τους πατρίδα.
Δυστυχώς, με το πέρασμα των γενεών, πολλά από αυτά ατονούν ή τείνουν να ξεχαστούν. Η πεποίθησή μου ότι οι παραδόσεις αυτές έχουν τεράστια ιστορική και πολιτισμική αξία για τον τόπο μου, με ώθησε στο να προσπαθήσω να καταγράψω κάποιες από αυτές, ώστε να τις γνωρίσουν και οι επόμενες γενιές.
Η Ποντινή χιονισμένη
Ξεκινώ, λοιπόν, την καταγραφή από τα έθιμα που τηρούσαν οι πρόσφυγες κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλά από τα έθιμα και τις παραδόσεις αυτές ακολουθούνται από τους κατοίκους της Ποντινής σήμερα.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά έψελναν τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια του χωριού. Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή, και επειδή δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, έψελναν τα κάλαντα στην τουρκική, όπως, φυσικά, έκαναν πριν και στη χαμένη τους πατρίδα στον Πόντο. Τα παιδιά της δεύτερης γενιάς και εντεύθεν άρχισαν πλέον να τραγουδούν κάλαντα στα ελληνικά, όπως, το «Χριστός γεννάται σήμερον», «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα» και άλλα.
Κάθε σπίτι είχε το γουρουνάκι του, το οποίο έσφαζαν τις παραμονές των Χριστουγέννων. Οι μέρες αυτές ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι για όλο το χωριό και ιδίως για τα παιδιά. Αυτά, μάλιστα, έτρεχαν για να προλάβουν να πάρουν την ουροδόχο κύστη (φούσκα) των χοίρων, ώστε φουσκώνοντάς τη με αέρα να τη μετατρέψουν σε μπάλα ποδοσφαίρου!
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν απαραίτητα τους λαχανοντολμάδες, το τύλιγμα των οποίων συμβόλιζε το φάσκιωμα του μικρού Χριστού. Έβαζαν την κατσαρόλα με το φαγητό να βράζει πάνω στη σόμπα όλη τη νύχτα, γιατί θεωρούσαν πως έτσι θα είναι το τραπέζι τους γεμάτο όλο το χρόνο. Ζύμωναν και έψηναν, επίσης, ένα είδος πιτόψωμου που λέγονται «λαδερά τσορέκια» ή «κουλτσέδες».
Τις ημέρες των εορτών ανταλλάσσονταν επισκέψεις μεταξύ των συγγενών. «Έβαζαν δυο κουλτσέδες κάτω στη μασχάλη», όπως μου αφηγήθηκαν οι κυρίες της Ποντινής και τους πήγαιναν ως δώρο σε γειτονικά, συγγενικά ή φιλικά σπίτια για τα χρόνια πολλά.
Στη διάρκεια του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, όπως, άλλωστε, και πολλές φορές όλο το χρόνο, κατά τις ονομαστικές γιορτές κάθε εορτάζων πήγαινε στην εκκλησία το πρόσφορο, ένα πιάτο κόλλυβα, καραμέλες ή στραγάλια, κοινοποιώντας με αυτόν τον τρόπο ότι θα δεχθεί και επισκέψεις αργότερα στο σπίτι του. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο ιερέας διάβαζε τις προσφορές των εορταζόντων. Τους εορτάζοντες για τα χρόνια πολλά επισκέπτονταν όσοι ήθελαν, χωρίς να χρειάζεται πρόσκληση. Μάλιστα, μερικές φορές, σχηματίζονταν παρέες που πήγαιναν στους εορτάζοντες να ευχηθούν συνοδευόμενοι από μουσικούς που έπαιζαν ζουρνά και νταούλι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές ετοίμαζαν δώδεκα φύλλα για τη βασιλόπιτα, τα οποία συμβόλιζαν τους δώδεκα μήνες. Η γέμιση της πίτας μπορούσε να είναι τυρί, ρύζι, πληγούρι ή κρεμμύδια. Ετοίμαζαν, επίσης, και ένα παραδοσιακό γλυκό κέρασμα, τα λεγόμενα «τόπια», που τα έφτιαχναν πλάθοντας στρόγγυλες μπαλίτσες από καβουρντισμένο αλεύρι ζυμωμένο όσο ήταν καυτό με σιρόπι από πετιμέζι, μέλι ή ζάχαρη. Έβαζαν, μάλιστα, ένα μεγάλο τόπι και λίγα βρασμένα καλαμπόκια στο εικόνισμα του σπιτιού ως δώρο. Ακόμη, όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων, θεωρούσαν γούρι να έχουν κάτι να βράζει όλη τη νύχτα πάνω στη σόμπα κι έτσι, έβραζαν συνήθως κρέας για πατσά.
Οι χωριανοί θεωρούσαν ότι η καλή τύχη θα έρθει με το πρώτο νερό της βρύσης κατά την αλλαγή του χρόνου. Οι βρύσες εκείνη την εποχή βρίσκονταν εξωτερικά στην κατάληξη κάποιας πηγής και ήταν ουσιαστικά μία σε κάθε γειτονιά. Οπότε, κάποιος από κάθε οικογένεια, με την αλλαγή του χρόνου, πήγαινε στην βρύση για να προλάβει να φέρει νερό πρώτος από όλους. Έπρεπε, ταυτόχρονα, να αφήσει και ένα δώρο στη βρύση, όπως ένα τόπι, καραμέλες ή πίτα. Έτσι, αν, φτάνοντας στη βρύση, έβρισκε δώρα, ήταν σημάδι πως κάποιος άλλος τον πρόλαβε και πήρε το τυχερό πρώτο νερό. Τότε, έπρεπε να αρκεστεί στις λιχουδιές που έβρισκε και να αφήσει τα δικά του δώρα, ώστε να τα βρει κάποιος άλλος ή να τα φάνε τα πουλιά.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, εκτός από τα κάλαντα των παιδιών που τραγουδιούνταν πάλι το βράδυ, πολλές ομάδες καρναβαλιστών γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι. Το ιδιαίτερο αυτό έθιμο των καρναβαλιών είναι ένα θεατρικό δρώμενο όπου συμμετείχαν μόνο οι άνδρες του χωριού.
Η ομάδα των καρναβαλιστών –Ιανουάριος 2018
Κάθε ομάδα καρναβαλιστών αποτελούνταν από έναν άνδρα ντυμένο με άσπρα ρούχα και άσπρη προβιά στο κεφάλι, τον «Αχτσαμάν», που συμβόλιζε το καλό, έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα, τον «Καραμάν», που συμβόλιζε το κακό και ήταν ζωσμένοι και οι δύο με κουδούνια. Υπήρχε, επίσης, η ««νύφη»», γυναίκα του Αχτσαμάν, και ο ««γιατρός»». Άλλα άτομα συνόδευαν και μάζευαν από τα σπίτια ό,τι τους κερνούσε κάθε σπιτονοικοκύρης, όπως αλεύρι, τσίπουρο, χοιρινό λίπος, τσιγαρίδες και τουρσί. Σε κάθε σπίτι που πηγαίνανε υπήρχε η στιχομυθία μεταξύ του Αχτσαμάν και του οικοδεσπότη και είχε ως εξής:
Αχτσαμάν: «Έρχομαι από την Άγκυρα και πηγαίνω στην Τσάγκαρα. Βρήκα έναν γάϊδαρο στο δρόμο, τον πούλησα στο παζάρι κι αγόρασα για την γυναίκα μου … (αναφέρει υφάσματα, ρούχα κι άλλα πράγματα). Πόσα μέτρα ύφασμα θα μου πληρώσεις;»
Οικοδεσπότης: «Πόσο πάει το μέτρο;»
Αχτσαμάν: «Πέντε δραχμές το μέτρο.»
Οικοδεσπότης: «Θέλω δύο μέτρα.»
Ο Αχτσαμάν, τότε, πέταγε κάνοντας θόρυβο τη μαγκούρα του κάτω δύο φορές, οπότε ο οικοδεσπότης δώριζε τις δέκα δραχμές στη «νύφη» και εκείνη υποχρεούνταν να του φιλήσει το χέρι. Αμέσως, όμως, ερχόταν ο Καραμάν, έσπρωχνε τον Αχτσαμάν για να πέσει κάτω και έκλεβε τη «νύφη». Έτρεχε, τότε, ο «γιατρός» και βοηθούσε τον Αχτσαμάν να σηκωθεί, ο οποίος κυνηγούσε τον Καραμάν και έπαιρνε πίσω τη «νύφη». Στο τέλος, όλοι μαζί χοροπηδούσαν, ώστε να ακουστούν τα κουδούνια που ήταν ζωσμένοι.
Την επόμενη μέρα τα μέλη κάθε ομάδας μαζεύονταν σε ένα σπίτι, ζύμωναν με το αλεύρι πίτες και γλεντούσαν με τα υπόλοιπα εδέσματα και ποτά που είχαν μαζέψει.
Τον Ιανουάριο του 2018 έγινε μετά από πολλά χρόνια αναβίωση αυτού του εθίμου από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ποντινής. Στο τέλος της εκδήλωσης, τα μέλη του συλλόγου μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού χόρεψαν στην πλατεία, δημιουργώντας ένα κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης, καθώς οι παλαιότεροι θυμήθηκαν και οι νεώτεροι γνώρισαν αυτό το έθιμο που έφεραν οι πρόσφυγες πρόγονοί τους από τα πάτρια εδάφη του Πόντου.
Από την αναβίωση του εθίμου των καρναβαλιών-Ιανουάριος 2018
Την παραμονή των Θεοφανείων οι νοικοκυρές άναβαν στις τέσσερις γωνιές του καθιστικού από ένα κερί, ώστε να έρθει η Θεία Φώτιση στο σπίτι. Ακόμη, ψήνανε στρόγγυλα κουλουράκια και τα τοποθετούσαν στα κέρατα των ζώων μαζί με ένα αναμμένο κερί, το οποίο περιμένανε να σβήσει, οπότε και δίνανε τα κουλουράκια στα ζώα για να τα φάνε.
Ανήμερα των Θεοφανείων έφερναν από την εκκλησία στο σπίτι τους αγιασμό, ράντιζαν όλο το σπίτι, τις αποθήκες, τους στάβλους και τα χωράφια, ψέλνοντας το «εν Ιορδάνι».
Στην εκκλησία, μετά τη βύθιση του Σταυρού στο αγιασμένο νερό, γινόταν ένας χρηματικός πλειστηριασμός για το ποιος θα πάρει το Σταυρό στο σπίτι του. Ο πλειοδότης έπαιρνε το Σταυρό, γυρνούσε σε όλα τα σπίτια του χωριού ψέλνοντας το «εν Ιορδάνι» και έπαιρνε ένα κέρασμα από τους οικοδεσπότες.
Συνεχίζοντας την καταγραφή των παραδόσεων για την υπόλοιπη χρονιά, αναφέρω ένα έθιμο που ακολουθούνταν την 1η Φεβρουαρίου. Την ημέρα εκείνη ένα μέλος της οικογένειας έπαιρνε έναν κολοκυθόσπορο και τον κάρφωνε πίσω από την πόρτα, ενώ ένα άλλο μέλος ρωτούσε τον πρώτο τρείς φορές: «Νε τσιβιλίον; (Τι σουβλίζεις;)». Εκείνος απαντούσε: «Κουτσούκ αϊ τσιβιλίομ!» (Τον κουτσό μήνα σουβλίζω!)». Ο κολοκυθόσπορος έμενε εκεί τρείς μέρες και ύστερα τον πετούσαν.
Στις 11 Φεβρουαρίου, ημέρα του Αγίου Βλασίου, οι χωριανοί δεν έπιαναν στα χέρια τους αιχμηρά αντικείμενα, ιδίως αν είχαν στην οικογένεια εγκυμονούσες ή ακόμη και ζώα που θα γεννούσαν, γιατί φοβόντουσαν μην έχουν τα νεογνά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τις φέτες του ψωμιού τις έκοβαν από την προηγούμενη ημέρα!
Την Κυριακή της Αποκριάς, μετά την Εσπερινή Λειτουργία, οι χωριανοί καθόντουσαν στο νάρθηκα της εκκλησίας κι έλεγαν μεταξύ τους τα «Συγχωρεμένα», δηλαδή ζητούσαν συγνώμη για ό,τι μπορεί να έβλαψε ο ένας τον άλλο. Το βράδυ της ίδιας μέρας μαζεύονταν οι συγγενείς σε κάποιο σπίτι, έτρωγαν το παραδοσιακό φαγητό «τιρίτ» και αυγά και έλεγαν πως θα αρτηθούν πάλι με κόκκινα αυγά το Πάσχα.
Οι Ποντινιώτες, μετά τη δίχρονη παραμονή τους στην Κοζάνη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και επιστρέφοντας το 1949, υιοθέτησαν από την πόλη που τους φιλοξένησε εκείνα τα χρόνια το έθιμο του φανού. Την Κυριακή της Αποκριάς άναβαν, λοιπόν, μια μεγάλη φωτιά με σωρό από κέδρους, συνήθως, και με την συνοδεία του ζουρνά και του νταουλιού χόρευαν γύρω γύρω, χωρίς όμως να λένε αποκριάτικα τραγούδια, όπως κάνουν οι Κοζανίτες.
Την Καθαρά Δευτέρα οι νοικοκυρές έβγαζαν όλα τα οικιακά σκεύη και τα έπλεναν. Πολλοί κρατούσαν τριήμερη νηστεία χωρίς καθόλου φαγητό, έπιναν μόνο νερό και την Τετάρτη πήγαιναν στην εκκλησία να κοινωνήσουν.
Πλησιάζοντας στο Πάσχα, οι προετοιμασίες ξεκινούσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Οι νοικοκυρές ασβέστωναν, καθάριζαν τα σπίτια και τις αυλές και ετοίμαζαν τα τσορέκια, γλυκά αυτή τη φορά. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα αυγά τυλίγοντάς τα συνήθως με κρεμμυδόφυλλα.
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, όπως και σήμερα, πολλές γυναίκες στόλιζαν και ξενυχτούσαν στην εκκλησία τον Επιτάφιο.
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έκανε κανείς καμία εργασία, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας μπορούσαν να πηγαίνουν στην εκκλησία και να προσκυνούν τον Επιτάφιο. Μάλιστα, όταν κάποιος ήταν άρρωστος στο σπίτι, έδεναν κάτω στο τραπέζι του Επιταφίου ένα ρούχο του για καλή ανάρρωση. Το βράδυ παρακολουθούσαν την Θεία Ακολουθία και την περιφορά του Επιταφίου.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου όλοι οι κάτοικοι του χωριού παρακολουθούσαν την Ανάσταση, τσούγγριζαν τα κόκκινα αυγά και ευχόντουσαν «Χριστός Ανέστη». Παλαιότερα, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, ειδικά ανάμεσα στους άνδρες, για το ποιός είχε το δυνατότερο αυγό, ώστε να σπάσει τα περισσότερα αυγά. Ο νικητής έπαιρνε σαν τρόπαιο το σπασμένο αυγό του «αντιπάλου». Οι σημερινοί μπαμπάδες και παππούδες της Ποντινής έχουν σίγουρα κάποια ιστορία να διηγηθούν για το πώς προσπάθησαν και οι ίδιοι κάποτε να κερδίσουν με κάποια ζαβολιά, για παράδειγμα φτιάχνοντας αυτοσχέδια ξύλινα «αυγά» που έμοιαζαν με αληθινά!…
Φτάνοντας στην άνοιξη πια, και σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, εκτός από παρακλήσεις στην εκκλησία, οι χωριανοί έκαναν και το έθιμο της «κουσκουτούρας». Κάποιος τυλίγονταν με ένα σεντόνι, έβαζε στο κεφάλι ένα κόσκινο και πάνω από το κόσκινο ένα ταψί. Κρατούσε στα χέρια δύο ξύλα ή κουτάλια και χτυπούσε ρυθμικά το κόσκινο τραγουδώντας αυτός και η συνοδεία του το εξής τρίστιχο: «Κουσκουτούρα νε ιστέρ;», δηλαδή «Τι θέλει η κουσκουτούρα;». «Αλλαχτάν γιαγμούρ ιστέρ», δηλαδή «Από το Θεό θέλει βροχή». «Βερ, Αλλάχ, βερ», δηλαδή «Δώσε, Θεέ, δώσε». Η «Κουσκουτούρα» περνούσε από όλα τα σπίτια του χωριού και οι οικοδεσπότες έριχναν πάνω στο ταψί μία κανάτα νερό και κερνούσαν γλυκά στη συνοδεία της.
Η 26η Ιουλίου είναι για την Ποντινή μια σπουδαία μέρα. Γιορτάζεται στο πανηγύρι η πολιούχος της Αγία Παρασκευή. Όλες οι νοικοκυρές έκαναν ετοιμασίες στα σπίτια τους με γλυκά και φαγητά για να υποδεχτούν και να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες που έρχονταν από άλλα χωριά. Μετά τη Θεία Λειτουργία όλοι οι επισκέπτες πήγαιναν στα σπίτια των χωριανών για καφέ και φαγητό, ώστε να μη φύγει κανείς νηστικός από το χωριό την ημέρα του πανηγυριού.
Ο παραδοσιακός χορός στην πλατεία του χωριού συνόδευε και συνοδεύει όλες τις μεγάλες γιορτές των Ποντινιωτών. Εκτός, λοιπόν, από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα, και στο πανηγύρι της προστάτιδας του χωριού Αγίας Παρασκευής, έστηναν γλέντι στο προαύλιο του σχολείου, όπου συμμετείχε όλο το χωριό και όλοι χόρευαν υπό τους ήχους του ζουρνά και του νταουλιού. Μερικοί από τους χορούς που χορεύονταν ήταν το σουρουτμέ, η τριγώνα (νανίνανα), το τέρς, το κεριλεμέ, το τικ, το χασάπικο και, κυρίως, ο καρσιλαμάς.
Χορός στην αυλή του σχολείου(1965)
Αξιοσημείωτα είναι τα ήθη που αφορούν στο σεβασμό των παιδιών, αλλά και των γυναικών, προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία άνδρες. Για παράδειγμα, θεωρούνταν ανάρμοστο οι μικροί «να κόψουν το δρόμο» στους μεγαλύτερους, δηλαδή άφηναν πάντα τους ηλικιωμένους να περάσουν πρώτοι. Επίσης, υπήρχε ένα έθιμο, το «Μας». Σύμφωνα με αυτό, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες συγγενείς έπρεπε να δώσουν την άδεια στη νεόνυμφη γυναίκα να τους απευθύνει το λόγο, αφού πρώτα της έδιναν ένα δώρο. Στους κυκλικούς χορούς που χόρευαν οι Ποντινιώτες δεν γίνονταν κύκλος ανδρών και κύκλος γυναικών, όπως συμβαίνει σε άλλα μέρη. Ο κύκλος του χορού ήταν μεικτός, όμως οι γυναίκες μπορούσαν να κρατούν το χέρι ενός άνδρα μόνο αν αυτός ήταν συγγενής πρώτου βαθμού.
Χορός σε γάμο (Ιούλιος 1956)
Οι Ποντινιώτες τηρούσαν ιδιαίτερα έθιμα και παραδόσεις για την απόδοση τιμής στους νεκρούς και κατά τη διάρκεια του πένθους των συγγενών. Όταν κάποιος πέθαινε, και πριν τον ντύσουν, οι αγαπημένοι του έπλεναν το σώμα του πρώτα με μία πετσέτα βρεγμένη με νερό και ύστερα με κρασί. Η ημέρα της κηδείας ήταν αργία και όλοι συνόδευαν το νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Στην Ποντινή δεν γίνεται ούτε σήμερα εκταφή των νεκρών κι επομένως, δεν υπάρχουν οστεοφυλάκια και οι τάφοι είναι οικογενειακοί.
Μια άλλη παράδοση για την Ποντινή αναφέρει ότι υπάρχει μία πηγή στην περιοχή «Σιουποτό» που θεωρείται θεραπευτική. Ένας ασθενής για να θεραπευτεί έπρεπε να πάει να πιεί νερό ή να πλυθεί σε αυτήν, να αφήσει ένα ρούχο του και να γυρίσει στο σπίτι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν.
Τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στο ύπαιθρο ήταν το τζαμί, το κρυφτό, τα τσέλτικα, τα πεντόβολα, τα κουτάκια με τις πέτρες.
Ένα παιχνίδι μνήμης που παιζόταν και παίζεται ακόμη απ’ όλες τις ηλικίες είναι το «γιάτες». Όταν υπήρχε στο τραπέζι κοτόπουλο για φαγητό, δύο άτομα έπαιρναν τη διχάλα του στήθους του κοτόπουλου και, τραβώντας ο καθένας μια άκρη της, την έσπαγαν και λέγανε «γιάτες!». Από εκείνη τη στιγμή, άρχιζε μεταξύ τους το στοίχημα. Νικητής ήταν αυτός που θα κατάφερνε να δώσει απ’ ευθείας στο χέρι του αντιπάλου οποιοδήποτε αντικείμενο πριν ο τελευταίος θυμηθεί να πει τη φράση «στο νου μου» ή «το θυμάμαι». Το στοίχημα μπορούσε να κρατήσει ακόμη και χρόνια!
Ολοκληρώνοντας την αναδρομή στις παραδόσεις του τόπου μας διαπιστώνουμε ότι τα χρόνια κυλάνε και ένας κρίκος που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον είναι οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα. Για το λόγο αυτό έχουμε χρέος να τα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές.
Ευχαριστώ τις κυρίες Γεωργιάδου Μαρίκα, Κοτενίδου Σταυρούλα, Σπανούδη Κική, Σπανούδη Νίτσα, Μουταφίδου Σούλα και Τοτίδου Σοφία για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσαν.
Κοζάνη 17-1-2019
- Προηγούμενο Χρηματοδότηση έργων για την υλοποίηση στοχευμένων επεμβάσεων αστικής ανάπτυξης για την Δυτική Μακεδονία
- Επόμενο Αναζητώντας τις ρίζες μας *Γράφει η Κυριακή Τεμερτζίδου-Βασιλειάδου