Η πόλη που μπορεί να μας ξανακερδίσει *Του Αθανάσιου Τσιούρα
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την επιστολή ανώνυμης αναγνώστριάς σας που δημοσιεύσατε την Πρωτοχρονιά, με τίτλο «Η πόλη που μας διώχνει». Ενδιαφέρουσα, επειδή παρουσιάζει με κάποιες υπαρκτές πτυχές της ζωής στα Γρεβενά που δικαιολογημένα την στενοχωρούν. Μέσα όμως στην απαισιοδοξία της, βρίσκει και στοιχεία που δίνουν ελπίδα, θέτει ένα βασικό ζήτημα χρηματοδότησης με σκοπό την αξιοποίηση των φυσικών πόρων της περιοχής και προτείνει ως λύση την προσπάθεια των Γρεβενιωτών, ενωμένων για το καλό του τόπου τους. Πιο πριν κάνει και μια αξιόλογη παρατήρηση, ότι υπάρχουν πολλά φαινομενικά μικρά βήματα που μπορούν να γίνουν, τα οποία όμως θα βελτιώσουν τη ζωή μας.
Η επιστολή αυτή, επομένως, έχει παρατήρηση, συναίσθημα, συγκεκριμένα ζητήματα στα οποία παραδέχεται η επιστολογράφος ότι δεν έχει απάντηση, αλλά και προοπτική. Μια σύνθετη ματιά που συνήθως απουσιάζει από τον γραπτό και προφορικό λόγο στην πόλη μας, ο οποίος είναι είτε αμιγώς καταγγελτικός ή εντελώς απαισιόδοξος, είτε γενικόλογος. Γι’ αυτό και έχει κάνει μεγάλη εντύπωση στους αναγνώστες σας και συζητείται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει δημοσιεύσει η ιστοσελίδα σας τις τελευταίες ημέρες. Για τους ίδιους λόγους μπαίνω στη διαδικασία να απαντήσω στην επιστολή αυτή, και παρακαλώ να δημοσιεύσετε την απάντησή μου.
Η παρατήρηση που στενοχωρεί περισσότερο τον αναγνώστη (και γνώστη, αν ζει στα Γρεβενά) είναι ότι η πόλη έχει καταντήσει πόλη δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων. Προφανώς η συντάκτρια της επιστολής δεν έχει πρόθεση να αδικήσει προσπάθειες που γίνονται στον ιδιωτικό τομέα και που φέρνουν φακές ή τυρί σε καταστήματα σε όλη την Ελλάδα, επειδή παραθέτει μια γενική εικόνα, η οποία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συναφής είναι και η παρατήρησή της ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, καθώς και ότι οι νέοι 20 και 30 ετών που φεύγουν από τα Γρεβενά δεν επιστρέφουν. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, καθώς η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού μειώνουν και την οικονομική δραστηριότητα, άρα και τα κίνητρα παραμονής στα μέρη μας, που οδηγούν σε μεγαλύτερη φυγή, μεγαλύτερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κ.ο.κ. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει περιθώριο για ανάδειξη ταλέντων, όπως επισημαίνει η επιστολογράφος, καθώς τα ταλέντα αναδεικνύονται μόνο στο πλαίσιο μιας ζωντανής, ανταγωνιστικής αγοράς, όπου και μπορούν να ξεχωρίσουν.
Μικρά, καθημερινά ζητήματα, όπως η έλλειψη κατάλληλων χώρων για παιδιά και η έλλειψη διασκέδασης δεν διαφεύγουν της προσοχής της ανώνυμης συντάκτριας της επιστολής. Ούτε άλλα ζητήματα λειτουργικά της πόλης, το στήσιμό της γύρω από το αυτοκίνητο, ο τρόπος με τον οποίον έχει διαμορφωθεί το κέντρο της κ.λπ. Αυτά τα ζητήματα φαίνονται εκ πρώτης όψεως ασήμαντα, ωστόσο επηρεάζουν σημαντικά τη διάθεση να ζήσει κάποιος στα Γρεβενά και είναι από τους παράγοντες που ωθούν στη μετεγκατάσταση σε άλλες περιοχές, επομένως πολύ ορθά επισημαίνονται και αυτά από την επιστολογράφο.
Η συντάκτρια της επιστολής θα μπορούσε να σταματήσει εδώ και να μείνει με την ικανοποίηση ότι έδωσε μια καλή περιγραφή των Γρεβενών σήμερα. Όμως, προς τιμήν της, συνεχίζει, αναδεικνύοντας κάποια από τα πλεονεκτήματα του νομού μας. Πιο σημαντικό από αυτά, κατά την επιστολογράφο, είναι το νερό. Πράγματι, η αξιοποίηση του νερού θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα της ζωής στην πόλη. Ακόμη περισσότερο, όμως, το νερό μπορεί να αξιοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και για άρδευση. Και άλλα πλεονεκτήματα της περιοχής μας είναι πολύ σημαντικά. Η γεωγραφική της θέση στο κέντρο της Ελλάδας και η καλή οδική της σύνδεση με όλη τη Βόρειο Ελλάδα και, μετά την ολοκλήρωση του Ε-65, και με την υπόλοιπη χώρα, σημαίνει ότι κάθε προϊόν που παράγεται στα Γρεβενά μπορεί με σχετική ευκολία και με χαμηλό κόστος να μεταφερθεί σε κάθε άκρη της Ελλάδος. Το μοναδικό της υπέδαφος, το οποίο δίνει μοναδικές καλλιέργειες, η κτηνοτροφική παράδοση που οδηγεί στην παραγωγή προϊόντων εύγευστων αλλά και αγνών, όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να αξιοποιηθούν για να προκύψουν νέες επιχειρήσεις, νέες δουλειές, για να φέρουν τους νέους πίσω. Και, βέβαια, πολλές υποδομές των τελευταίων ετών, που αναγνωρίζει η επιστολογράφος, σημαίνουν ότι η όποια προσπάθεια για ανασυγκρότηση της πόλης και του νομού δεν θα ξεκινήσει από μηδενική βάση.
Η ανώνυμη επιστολογράφος επισημαίνει πολύ σωστά ότι όλα τα πλεονεκτήματα της πόλης και της περιοχής δεν μπορούν να αξιοποιηθούν εν μια νυκτί και ξαφνικά, σε μία ημέρα, τα Γρεβενά να αλλάξουν πρόσωπο. Προτρέπει, και πολύ σωστά, να ξεκινήσουμε με μικρές αλλαγές, οι οποίες θα έχουν ορατό αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Η επισκευή των παιδικών χαρών που αναφέρεται ως ενδεικτικό παράδειγμα από την επιστολογράφο θα μοιράσει τόσα χαμόγελα σε παιδιά και γονείς που, όσο κι αν δεν θεωρείται κάποια σπουδαία καινοτομία ή δραματική αλλαγή, θα φέρει δυσανάλογα μεγάλη αισιοδοξία. Αλλά και όλοι οι άλλοι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι μπορούν να αξιοποιηθούν, ώστε η κατάσταση να ανατραπεί και σε λίγα χρόνια τα Γρεβενά να γίνουν η πόλη που μπορεί να μας ξανακερδίσει.
Το ερώτημα που θέτει η συντάκτρια της επιστολής είναι: με ποια χρήματα θα γίνουν αυτές οι αλλαγές; Η απάντηση είναι απλή: τα χρήματα προέρχονται είτε από κρατικούς πόρους, είτε από ιδιωτικές επενδύσεις. Η αξιοποίηση των κρατικών (και ενωσιακών πόρων) είναι δουλειά περισσότερο κυβερνητική. Αλλά η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων μπορεί να γίνει από ανθρώπους με ιδέες και μεράκι, που μπορούν να αποδείξουν ότι μια επένδυση στην περιοχή θα είναι κερδοφόρα. Τα πλεονεκτήματα που έχει ο τόπος μας δεν έχουν αναδειχθεί, δεν είναι γνωστά, ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις. Και οι άνθρωποι του τόπου μας, καταπονημένοι και απογοητευμένοι, δεν έχουν πείσει τους εαυτούς τους (πλην εξαιρέσεων) ότι μπορούν να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου και να κερδίσουν οικονομικά. Ίσως-ίσως κανείς δεν έχει μπει στη διαδικασία να αναλύσει ποιες ακριβώς επενδύσεις αντιστοιχούν στα πλεονεκτήματα της περιοχής, πώς θα καταστεί ελκυστική τουριστικά, πώς θα αξιοποιήσει τις ιδιαίτερες καλλιέργειές της (τα μανιτάρια της περιοχής είναι ξακουστά – πιστεύουμε ότι έχουμε αξιοποιήσει όσο πρέπει τη φήμη τους;), πώς θα οδηγηθεί ακόμη και σε βιομηχανική παραγωγή ή, τουλάχιστον, παραγωγή ενέργειας που θα φέρει έσοδα και δουλειές για τον τόπο. Η επιστολή που δημοσιεύσατε πρωτοχρονιάτικα ίσως να είναι και η ιδανική αφορμή για να ξεκινήσει ένας τέτοιος διάλογος.
Και, φυσικά, η προτροπή της επιστολογράφου να αναλάβουμε οι ίδιοι τις τύχες μας, είναι η καλύτερη κατάληξη και το δυνατότερο μήνυμα που θα μπορούσε να προσφέρει για την καινούργια χρονιά. Μακάρι η πρόσκλησή της να εισακουσθεί. Καιρός είναι να συνειδητοποιήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε και να το σχεδιάσουμε.
Κάθε ευτυχία για το 2023 και κάθε επιτυχία και χαρά για τις Γρεβενιώτισσες και τους Γρεβενιώτες και, ειδικά, για τους αναγνώστες σας!
Με εκτίμηση,
Αθανάσιος Τσιούρας
- Προηγούμενο Ιωάννινα: Τραυματισμός 14χρονου με μαχαίρι έπειτα από συμπλοκή
- Επόμενο Γιατρέ, θα χρειαστώ εγχείρηση…; *Σκιτσογραφία του Αρκά