Εμπόριο: Έξι στους 10 δεν έχουν e-shop
Σημαντική έλλειψη γνώσης για τη δυναμική και την εμβέλεια των διαδικτυακών πωλήσεων σε μεγάλο μέρος του κόσμου του λιανεμπορίου εντοπίζει έρευνα σε επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης για τα ηλεκτρονικά καταστήματα. Παρά την πανδημία και τα διαδοχικά lockdown, που έχουν επιφέρει βαρύ πλήγμα στις πωλήσεις με παρουσία του καταναλωτή στο φυσικό κατάστημα, το μεγαλύτερο μέρος των εμπόρων δεν έχει στραφεί στη δημιουργία e-shop, για διάφορους λόγους, που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με το κόστος. Από τις απαντήσεις των επιχειρηματιών, ωστόσο, προκύπτει πως ένα σημαντικό ποσοστό δεν γνωρίζει την υπεραξία που μπορεί να του προσδώσει μια ηλεκτρονική «βιτρίνα» ή έχει λανθασμένη εικόνα για τη δυνατότητά του να πουλήσει τα προϊόντα του μέσω διαδικτύου.
Από την έρευνα της Palmos Analysis για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης σε 194 λιανεμπορικές επιχειρήσεις-μέλη του, προκύπτει ότι το 40% διαθέτει e-shop και το 60% όχι.
Πάνω από το 1/3 όσων δεν διαθέτουν e-shop (35%) αναφέρει ως βασική αιτία το κόστος. Σχεδόν ένας στους πέντε (19%) θεωρούν ότι το αντικείμενο που εμπορεύονται δεν μπορεί να πωληθεί μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος. Ωστόσο, όπως φαίνεται από την καταγραφή του συγκεκριμένου κλάδου εμπορίας κάθε εταιρείας, άνω του 80% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δραστηριοποιούνται σε κλάδους που θα μπορούσαν να έχουν ηλεκτρονικές πωλήσεις. Επομένως, όπως αναφέρει το ΕΒΕΘ, «φαίνεται να υπάρχει έλλειμμα ενημέρωσης/γνώσης σχετικά με τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού εμπορίου και τις λύσεις που μπορεί να προσφέρει στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις».
Αξιοσημείωτο είναι το 12% που απαντά «δεν χρειάζεται/δεν επιθυμώ» και άλλο ένα 3% «από αμέλεια/δεν ασχολούμαι». Ένας στους 10% επικαλείται έλλειψη χρόνου/προσωπικού, ενώ ένα 9% απάντησε πως το ηλεκτρονικό του κατάστημα είναι υπό κατασκευή.
Marketplaces και μηχανές αναζήτησης – σύγκρισης τιμών
Το 43% των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην έρευνα έχουν παρουσία σε διαδικτυακές αγορές μέσω marketplaces και το 39% συμμετέχει σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών που παρέχονται μέσω τρίτων.
Το κόστος συμμετοχής κυριαρχεί και εδώ στις απαντήσεις όσων δεν έχουν παρουσία σε ανάλογους διαδικτυακούς τόπους, αν και με μικρότερο ποσοστό (18% και 19% αντίστοιχα). Ωστόσο, από τις απαντήσεις προκύπτει ακόμη πιο σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσης για τη λειτουργία και τη χρησιμότητα ανάλογων εφαρμογών στην αύξηση των πωλήσεων και της πελατειακής βάσης της επιχείρησης. Ένα ποσοστό 13% δηλώνει πως δεν γνωρίζει τι σημαίνουν και πώς λειτουργούν, ενώ σημαντικά ποσοστά θεωρούν πως δεν τα χρειάζονται.
Νοοτροπία «συνοικιακού καταστήματος»
Ένας στους τέσσερις (26%) ιδιοκτήτες επιχειρήσεων δηλώνουν ότι λαμβάνουν υπόψη «λίγο» ή «καθόλου» την εμπορική πολιτική των διαδικτυακών λιανοπωλητών του κλάδου τους που εδρεύουν στην Ελλάδα, ενώ 45% είναι το αντίστοιχο ποσοστό σε ό,τι αφορά τους διαδικτυακούς λιανοπωλητές που εδρεύουν στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΕΒΕΘ, «τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι κυριαρχεί στις τοπικές επιχειρήσεις λιανεμπορίου μια νοοτροπία “συνοικιακού καταστήματος”, που μάλλον δεν έχει αντιληφθεί τη δυναμική και την εμβέλεια των διαδικτυακών πωλήσεων, την υπερτοπικότητα των διαδικτυακών αγορών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, που μπορεί να απευθυνθεί σε δυνητικούς πελάτες έξω από τους γεωγραφικούς περιορισμούς ενός φυσικού καταστήματος».
Σε μεγάλο ποσοστό (80%) οι επιχειρήσεις θεωρούν «πολύ» ή «αρκετά» σημαντική τη χρήση συστημάτων αξιολόγησης των προϊόντων και των λιανοπωλητών από τους καταναλωτές στις μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών για την τελική τους επιλογή. Στον αντίποδα, το 19% δηλώνουν ότι δεν θεωρούν τα συστήματα αυτά σημαντικά, επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων που δεν έχουν αντιληφθεί σε όλη τους την έκταση τη χρήση και την υπεραξία των νέων ηλεκτρονικών καναλιών διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών, τις ευκαιρίες αλλά και τις απειλές που υπάρχουν από την μη (ορθή) χρήση τους από τις επιχειρήσεις.
Το 75% θεωρεί πως οι περισσότεροι καταναλωτές προτιμούν να λαμβάνουν πληροφορίες ή συμβουλές ή κριτικές πελατών και βαθμολογίες για προϊόντα από διαδικτυακά καταστήματα ή μηχανές αναζήτησης τιμών και στη συνέχεια να αγοράζουν τα προϊόντα αυτά από φυσικά καταστήματα.
Η αντίστροφη διαδικασία (λήψη πληροφοριών ή συμβουλών ή δοκιμή προϊόντος σε φυσικό κατάστημα και εν συνεχεία αγορά του προϊόντος διαδικτυακά) αποτελεί «Πολύ» ή «Αρκετά» συχνή πρακτική σύμφωνα με το 60% των ερωτηθέντων.
Η ταυτότητα της έρευνας
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις 23 Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου 2021, με online ερωτηματολόγιο. Ανταποκρίθηκαν 194 επιχειρήσεις, στην πλειοψηφία τους μικρές, καθώς το 53% ήταν ατομικές, το 20% ΟΕ, το 11% ΙΚΕ, το 9% ΑΕ και το 5% ΕΕ. Το 74% εξ αυτών απασχολεί μέχρι 5 εργαζόμενους, το 13% από 6-10, το 7% από 11-20, το 4% από 21-50 και το 1% πάνω από 50 εργαζόμενους. Το 47% κάνει έχει κύκλο εργασιών μέχρι 100.000, το 19% από 100.000-250.00,το 10% από 250-500.000 το 7% από 500-1.000.000 και το 10% πάνω από 1 εκατομμύριο ευρώ.
Το 19% των επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στον κλάδο ένδυσης – υπόδησης. Το 15% στην εμπορία ειδών τέχνης, κοσμημάτων, βαπτιστικών, το 9% σε παραφαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά, 9% σε ηλεκτρικά είδη και ανταλλακτικά και το υπόλοιπο σε άλλους κλάδους.
- Προηγούμενο Ως τα τέλη Μαρτίου αναμένεται η πληρωμή πρώτων συνδεδεμένων
- Επόμενο Εθνικός Ύμνος: Για πρώτη φορά στη νοηματική γλώσσα