Ελληνική δισκογραφία: Η ραγδαία πτώση στις εκδόσεις
Από τον καιρό που η ελληνική δισκογραφία μετρούσε με τετραψήφια νούμερα τις εκδόσεις της, περάσαμε την προηγούμενη δεκαετία στους τριψήφιους αριθμούς. Οι 1.395 εκδόσεις του 2010, απομεινάρια της χρυσής δεκαετίας του 2000, μειώθηκαν και φτάσαμε, το 2019, η ετήσια παραγωγή να κλείνει μόλις με 415 τίτλους δίσκων.
Τι συνέβη σε αυτά τα δέκα χρόνια; Πολλά. Είχαμε την έκρηξη του ελληνικού ραπ με τα παρακλάδια του όπως το τραπ, με πολλούς νέους δημιουργούς 18 και 20 ετών, που έγιναν mainstream μετρώντας την επιτυχία τους με views, και ξέχειλα από πιτσιρικάδες κλαμπ, τραγουδώντας για το περιθώριο, το χρήμα, τα ναρκωτικά κ.ά.
Αλλαξε κυρίως ο τρόπος που ακούμε ή αγοράζουμε μουσική. Απαξιώσαμε το cd, τη δισκογραφία με τον τρόπο που τη γνωρίζαμε, αλλάξαμε συνήθειες. Καταφεύγουμε σε ψηφιακές βιβλιοθήκες, στα Spotify, iTunes, YouΤube για απεριόριστη πρόσβαση σε εκατομμύρια τραγούδια, ενώ ελάχιστοι έμειναν με LP και CD στις δισκοθήκες τους.
Η έκδοση 415 τίτλων τη χρονιά που πέρασε μας γυρίζει πια στα μέσα της δεκαετίας του ’70, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Πέτρου Δραγουμάνου, του μαθηματικού που καταγράφει τον πλήρη κατάλογο της ελληνικής δισκογραφίας από το 1950 κάθε χρόνο, εκδίδοντας πρώτα σε βιβλίο και εν συνεχεία σε dvd την ετήσια παραγωγή, και τώρα πια μέσα από το https://diskografia.musiconline.gr/.
Συλλεκτικά αντικείμενα
«Αυτά τα χρόνια, παρακολουθούμε μια αύξηση των παραγωγών που εκδίδονται σε βινύλιο. Αρχίζοντας με 10 εκδόσεις το 2010 μόνο βινύλιο, 17 βινύλιο και cd όταν είχαμε την ίδια περίοδο 1.368 cd. Το 2019 εκδόθηκαν (μπορεί να προστεθούν λίγοι ακόμη τίτλοι έως το τέλος του μήνα) 80 δίσκοι βινυλίου, 26 βινυλίου και cd και μόνο 309 cd. Ετσι μετράμε συνολικά 415 εκδόσεις. Το ενδιαφέρον για το βινύλιο είναι μια τάση, τίποτε παραπάνω», λέει στην «Κ» ο Π. Δραγουμάνος. Κάθε τέτοια έκδοση δεν ξεπερνά τα 300 αντίτυπα. Και αυτά χωρίζονται σε χρώματα: κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, ροζ. «Στην ουσία κατασκευάζουν συλλεκτικά αντικείμενα. Ομως, επειδή οι αγοραστές του βινυλίου δεν έχουν όλοι πικάπ, αφού πολλοί αγοράζουν για συλλεκτικούς λόγους, σε κάθε βινύλιο δίνονται κωδικοί για το ψηφιακό κατέβασμα του δίσκου».
Η δεκαετία που πέρασε μας έδειξε με κάθε τρόπο ότι δεν πουλάνε πλέον οι δίσκοι. Η απόρριψη του γνώριμου έως τώρα προϊόντος και ο νέος τρόπος ακρόασης τραγουδιών, δωρεάν, επί πληρωμή, νόμιμα ή παράνομα, «δείχνει πως δεν είναι υπόθεση μόνο των εφήβων αλλά και των 40άρηδων. Η γενιά της ψηφιακής μουσικής διάλεξε τον δικό της τρόπο».
Ποιοι συντηρούν τη δισκογραφία με την παραδοσιακή μορφή της; «Οι ίδιοι οι τραγουδιστές, που τυπώνουν συνήθως 500 αντίτυπα και τα μοιράζουν σε παραγωγούς ή τα πουλάνε στις συναυλίες τους. Η φιλοδοξία τους είναι να υπάρχει ο δίσκος τους στα ράφια των δέκα δισκοπωλείων που απέμειναν. Εδώ και χρόνια, οι δίσκοι χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τους ίδιους τους καλλιτέχνες, με εξαίρεση κάποια πρώτα ονόματα. Και σε αυτή την κατηγορία, αρκετοί πληρώνουν τις παραγωγές τους. Γνωρίζω από δισκάδικα φίλων, ότι οι ίδιοι οι τραγουδιστές ή εκπρόσωποί τους δίνουν πέντε ή δέκα αντίτυπα, και αν πουληθούν έχει καλώς. Ετσι κινούνται πλέον τα πράγματα. Αυτό που προσπαθούν πια οι καλλιτέχνες, δεν είναι να βγάλουν ολόκληρο δίσκο, αλλά δύο τραγούδια και να τα ανεβάσουν στο ΥouΤube».
Βγάζοντας οι περισσότεροι δυο τραγούδια τον χρόνο διαδικτυακά, οι δισκογραφικές εταιρείες σχηματίζουν συλλογές, όχι με τις επιτυχίες της χρονιάς όπως έκαναν άλλοτε, αλλά καινούργιων τραγουδιών που δεν εκδόθηκαν σε υλική μορφή. «Συλλέγουν δηλαδή από κάθε τραγουδιστή».
Παρότι αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, έχει ενδιαφέρον ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανεξάρτητων εταιρειών. «Διότι αναλαμβάνουν τον ρόλο του εργολάβου. Οι τραγουδιστές που έχουν έτοιμο ηχογραφημένο υλικό, δεν απευθύνονται στις μεγάλες εταιρείες που προωθούν κυρίως το τραγούδι της πίστας, αλλά στις μικρές οι οποίες αναλαμβάνουν να τους εξυπηρετήσουν με μικρότερο κόστος, περίπου 300 ευρώ κι αυτά για την έκδοση των απαραίτητων τιμολογίων. Το κόστος κατασκευής ενός cd είναι 1,5 ευρώ με το κουτί». Οσο για το κόστος της ηχογράφησης, το οποίο αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι τραγουδιστές, «εξαρτάται από πόσους φίλους έχει κάποιος, τι ποιότητα ήχου θέλει, ποιο στούντιο επιλέγει». Οι μικρές εταιρείες αναλαμβάνουν συνήθως τους εκφραστές του έντεχνου τραγουδιού και των παραδοσιακών τραγουδιών, ενώ οι μεγάλες δισκογραφικές κυρίως το τραγούδι της πίστας. Αλλά και το ελληνικό ραπ, για το οποίο δείχνουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, παρότι οι εκφραστές του μιμούνται με ακρίβεια τα στερεότυπα των Αμερικανών ράπερ.
Γιάννης Κωνσταντινίδης – Polispost.gr
- Προηγούμενο NBA Ανεπανάληπτος Βινς Κάρτερ: Ο πρώτος ΝΒΑερ που έχει παίξει 4 διαφορετικές δεκαετίες! ( Video )
- Επόμενο Προ των πυλών ο «Ηφαιστίωνας» με χιόνια και στην Αττική