Πήρε μόλις 5 δευτερόλεπτα στην Εύα για να αποφασίσει να αναλάβει το καφενείο στο Δοτσικό
Η Εύα Σανίδα είναι μια γυναίκα 30 ετών που λίγο καιρό πριν πήρε μια φαινομενικά πολύ περίεργη απόφαση: να εγκαταλείψει Θεσσαλονίκη και Σαντορίνη, μεταξύ των οποίων μοίραζε τον χρόνο της τα τελευταία χρόνια, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό του πατέρα της.
Εκεί, στα 1.060 υψόμετρο στη Βόρεια Πίνδο, στο Δοτσικό Γρεβενών, ανέλαβε το καφενείο του χωριού και έγινε μία από τους έξι μόνιμους κατοίκους του. Σε ένα κυριολεκτικά «αγγελοπουλικό» σκηνικό –στο συγκεκριμένο χωριό ο μεγάλος δημιουργός, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, πραγματοποίησε τα περισσότερα γυρίσματα για την ταινία του «Ο Μεγαλέξανδρος»– η Εύα ζει με τους δικούς της όρους. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν το θελήσει θα πάρει το αυτοκίνητο και θα πάει σε μια συναυλία – όταν μιλήσαμε ήταν στη Θεσσαλονίκη για το φεστιβάλ Reworks. Ή, πέρα από την κλασική λειτουργία του καφενείου, με καφέ, τσίπουρο κ.λπ., θα διοργανώσει και ένα τέκνο πάρτι και μάλιστα αρκετά επιτυχημένο.
Τα θετικά της ζωής εδώ είναι ότι το χωριό με έχει ηρεμήσει ως άνθρωπο, δεν υπάρχει άγχος, οι ρυθμοί είναι χαλαροί, όπως και ο κόσμος. Τον χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι είναι έξι. Είμαι πολύ ευχαριστημένη γιατί πλέον έχω τη δική μου επιχείρηση και ζω σε ένα τόσο όμορφο μέρος στη φύση.
Ακολουθεί η συζήτηση μαζί της:
«Το Δοτσικό είναι ένα ορεινό χωριό στα 1.060 μέτρα στη Βόρεια Πίνδο, περίπου 30 χιλιόμετρα από την πόλη των Γρεβενών, το οποίο διαθέτει εκπληκτική θέα και φυσική ομορφιά. Διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του, με σπίτια που είναι κατασκευασμένα από πέτρα και ξύλο, ενώ οι γειτονιές του με τα καλντερίμια προσφέρουν μια αυθεντική αίσθηση της ελληνικής υπαίθρου.
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό της Ελασσόνας, τον Ευαγγελισμό, αλλά όλα μου τα καλοκαίρια από μικρό παιδί τα περνούσα στο Δοτσικό, το χωριό του πατέρα μου. Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη πέντε χρόνια τεχνικός δομικών έργων και μετά εργαζόμουν στη Σαντορίνη σεζόν για έξι χρόνια.
Την απόφαση να γυρίσω και να ανοίξω το καφενείο του χωριού την πήρα εντελώς αυθόρμητα. Στην ουσία ήταν μια πρόταση του πατέρα μου, που απλώς μου έδωσε την αφορμή. Σκεφτόμουν καιρό τι να κάνω, καθώς ούτε η ζωή στη Θεσσαλονίκη με κάλυπτε, ούτε στη Σαντορίνη. Οπότε, λοιπόν, όταν με πήρε μια μέρα τηλέφωνο ο πατέρας μου και μου είπε ότι νοικιάζεται το καφενείο στο χωριό, μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα ήξερα ότι αυτό ήθελα να κάνω.
Είμαι πάνω από έναν χρόνο εδώ και νιώθω δικαιωμένη για την επιλογή μου. Έχω αρκετά σχέδια για το μέλλον. Για παράδειγμα, πριν από λίγες εβδομάδες διοργάνωσα ένα τέκνο πάρτι στο καφενείο και η συμμετοχή ήταν συγκινητική. Ήρθε πολύς κόσμος από Γρεβενά, Θεσσαλονίκη…
Οι φίλοι μου δεν το περίμεναν, αλλά έχω λάβει πολύ μεγάλη στήριξη και βοήθεια, τους αρέσει να με επισκέπτονται και να χαλαρώνουν όταν νιώθουν πιεσμένοι από την πόλη. Βέβαια και εγώ δεν έχω ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου, όταν υπάρχει μια καλή αφορμή, π.χ. μια συναυλία, και μπορώ θα πάω στη Θεσσαλονίκη, θα περάσω καλά 1-2 μέρες και θα επιστρέψω στην ηρεμία μου.
Το καφενείο μου είναι μικρό, ζεστό και φιλόξενο. Όταν έρχεται κόσμος τον χειμώνα, γίνονται όλοι μια παρέα. Είναι χτισμένο από πέτρα και ξύλο και λειτουργεί από το 1959 ως ψιλικατζίδικο-καφέ, οπότε εγώ είμαι η συνέχεια αυτού. Στο καφενείο σερβίρω καφέ, που μπορεί κάποιος να τον συνοδεύσει με γλυκό του κουταλιού, τσίπουρο με μεζέ, κρασί κ.λπ.
Δεν έχω μετανιώσει για την απόφαση καθόλου. Τα θετικά της ζωής εδώ είναι ότι το χωριό με έχει ηρεμήσει ως άνθρωπο, δεν υπάρχει άγχος, οι ρυθμοί είναι χαλαροί, όπως και ο κόσμος. Τον χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι είναι έξι. Είμαι πολύ ευχαριστημένη γιατί πλέον έχω τη δική μου επιχείρηση και ζω σε ένα τόσο όμορφο μέρος στη φύση.
Υπάρχουν φυσικά και αρνητικά· για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει φαρμακείο ή σούπερ μάρκετ για προμήθειες και πρέπει να πηγαίνω στα Γρεβενά για όλες τις δουλειές.
Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος είναι ο κύριος που είχε πριν από εμένα το καφενείο, ο Γιάννης Τσότσας, ο οποίος όλα τα χρόνια κρατούσε ζωντανό το χωριό και τον χειμώνα. Μεγάλο μου στήριγμα είναι επίσης και ο Άρης Αβέλλας, που μένει στην κοντινή Σαμαρίνα και έχει την ταβέρνα του χωριού. Επισκεπτόμαστε ο ένας τον άλλον όταν κλείνουμε τα μαγαζιά μας και τα λέμε.
Ένα χαρακτηριστικό αξιοθέατο είναι το τοξωτό πέτρινο γεφύρι που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και είναι χτισμένο το 1804, αλλά και η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Επίσης πρέπει να αναφέρω πως στο Δοτσικό έγιναν τα περισσότερα γυρίσματα της κινηματογραφικής ταινίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου “Ο Μεγαλέξανδρος”, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ιστορία του χωριού. Το χωριό είναι χτισμένο κοντά σε πευκόδασος, όπου μπορεί κάποιος να αναζωογονηθεί κάνοντας μικρούς ή μεγάλους περιπάτους σε πολύ ωραίες τοποθεσίες, όπως το Μελίσσι, μια μικρογραφία των Μετεώρων, το Βαένι, όπου υπάρχει καταρράκτης με βάθρα, και το σημείο Ογλάς, όπου μπορείς να δεις απολιθωμένα όστρακα.
Ο αγαπημένος μου περίπατος είναι στις Αγλίστρες, ένα βουνό μόνο με χώμα. Εκεί πήγαινα μικρή για παιχνίδι και την έχω κρατήσει ακόμα τη συνήθεια. Εκεί καθαρίζουν όλα.
Ο χειμώνας για εμένα είναι πιο προσωπικός, έχω περισσότερο χρόνο να κινηθώ, να επισκεφτώ φίλους. Μια βασική μου ασχολία, πέρα φυσικά από το μαγαζί, είναι τα μανιτάρια· η περιοχή έχει πολλά είδη μανιταριών, διαβάζω και συλλέγω μανιτάρια. Επίσης σχετικά κοντά βρίσκεται και το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας και το επισκέπτομαι όταν χιονίζει.
Αγαπημένη μου συνήθεια το καλοκαίρι είναι να πηγαίνω στους καταρράκτες για μπάνιο και να απολαμβάνω την ομορφιά που χαρίζει η φύση και –όπως το λέω εγώ– το τζακούζι του βουνού. Αυτή είναι η εποχή όμως που έχουμε την περισσότερη δουλειά, καθώς το χωριό γεμίζει από κατοίκους, οπότε δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου ελεύθερος χρόνος.
Δεν θα άλλαζα κάτι στο χωριό, νιώθω λες και ζω σε μια άλλη εποχή».
- Προηγούμενο Επιστολές: Η μαθητική παρέλαση των Γρεβενών
- Επόμενο Ο χάρτης των πληρωμών από e-ΕΦΚΑ και ΔΥΠΑ έως 1 Νοεμβρίου