Γιατί οι Έλληνες να υποτιμούμε την καλύτερη γλώσσα του κόσμου, τη γλώσσα μας;*Του Βασίλη Κ. Αναστασιάδη, Δ.Φ.
Ενώ οι ξένοι εκθειάζουν την ελληνική γλώσσα και προσπαθούν να τη μάθουν σε πάνω από 350 έδρες πανεπιστημίων, εμείς με την ξενομανία μας την περιφρονούμε στη χώρα μας, όπου γεννήθηκε και θαυματούργησε αυτή.[1] Καθημερινά με την εύκολη επικοινωνία έχουν εισαχθεί και εισάγονται πολλές ξένες λέξεις, ιδίως αγγλικές, στη γλώσσα μας. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί και από τους σπουδαγμένους και από το ευρύ κοινό η σημασία της εισβολής των ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Εξαιτίας αυτής της εισβολής κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα και η ελληνική υπόστασή μας. Γι’ αυτό είναι απόλυτη ανάγκη εκτός από το «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης (πατρίδας)» του Ομήρου, να έχομε υπόψη μας και το «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι και περί γλώσσης (της ελληνικής μας γλώσσας)». Η ελληνική γλώσσα, που κατηφορίζει από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου (κατά τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο), κινδυνεύει σήμερα από μας τους ίδιους τους Έλληνες. Και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς τονίζει κι αυτός την υποτίμησή της με τα εξής: Κούφιοι κι οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των Αρχαίων παλιάτσοι. [2]
Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός, όταν την Κυριακή των Βαΐων τον υποδέχτηκε σύσσωμος ο λαός της Ιερουσαλήμ και πήγαν να τον προσκυνήσουν και Έλληνες, τότε αυτός, όταν τους αντίκρισε, προφήτευσε το σημαντικό ρόλο, που θα έπαιζε η ελληνική γλώσσα στη διάδοση του χριστιανισμού, λέγοντας: Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου (= Έχει έρθει η ώρα, για να δοξαστεί ο γιος του ανθρώπου).[3] Κι όμως εμείς οι Έλληνες σήμερα περιφρονούμε τη γλώσσα μας και συχνά χρησιμοποιούμε ξένες λέξεις στο λόγο μας. Γι’ αυτό και πολλές ξένες λέξεις, που τις βλέπομε γραμμένες και τις ακούμε καθημερινά, δεν τις ακούμε από ξένους, που ήρθαν στη χώρα μας, αλλά από Έλληνες, που ζουν στην Ελλάδα. Ορισμένες παράγονται στη χώρα μας από εταιρείες, που διαφημίζουν τα προϊόντα τους, ή από τράπεζες δικές μας ή από τον ΟΤΕ, για να διαφημίσουν τα τραπεζικά ή τα τηλεπικοινωνιακά προϊόντα τους. Και η απορία του απλού Έλληνα είναι: Γιατί να μη διατυπώνονται ή να εκφράζονται αυτά στην απλή ελληνική γλώσσα, ώστε να καταλαβαίνει ο κάθε Έλληνας;[4]
Βλέπομε επίσης στους δρόμους, στα καταστήματα, στις επιχειρήσεις και στα εργαστήρια και αλλού ξενόγλωσσες επιγραφές, ιδιαίτερα αγγλικές, σαν να βρισκόμαστε σε ξένη χώρα ή σαν να είμαστε μία χώρα κατακτημένη από έναν ξενόφωνο κατακτητή. Κι όμως είμαστε Έλληνες, ζούμε στην Ελλάδα και επικοινωνούμε μεταξύ μας με ελληνικά. Υποτιμούμε την ελληνική μας γλώσσα, αν και το 40% ως 70% της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας είναι ελληνικές και, αν και η αγγλική, που σήμερα είναι διεθνής γλώσσα σε όλον τον κόσμο, έχει 75.000 ελληνικές λέξεις, ενώ από την τουρκική μόνο 57 και από τη σλαβική 34.[5] Αντίθετα εμείς χρησιμοποιούμε συχνά, ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο, ξένες λέξεις, κυρίως αγγλικές, άγνωστες στους περισσότερους Έλληνες, σαν να ντρεπόμαστε να χρησιμοποιούμε τη δική μας νεοελληνική γλώσσα. Τουλάχιστον ας βάζομε σε παρένθεση τη σημασία τους στην ελληνική γλώσσα. Ας έχομε υπόψη μας ότι έχομε κάτι, που δεν το έχει κανένας λαός στον κόσμο. Η ελληνική γλώσσα, αν και προέρχεται από μία μικρή χώρα, είναι η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου. Είναι αυτή που ανέδειξε τη φιλοσοφία, την ποίηση, την ιστορία, τα μαθηματικά, την ιατρική και άλλες επιστήμες, ακόμη και την τεχνική, καθώς και το χριστιανισμό. Το ερευνητικό κέντρο Ιρβάν της Καλιφόρνιας της Αμερικής έχει καταχωρήσει στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του 90.000.000 λεκτικούς τύπους της ελληνικής γλώσσας, ενώ της αγγλικής δεν ξεπερνούν τις 400.000 και της λατινικής τα 9.000.000.[6]
Κι ένας ξένος που έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, βλέποντας παντού ξενόγλωσσες επιγραφές, μπορεί να διερωτάται: Μήπως δε βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά σε κάποια άλλη χώρα; Και να σκεφτούμε ότι στο Τορόντο του Καναδά και στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου έχουν μεταναστεύσει εκεί πολλοί Έλληνες, οι ονομασίες των δρόμων και των καταστημάτων είναι γραμμένες εκτός από τα αγγλικά και στα ελληνικά. Δυστυχώς εμείς εδώ στην Ελλάδα απεμπολούμε τη γλώσσα μας, η οποία μαζί με τη χριστιανική μας θρησκεία στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας μας βοήθησε να διατηρήσομε την ελληνική εθνότητά μας. Επίσης και ο νόμος 2946/2001 ορίζει ρητά ότι απαγορεύονται οι ξενόγλωσσες επιγραφές και επιβάλλει μάλιστα και πρόστιμο στους παραβάτες του από 587 ως 5870 Ευρώ. Μάλιστα καθιστά υπεύθυνους για την τήρησή τους τις δημοτικές, τις αστυνομικές και τις εισαγγελικές Αρχές και σύμφωνα με αυτόν οι παράνομες πινακίδες αφαιρούνται.[7] Σημειωτέο ότι ήδη από το 1931 με το Ν. 5117 επί της Κυβέρνησης Βενιζέλου υποχρεώνονταν οι επιχειρήσεις να αναγράφονται οι επιγραφές τους στην ελληνική γλώσσα με μεγάλα γράμματα. Επίσης, η χρήση της λατινικής γραφής στις πινακίδες άρχισε αργά από τη δεκαετία του 1960 και στη δεκαετία του 1970 έγινε πιο έντονη.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον περίφημο «Διάλογό» του, ως υπέρμαχος της απλής νεοελληνικής μας γλώσσας, της δημοτικής, και σφοδρός πολέμιος του αρχαϊσμού τονίζει: Μήγαρις (= μήπως) έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Ταυτίζει τους αρχαΐζοντες με τους κατακτητές μας, τους Τούρκους. Και δυστυχώς η εθνική μας τύφλωση έφτασε στο σημείο οι αρχαϊστές να ταυτίζουν ήδη από το 19ο και 20ό αιώνα τους δημοτικιστές με τους Σλάβους και τους Κομμουνιστές. Και αγνοούν ότι κατά την επανάσταση του 1821 τα επαναστατικά διαγγέλματα (= επίσημες βαρυσήμαντες αγγελίες), διακηρύξεις, Συντάγματα και Απομνημονεύματα των αγωνιστών είναι διατυπωμένα στην απλή κατανοητή λαϊκή γλώσσα, τη δημοτική. Κι όμως ο υπερ-αρχαϊστής καθηγητής της φιλοσοφικής Αθηνών Κωνσταντίνος Κόντος (1834 – 1909) κατά το 19ο αιώνα ονόμαζε τη δημοτική γλώσσα γλωσσικό «όργανο του αγροίκου, του εκ μακράς δουλείας νεναρκωμένου Ρωμιού, του ρυπαρού και βρωμολόγου όχλου», ενώ αντίθετα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε σε μεταγενέστερη εποχή: «Τα πνεύματα και οι τόνοι είναι τα ενοχλητικά έντομα, που κάθονται στα πανέμορφα λουλούδια των λέξεων». Αλλά και ο Σεφέρης λέει σ’ ένα ποίημά του: «Ο Θεός μας χάρισε μία γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα, χαριτωμένη, που αντέχει, μολονότι έχομε εξαπολύσει όλα τα θηρία να τη φάνε».
Και δυστυχώς στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, τότε που φακελώνονταν οι Δημοτικιστές ως Κομμουνιστές, τελικά επικράτησε στην πολιτική η λογική και στα 1976 επί πρωθυπουργού Ράλλη καθιερώθηκε με νόμο η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Δυστυχώς όμως σήμερα (2018) κινδυνεύει τώρα η νεοελληνική μας γλώσσα να καταντήσει μια ξύλινη γλώσσα, δυσνόητη από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Και αυτή η τάση καλλιεργείται από άγνοια από ορισμένους Έλληνες, οι οποίοι αγνοούν ότι ο σκοπός της γλώσσας είναι να εκφράζονται και να διατυπώνονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα του ανθρώπου με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να κατανοούνται από τους άλλους. Και στο να μη εκφράζονται αυτά έτσι συντελεί και η είσοδος στη γλώσσα μας ξένων λέξεων. Και ο κίνδυνος της άλωσης γενικά όλων των γλωσσών πηγάζει και από έξω, από τα τεράστια οικονομικά συγκροτήματα, που επιδιώκουν τη γλωσσική και εθνική ισοπέδωση των λαών.[8] Και βλέπομε να συμβάλλουν σ’ αυτό και ορισμένοι, ακόμη και καθηγητές ΑΕΙ με το κοινωνικό κύρος τους με διάφορα δημοσιεύματά τους στον τύπο. Μάλιστα ένας πολυγραφότατος εκφράζεται για τη δημοτική γλώσσα σε άρθρο του σε εφημερίδα ότι θεσμοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους ένα εκτρωματικό γλωσσικό ιδίωμα τεχνητής δημοτικής και ότι η επιβολή του μονοτονικού συντελεί στο να θεωρεί ο σημερινός Έλληνας τα αρχαία ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Επίσης κι ένας άλλος τονίζει «με το κοινωνικό του κύρος» ότι η κατάργηση της καθαρεύουσας, αν και δε δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα στην κατανόησή της, έβλαψε σοβαρά τη γλωσσική μας παιδεία. Και υποστηρίζει ακόμη ότι η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος συνετέλεσε στο να χάσει η νεοελληνική γλώσσα τη μουσικότητά της.[9] Για όνομα του Θεού, τι άλλο θα ακούσομε!
[1] Απόστολος Λακασάς, Η γλώσσα μας στα πέρατα του κόσμου, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα, 7 (Ιούλ. – Σεπτ. 2007), σ. 636.
[2] Αντώνιος Α. Αντωνάκος, Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί γλώσσης, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 4 (Ιούλ. – Σεπτ. 2004), σ. 83.
[3] Κωνσταντίνος Ηλ. Μήτσιος, Η γλώσσα μας είναι υπόθεση όλων μας, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 4 (Ιούλ. –Σεπτ. 2004), σ. 43.
[4] Κωνσταντίνος Καρκανιάς, Ελληνική γλώσσα και ορολογία, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 4 (Ιούλ – Σεπτ. 2004), σ. 33.
[5] Αντώνιος Κουνάδης, Η οικουμενικότητα της ελληνικής, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 4 (Οκτ. – Δεκ. 2004), σ. 366, Αντώνιος Κόντος, Γλωσσικά ανάλεκτα, Διεθνής Ελληνική Γλώσσα 4 (ιούλ. – Σεπτ. 2004) ,σ. 52, Αριστείδης Ε. Κωνσταντινίδης, Η οικουμενική διάσταση της ελληνικής γλώσσας, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 7 (Ιούλ. – Σεπτ. 2007), σ. 636.
[6] Γ. Λεούσης, Επικοινωνία και ελληνική γλώσσα, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 5 (Ιαν. – Μάρτ. 2007), σ. 394, Αντώνιος Κουνάδης, ό.π., σ. 365.
[7] Μιχ. Γ. Μερακλής, Ξενόγλωσσες διαφημίσεις, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 4 (Οκτ. – Δεκ. 2008), σ. 332, Β. Καρβουνιάρης, Το νομικό πλαίσιο για τη γλώσσα των επιγραφών, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 5 (Ιαν. – Μαρτ. 2007), σσ. 398-399.
[8] Σαράντος Ι. Καργάκος, Η γλωσσική πορεία τους γένους κατά την Τουρκοκρατία, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 5 (Ιαν. – Μαρτ. 2007), σσ. 432 – 433.
[9] Αντώνιος Ν. Κουνάδης, Ελληνική γλώσσα ανά τον κόσμο: Παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η σημερινή κατάσταση και οι προοπτικές στην Ελλάδα, Ελληνική Διεθνής Γλώσσα 6 (Απρ. – Ιούν. 2009), σ. 528.
- Προηγούμενο Απαγόρευση αλιείας της Καραβίδας στα εσωτερικά νερά, λόγω αναπαραγωγής τους
- Επόμενο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Γρεβενών : Ψήφισμα συμπαράστασης στις καθαρίστριες