Γιάννης Μακρυγιάννης: Μια ελληνική καρδιά *Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο βασιλιάς Όθωνας
Το 1832 η Ελλάδα μετά από έναν εννιάχρονο επαναστατικό αγώνα έγινε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος με περιορισμένα σύνορα και 750000 πληθυσμό, με βασιλιά τον πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα υπό την εγγύηση – κηδεμονία των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Μία νέα περίοδος αρχίζει και στα τριάντα περίπου χρόνια της βασιλείας του Όθωνα θα τεθούν οι βάσεις του νεοελληνικού κράτους σε διαφορετική κατεύθυνση από τις αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν οι Έλληνες και το πολίτευμα που είχαν διακηρύξει στις τρεις Εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Γιατί, ενώ οι αγωνιστές ήθελαν ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμα, τα πρώτα δέκα χρόνια οι Βαυαροί Αντιβασιλείς κυβέρνησαν αυταρχικά και συγκεντρωτικά, προσπαθώντας να δυτικοποιήσουν την Ελλάδα και παραγκωνίζοντας τους Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς και την Εκκλησία.
Μετά το 1843 με την επανάσταση για το Σύνταγμα , άρχισαν τα κόμματα (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό) που ήταν προσωποπαγή και πελατειακά να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή, αλλά υπήρχε πολλή αστάθεια, επειδή επικρατούσε ο φατριασμός και ο κομματισμός. Τότε για πρώτη φορά γεννήθηκε και η Μεγάλη Ιδέα, η απελευθέρωση δηλαδή των αλύτρωτων αδερφών που θα σφραγίσει την εξωτερική πολιτική μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και θα δικαιωθεί εν μέρει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Όλα βέβαια γίνονταν πάντα υπό τον έλεγχο και τη δυναμική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, περισσότερο της Αγγλίας και λιγότερο της Γαλλίας. Ο Μακρυγιάννης θα βιώσει όλα αυτά τα γεγονότα και θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο με κίνδυνο της ζωής του πολλές φορές στην προσπάθεια του να συμβουλεύει ορθά τον Βασιλιά και να ενώσει τα κόμματα.
Όπως συνέβη και με τον Καποδίστρια, καλωσόρισε τον ερχομό του Όθωνα τον Ιανουάριο του 1833 και πίστεψε ότι θα ξεκινήσει μια νέα περίοδος που η πατρίδα του θα κυβερνηθεί με νόμους και δικαιοσύνη. Τον αντιφώνησε μάλιστα την πρώτη ημέρα υποσχόμενος υπακοή και προστασία, αλλά απαίτησε και δικαιοσύνη στα δεινά των Ελλήνων, χόρεψε προς τιμήν του και του χάρισε δύο ωραία αγάλματα: «Σήµερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαµένη και σβυσµένη. Σήµερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας µας, οπού αποχτήσαµεν µε την δύναµη του Θεού. ∆όξα να ‘χη το πανάγαθό σου όνοµα, Κύριε, παντοδύναµε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τα 1833 Γεναρίου 18 άραξε εις τ’ Ανάπλι…”Θεία χάρη θέλησε να µας δυναµώση ” και να µας σώση από την τυραγνίαν του Σουλτάνου και σήµερα αξιωθήκαµεν ν’ απολάψωµεν τον Βασιλέα µας. Εµείς έχοµεν χρέος να σε ακούµεν και να σε φυλάµεν µε την ζωή µας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη “σου εις τα δεινά µας. Ζήτω ο Βασιλέας και οι ευεργέτες µας ∆ύναµες!”… Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρη κάτι στρατιώτες και στο Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων, χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσα κ’ εγώ εκεί πέρναγα. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε να μην καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν. (Βγάζω και τους δίνω τριακόσια πενήντα τάλλαρα). Κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό, τι ζητήσετε δια να μείνουν εις την πατρίδα μας απάνω». Και τάχα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμεύσουν δια την πατρίδα…Πήραν την ευκαρίστησιν από ‘µένα• “”κ’ επαινούν” τον πατριωτισµόν µου• και είµαι όλως-διόλου ο πιστός της πατρίδος “και Βασιλέως””. Και µ’ ονόµασαν τάσι φαρφουρένιον αµόλυντο, ότι τους άλλους” πολλούς οπλαρχηγούς καθεµερινώς έρχονταν οι κάτοικοι και παρουσιάζονταν εις τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία και δίναν αναφορές αναντίον τους, οπού τους είχαν γυµνώση. ∆ια ‘µέναν και δια όσους οδηγούσα αρχή ως τέλος µας γλύτωσε ο Θεός και κανένα πρωτόκολλο ούτε του Κράτους γενικώς, ούτε της Κυβέρνησης δεν είναι µολεµένα.».
Ο Όθωνας από την αρχή συμπάθησε τον Μακρυγιάννη για την παρρησία και την ειλικρίνειά του και ζητούσε πάντοτε τη συμβουλή του. Ζήτησε μάλιστα και βάπτισε το τέταρτο γιο του Όθωνα και διέταξε τον Έυδεκ που γνώριζε και εκτιμούσε τον Μακρυγιάννη από τα χρόνια της Επανάστασης να τον ακούει και να συνεργάζεται μαζί του. Οι προτάσεις του Ρουμελιώτη αγωνιστή τόσο για την αξιολόγηση και την αξιοποίηση των αγωνιστών, όσο και για τη διανομή των εθνικών γαιών, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά οι Αντιβασιλείς επηρεάστηκαν από την εξέγερση των αγωνιστών που την υποκίνησαν οι πολιτικοί και εξώθησαν έναν μεγάλο αριθμό από αυτούς προς την Τουρκία, προκαλώντας μεγάλη θλίψη στον Μακρυγιάννη, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του υπερασπιστή τους. Τους πρώτους πέντε μήνες είχε κιόλας απογοητευτεί από τις αποφάσεις και, αφού απέρριψε την πρόταση της Αντιβασιλείας να γίνει αρχηγός της Χωροφυλακής, αποφάσισε να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα.
Για την κατάσταση στο Ναύπλιο, πριν την αναχώρησή του για την Αθήνα γράφει: «Θέλουν να µε κάµουν αρχηγόν της χωροφυλακής. Τους έδωσα γνώµη να βάλουν απ’ ούλους τους σηµαντικούς δια-να ενωθή το Κράτος µε τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. ∆ιορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και µε διορίζουν “κ’ εµένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά. “”Ούτε εις την” “οδηγίαν του Γραλλιάρη µπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέµατά µου βγάζω””. ” Τότε, σαν δεν θέλησα να ‘µπω εις αυτείνη την ‘πηρεσία, πήρα την άδεια και µε την φαµελιά µου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του-κάκου κοπιάζοµεν. Και δυστυχία εµάς και της πατρίδος µας. 1833 Μαγιού 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί µας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να ‘περισκύση η δική-του φατρία. ‘Αλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς µας τήραγαν κι’ αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ήβραν αλώνι ν’ αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες µε τους δικούς µας».
Στην Αθήνα θα αρχίσει το πολυκύμαντο πολιτικό στάδιο του Μακρυγιάννη ο οποίος δεν μπορούσε να μείνει απαθής στα πολιτικά δρώμενα καθώς αισθανόταν τον εαυτό του ως πατριδοφύλακα και ως εκφραστή της εθνικής συνείδησης, προστάτη των φτωχών αγωνιστών και των οικογενειών τους που επαιτούσαν λόγω της πενίας. Εκεί θα χτίσει το σπίτι του, δίπλα στους στύλους του Ολυμπίου Διός και εξαιτίας της σταδιακής επιδείνωσης της υγείας του θα περνάει αρκετό χρόνο ασχολούμενος με την κηπευτική και συγγράφοντας τα Απομνημονεύματά του σε μια διπλανή σπηλιά που έμοιαζε με κελί μοναχού. Τον Αύγουστο του 1834 θα μεταφερθεί και η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα και θα αναθερμανθούν οι σχέσεις του με τον Βασιλιά.
Τότε πολλοί φτωχοί αξιωματικοί ήρθαν στην Αθήνα και παρακαλούσαν τον Μακρυγιάννη να τους βοηθήσει. Αυτός παραχώρησε παραπάνω από τον μισό μισθό του για τους αγωνιστές και με ένα συγκινητικό λόγο έπεισε τον Βασιλιά να τους δώσει ένα ικανοποιητικό βοήθημα, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι τον κατηγορούσα ότι τάχα ετοιμάζει επανάσταση σελ. 367 – 368: «”Τότε πάγει ο Κωλέτης και λέγει της Αντιβασιλείας• “”Αυτός οπού ‘καµεν ” “αυτό µαζώνει όλους τους αδικηµένους και θα κάµη απανάστασιν”” -κι’ αν ” µου ‘ρθε παρόµοια ιδέα, να ‘χω την κατάρα της πατρίδος! Και δίνει γνώµη να µε πιάσουν να µε στείλουν εις το Παλαµήδι να µε φυλακώσουνε…”Κ’ εγώ λυπούµαι” τους δυστυχείς και δια την ησυχίαν του κράτους σου, οπού είναι η πατρίδα µου, έκοψα το ψωµί από τα παιδιά µου να το δώσω των φτωχών “αγωνιστών””… Και µε γλύτωσε ο Βασιλέας από τους απατεώνες, οπού θα µ’ έχαναν αδίκως δια-να θέλω να κάµω καλό».
Τον Μάιο του 1835 γίνεται η ενθρόνιση του Όθωνα και αμέσως μετά μεταβαίνει στη Βαυαρία για να νυμφευτεί. Άφησε τότε την εξουσία στον αρχικαγκελλάριο Άρμανσμπεργκ μέχρι την επιστροφή του τον Φεβρουάριο του 1837. Ο Μακρυγιάννης ως δημοτικός σύμβουλος θα συγκρουστεί σφοδρά με τον Άρμανσμπεργκ εξαιτίας της κακοδιοίκησης και της ανασφάλειας που επικρατούσε, θα δημιουργήσει ένα σώμα πολιτοφυλακής και θα στείλει επιστολή στον Όθωνα για τις καταχρήσεις του αρχικαγκελλάριου, με αποτέλεσμα να πολιορκηθεί και να αποκλειστεί στο σπίτι του. Όταν όμως επέστρεψε ο Βασιλιάς και ενημερώθηκε, απέλυσε αμέσως τον Άρμανσμπεργκ και στη θέση του διόρισε τον Ρούδχαρτ, έναν έντιμο πολιτικό τον οποίο επαινεί ο Μακρυγιάννης, αλλά δυστυχώς κυβέρνησε πολύ λίγο, γιατί συκοφαντήθηκε από τον περίγυρό του, έφυγε και στο δρόμο πέθανε από την πίκρα του.
Αυτή την περίοδο άρχισαν να γράφονται και τα πρώτα ιστορικά έργα και απομνημονεύματα για την Επανάσταση τα οποία ο Μακρυγιάννης επικρίνει για τη μεροληψία τους, γιατί γράφτηκαν κατά παραγγελία και δεν ήταν αντικειμενικά. Ένοιωσε λοιπόν την ανάγκη να απεικονίσει και τις κυριότερες μάχες του Αγώνα για να φανεί ποιοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Πατρίδα. Έτσι από το 1836 μέχρι το 1839 κάλεσε στο σπίτι του τον Δημήτριο Ζωγράφο και δημιούργησε καθ’ υπόδειξη του 25 ζωγραφικούς πίνακες με λαϊκό τρόπο σε πέντε κόπιες, μία από τις οποίες βρίσκεται σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Τις άλλες τις δώρισε μία στον Βασιλιά και από μία στους πρέσβεις των τριών Δυνάμεων. Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά και σε αυτή την καλλιτεχνική πλευρά του πολυτάλαντου Ρουμελιώτη αγωνιστή. Από το 1839 μέχρι το 1943 θα ασχοληθεί με το κίνημα στην Κρήτη και στη Θεσσαλία που το είχαν σκεφθεί μαζί με τον Τσάμη Καρατάσο και τον Γιώργο Βελέτζα από την πρώτη τους αποστολή στην Ύδρα το 1823 και με την προετοιμασία της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου εναντίον του Όθωνα για την παραχώρηση Συντάγματος. Το πρώτο θα αποτύχει, γιατί δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, ενώ η Επανάσταση θα στεφθεί με επιτυχία, αν και κινδύνευσε να αποκαλυφθεί την τελευταία στιγμή.
Ο Μακρυγιάννης, ο πατέρας αυτής της αναίμακτης Επανάστασης που ξεκίνησε από το σπίτι του το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου, με την βοήθεια του Δημητρίου Καλλέργη και του τακτικού στρατού, κατόρθωσε να επιβάλει τη θέληση του ελληνικού λαού για Σύνταγμα και δικαιοσύνη στον Όθωνα προστατεύοντάς τον από όσους ήταν υπέρ της δολοφονίας του. Ο Όθωνας όμως αργότερα θα αποδειχτεί μνησίκακος και θα τον τιμωρήσει με φυλάκιση. Όλα αυτά τα αφηγείται με δραματικό τρόπο στα ΣΤ’ και Ζ’ κεφάλαια του Γ’ βιβλίου και αξίζει να τα διαβάσετε. Θα παραθέσουμε μόνο τη διαθήκη που έκανε ο Μακρυγιάννης εκείνο το βράδυ που πίστεψε ότι ήταν το τελευταίο του στην οποία διαφαίνονται καθαρά τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή, ελευθερία και δικαιοσύνη, Πατρίδα και Θρησκεία:
«Εις δόξα του δίκιου και μεγάλου Θεού ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΕ. Εσύ, Κύριε, θα σώσεις αυτό το έθνος. Είμαστε …αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας εναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας.Εις δόξαν σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς εναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά την πατρίδα. Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον.
Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτοίνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ’ εμάς.
Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Έχετε γειά, πατριώτες, και εις την άλλη ζωή σμίγομε, εκεί οπούναι και οι άλλοι οι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού βασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού.
Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου. Κοίταξε οτ’ είναι παιδιά του τίμιου αγωνιστή Μακρυγιάννη. Ποτέ αυτός δεν σε ψύχρανε εις τα δεινά σου και τώρα πρόθυμος να πεθάνη διά σένα για να σε ιδούνε τα παιδιά σου ελεύτερη Ελλάδα και όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκωνέ της.
Δια τα παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τον κύριο Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ και την γυναίκα μου. Και ν’ ακολουθήσετε κατά την παλιά μου διαθήκη ό, τι διαλαβάνει κι αν αμελήσετε εις την άλλη ζωή θα μου δώσετε λόγον. Βιαστικός γράφω και με την σημαία μου εις το χέρι. Έχετε γειά όλοι και τυραννίαν να μην αφήσετε να φωλιάση εις την πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα που χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 2 μεσάνυχτα ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ».
Ο Μακρυγιάννης προσπάθησε και πέτυχε να διασφαλίσει την ενότητα και την ομόνοια της Επανάστασης και μύησε και τους αρχηγούς όλων των κομμάτων, τον Αντρέα Μεταξά και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και αποφεύχθηκαν έτσι τα έκτροπα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί. Δυστυχώς όμως αμέσως μετά παραγκωνίστηκε ο στρατηγός και υπερτονίστηκε η προσφορά του Δημητρίου Καλλέργη, γεγονός που τον πίκρανε πολύ. Παρ’ όλα αυτά η δημοτικότητα του και η δύναμή του θα παραμείνει πολύ μεγάλη και θα συνεργαστεί και με τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέτη ελπίζοντας να βοηθήσει για το καλό της πατρίδος.
Πολλοί κατηγόρησαν τον Μακρυγιάννη για αστάθεια και πολιτικό καιροσκοπισμό, επειδή άλλαζε συνεχώς πολιτικές παρατάξεις και συνεργαζόταν με όλους. Αυτό όμως είναι δείγμα πολιτικής απειρίας και μιας κάποιας αφέλειας, γιατί το μοναδικό κίνητρο που το τονίζει παντού και πάντοτε και με κάθε ευκαιρία ήταν η αγάπη του για την Πατρίδα και τη Θρησκεία και τα πατριωτικά του αισθήματα και πίστευε ότι και όλοι οι άλλοι κάποια στιγμή θα άλλαζαν και άφηναν τον δόλο και την απάτη. Όταν ο Μακρυγιάννης θα χάσει κάθε ελπίδα από τον Βασιλιά και τους πολιτικούς θα κλειστεί στο σπίτι του και στον εαυτό του και θα εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στον Θεό, θα γίνει μυστικιστής και θρησκόληπτος(;), θα γράψει και το έργο του «Οράματα και Θάματα», για το οποίο οι γνώμες και οι κριτικές είναι αντιφατικές και από το 1983 που δημοσιεύτηκε, προκάλεσε έντονο διάλογο και αντιπαραθέσεις για την προσωπικότητα στου στρατηγού…
(συνεχίζεται)
- Προηγούμενο …ως Πότε Παληκάρια…θα ζούμε ως τις Εννιά;..*Του Ευθύμη Πολύζου
- Επόμενο Το 97% των αγροτών επέλεξε την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία