Τον έρωτά του ο καθένας τον ψάλλει στη γλώσσα του…*Της Αικατερίνης Ζιώγα
Σε προηγούμενο άρθρο με το θέμα ”Αυτή η νέα γενιά…” είχαμε σταματήσει στην απάντηση που δόθηκε από το νεαρό στην ερώτηση πώς θα ήθελε την Εκκλησία.
Στον παρόντα χώρο του κειμένου είναι αδύνατο να μεταφέρουμε από το βιβλίο την απάντηση στην ολότητά της, αλλά και τις ποικίλες άλλες ερωτήσεις και απαντήσεις που καταγράφει ο καταξιωμένος ιεράρχης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.Νικόλαος και οι οποίες στηρίζονται σε πραγματική βάση.
Και γιατί πράγματι έγινε αυτή ή αυτές οι συζητήσεις, αλλά και γιατί εκφράζουν τις αναζητήσεις και απόψεις της σύγχρονης νεολαίας.
Οι ερωτήσεις βέβαια όσο και οι απαντήσεις που δίνονται είναι καταπληκτικές.
Όσοι θέλουν να τις μελετήσουν ας ψάξουν το βιβλίο: ”Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω”, Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Εμείς συνεχίζουμε σήμερα το κείμενό μας με άλλο θέμα, που νομίζω ανταποκρίνεται και στην επιθυμία του νεαρού Θάνου.
Κι αρχίζουμε με ένα στιγμιότυπο.
Ήμουν σε χωριό μια Μ.Πέμπτη, πριν έρθει ο καινούργιος επίσκοπος, και παρακολούθησα στη δική του εκκλησία την ακολουθία των παθών του Κυρίου.
Εκείνο που παρατήρησα ήταν ότι ως το τέλος δεν έμειναν όλοι οι χριστιανοί κι όσοι έμειναν δε μπορούσαν να καταλάβουν γρι απ΄όσα διάβαζε ο ιερέας κι έψαλλαν οι παράφωνοι ψαλτάδες — τόσο βέβαια μπορούσαν οι άνθρωποι κι ευτυχώς που μπορούσαν κι αυτό –.
Ήμουν ήδη προβληματισμένη, όταν στο τέλος της ακολουθίας με πλησίασε και κάποια μεσήλικας κυρία, για να μου πει: Μωρ΄ παιδί μ, πώς να γίνει να μου εξηγήσεις τι έλεγαν αυτά τα τροπάρια απόψε.
Απ΄τα Ευαγγέλια μόνο το ”Σταυρωθήτω” μου έμεινε.
Του δημοτικού είμαι.
Αλλά και τα εγγόνια μου, ο ένας του Λυκείου και η εγγονή μου πρωτοετής φοιτήτρια, δεν ήρθαν στην εκκλησία, γιατί κι αυτά δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν οι ψαλτάδες κι ο παπάς μου λένε.
Άσε μας ρε γιαγιά, να πάω και να μη καταλαβαίνω, με παραπήρε ο εγγονός.
Κι εγγονή: άσε ρε γιαγιά κι εδώ οι διακρίσεις. Έφτιαξαν και την Εκκλησία μόνο για τις θεούσες…
Με συγκίνησε η κυρα-Σοφία.
Ήταν απάντηση σ΄αυτό που αναρωτιόμουν: καλά μόνο εγώ βλέπω ότι υπάρχει ανάγκη τα λατρευτικά κείμενα να μεταφερθούν στη γλώσσα του λαού;
Προσπάθησα να συναντηθώ με τα εγγόνια της.
Όταν η συζήτησή μας ήρθε στο θέμα της λατρείας, η εγγονή της γιαγιάς μου είπε:
Γιατί δεν προσαρμόζουν τη λατρεία στις ανάγκες του λαού;
Φοιτήτρια είμαι, άριστη στο Γυμνάσιο στα Αρχαία Ελληνικά, Όσες φορές όμως ήρθα στην Εκκλησία, έφυγα με ένα κενό μέσα μου.
Τι μου έφταιγε δεν ήξερα.
Αργότερα το ερμήνευσα. Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν και μένει αναφομοίωτη από τις ψυχές των χριστιανών της.
Όπως κι από μένα.
Γι΄αυτό και ο εκκλησιασμός μού μένει σαν κάτι το αποκρουστικό.
Και για μας όλους τους νέους φαντάζει σαν κάτι το αποστεωμένο η εκκλησιαστική ζωή.
Κι αν χάνει πολλούς νέους σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος — που χάνει ασυζητητί — είναι κι αυτός ο λόγος.
Σκέψου όμως αν αυτοί οι ύμνοι- τραγούδια — γιατί έτσι δεν είναι; οι ύμνοι στην εποχή που γράφτηκαν ήταν τραγούδια — να τα απέδιδαν οι ψαλτάδες στη γλώσσα μας;
Να έμπαινες μέσα στην εκκλησία και να ζούσες το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας πλαισιωμένο από τα θεόπνευστα αυτά τραγούδια, που υμνούν τη θυσία και το έργο του Λυτρωτή, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα;
Όπως όταν μπαίνεις σε διάφορες συναθροίσεις και ακούς ανάλογα τραγούδια κι ενθουσιάζεσαι.
Εμένα με προβλημάτισαν όλα αυτά — ήμουν κάποτε πολύ της Εκκλησίας, τώρα είναι τυπική η σχέση μου μαζί της.
Έφταιξαν πολλά βέβαια γι΄αυτό, αλλά και αυτό.
Όπως ακούω κι άλλους της ηλικίας μου, νιώθουμε καταθλιπτική την ατμόσφαιρα του ναού.
Και την Εκκλησία τόσο απόμακρη πια από μας τους νέους…
Έφυγα προβληματισμένη κι έσμιγα και τις δικές μου σκέψεις και τους προβληματισμούς με τους δικούς τους.
Τον έρωτά του ο καθένας τον ψάλλει στη γλώσσα του, σκέφτηκα, κι εμείς τον έρωτά μας για το Χριστό, τη λατρεία μας για το πρόσωπό Του, την ακούμε, όπως οι αλλοδαποί τη γλώσσα την ξένη, πριν τη μάθουν.
Μέσες άκρες καταλαβαίνουν τότε από μας.
Ή καλύτερα, όπως προσπαθούμε εμείς στην αρχή να καταλάβουμε τα σπασμένα ελληνικά τους.
Κι ύστερα ποια μάνα νανουρίζει τα παιδιά της με νανουρίσματα σε ακαταλαβίστικη γλώσσα κι όχι σ΄αυτή που μεταγγίζει εκείνη την ώρα την καρδιά της στο παιδί της;
Εδώ θυμήθηκα και την κατάθεση ενός αναγνώστη: διαβάζω κείμενα στην εκκλησία, προσπαθώντας να δώσω στους εκκλησιαζόμενους τη δυνατότητα να τα καταλάβουν κι όταν γυρίζω να τους δω, βλέπω μια θάλασσα από άδεια βλέμματα.
Ωραιότατα τροπάρια τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, που τα καταλαβαίνεις εσύ, αλλά δεν έχεις με ποιον να τα μοιραστείς.
Έρχεται ο άλλος σαν να πηγαίνει σε συναυλία.
Αν παίρναμε δε συνέντευξη απ΄όλους μας βγαίνοντας από το ναό — και το λέω αυτό και ως φιλόλογος και ως τέλος πάντων φιλακόλουθος χρόνια τώρα — κι ας μη μου καταλογίσει κανείς έπαρση γι΄αυτό — και μας ρωτούσαν, εκτός από την ανάταση που μας δίνει η υπέροχη βυζαντινή μουσική — αν υπάρχει πάντοτε κι αυτή –, πόσο πιάσαμε τα θεολογικά μηνύματα των τροπαρίων της περιόδου των Νηστειών και των γιορτών, ιδιαίτερα, ή πόσο καταλάβαμε τα αποστολικά αναγνώσματα, δεν ξέρω αν, εκτός από πολύ λίγους, κατέθετε κανείς ότι ναι την απήλαυσα και τη χόρτασα την ακολουθία.
Γιατί στη λατρεία συμμετέχεις διττά: με την υμνωδία και με την αφομοίωση όλων εκείνων των θεολογικών νοημάτων, που οι εκκλησιαστικοί ποιητές προσπάθησαν να εκφράσουν.
Ποιος σήμερα μπορεί να πει ότι δεν συμβαίνει αυτό;
Εγώ ως φιλόλογος καταθέτω ότι χρειάστηκε πολλές φορές να ψάξω στο τέλος την ερμηνεία στίχων από τροπάρια, για να καταλάβω εκ των υστέρων τι εννοούσε ο τάδε στίχος.
Ή πολλές φορές δεν τους κατάλαβα, γιατί η μουσική με τα πολλά και μακρόσυρτα γυρίσματα και ανεβάσματα έκανε να χάνεται αυτό που ήθελε η ίδια η ψαλτική να πετύχει, να κάνει δηλ. πιο προσιτό και πιο οικείο στον εκκλησιαζόμενο το τροπάριο.
Βέβαια άκουσα το επιχείρημα ότι πρέπει να προμηθευτούμε όλοι βιβλία με ερμηνεία ή να φροντίσει η Πολιτεία να μάθει στους νέους αρχαία για να καταλαβαίνουν τα εκκλησιαστικά κείμενα.
Πόσο το πίστευαν κι αυτοί οι ίδιοι αυτό το επιχείρημά τους δεν ξέρω.
Με λίγους όμως που μίλησα προσωπικά δεν μ΄έπεισαν ότι το πιστεύουν.
Και παλιότερα μεν, που μαθαίναμε στο σχολείο όντως αρχαία, ίσως να βοηθούσε αυτό αρκετά, σήμερα όμως που τα παιδιά ούτε τη γνώση της νέας ελληνικής δεν κατέχουν για ποια αρχαία να μιλήσουμε;
Τώρα τι φταίει γι΄αυτό δεν είναι της ώρας.
Και για ποια εξοικείωση όσων εκκλησιάζονται με τη λατρευτική γλώσσα να μιλήσουμε τότε — γιατί λέγεται κι αυτό ως επιχείρημα.
Αυτό ίσως πετυχαίνεται από πολύ λίγους.
Υπάρχει ακόμη και το άλλο επιχείρημα ότι χάνει το γόητρο και το μεγαλείο της η λατρευτική γλώσσα, αν θελήσουμε να τη μεταφέρουμε στη Νέα Ελληνική.
Ή ότι η νέα ελληνική δεν είναι τόσο δυναμική γλώσσα όσο η αρχαία ελληνική.
Κατ΄αρχήν ποιος το είπε ότι η νέα ελληνική υστερεί σε δυνατότητα να αποδώσει ό,τι και η αρχαία.
Έχω υπόψη μου την προσπάθεια ή μάλλον την καλλιτεχνική δημιουργία ενός παιδιού της Εκκλησίας που έχει μεταφέρει πολύ επιτυχώς κατά την κρίση μου, ερασιτεχνικά όμως, τροπάρια από την αρχαία ελληνική στη νέα σε ποιητική μορφή, με το ίδιο μέλος και αφήνοντας αυτούσια τα νοήματα.
Γιατί να κολλήσουμε μόνο στα αρχαία ελληνικά;
Ύστερα παγκόσμια οι περισσότεροι χριστιανικοί λαοί έχουν μεταφέρει τη λατρεία τους στη γλώσσα που μιλάνε.
Αλλά και τα ευαγγέλια και οι ύμνοι της Εκκλησίας πρωτογράφτηκαν στη γλώσσα του λαού.
Τι φοβία μας πιάνει τους Έλληνες και τρέμουμε κάθε καινοτομία;
Πόσο προσωπικά χάρηκα — φαντάζομαι κι άλλοι — όταν στην αρχή του σχολικού έτους ο π.Χρήστος διάβασε μια ευχή της ακολουθίας του αγιασμού στα νέα ελληνικά, όπως την είχε μεταφράσει ο Δεσπότης.
Ή, αν θυμάμαι καλά, και της δοξολογίας μια ευχή την 25η Μαρτίου, που τη διάβασε ο ίδιος ο Δεσπότης ήταν μεταφερμένη απ΄τον ίδιο στη νέα ελληνική.
Καταλάβαινες τι έλεγε κι αφομοίωνες αυτόματα αυτό που εννοούσε.
Εδώ θυμόμαστε ωστόσο κιόλας τι βέλη δέχτηκε ο μακαριστός Χριστόδουλος και τι σάλος έγινε, γιατί πρότεινε την ανάγνωση των περικοπών του αποστόλου ή των ευαγγελίων στη νέα ελληνική.
Τι κατάρες μάζεψε τότε…
Κι από χριστιανούς που δεν περίμενες…
Κάτι τέτοια του κάναμε κι ύστερα τον κλαίγαμε.
Και τώρα τον γυρεύουμε πίσω.
Το ίδιο έγινε πριν χρόνια και με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθήτρια, στα δύο πρώτα χρόνια μάς επέβαλλαν να γράφουμε στην καθαρεύουσα.
Δυσκολευόμασταν να εκφραστούμε με λόγο που να ρέει άνετα και φυσικά.
Και να έχει και το γραπτό μας ύφος φυσικό και πηγαίο.
Ευτυχώς που ο φιλόλογός μας καινοτόμησε και παρά τις απαγορεύσεις των τότε υπουργών μάς επέβαλε να γράφουμε στη δημοτική.
Όλοι οι μαθητές ανακουφιστήκαμε.
Και ο χρόνος στη συνέχεια τον δικαίωσε.
Τι διχασμό όμως προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία αυτό το θέμα.
Αυτή η καινοτομία.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι και κάθε καινοτομία πρέπει να γίνεται αποδεκτή κι ότι ορισμένες δεν είναι κατακριτέες, γιατί έτσι θα νομίσει και ο νυν υπουργός παιδείας ότι πρέπει να τον αποδεχτούμε που, καταργώντας εκκλησιασμό, παρελάσεις, θρησκευτικά διώχνει το Χριστό και την Ορθοδοξία από την ελληνική Παιδεία.
Ας κάνει κι αυτός το χόμπυ του…
Έχει ο Θεός…
Μόνο να του θυμίσουμε την τύχη που είχε ο Ηρώδης τον καιρό που μιλούσε αλαζονικά για τον εαυτό του στους Εβραίους από το βήμα και απαξιώνοντας την πίστη τους ζητούσε να δοξαστεί σαν θεός, ενώ ο λαός, που τον παρέσερνε σε παραλήρημα με το λόγο του, από κάτω ζητωκραύγαζε ”Θεός μιλάει κι όχι άνθρωπος”.(Πραξ.12, 21-23).
Όσο για την παρακολούθηση από βιβλιαράκι που έχει μετάφραση, που προτείνουν άλλοι, αναρωτιέται κανείς: είναι ζωντανό να έχει καθένας ένα βιβλιαράκι και να σκέφτεται εγκεφαλικά τις έννοιες;
Στο επιχείρημα ότι χρειαζόμαστε χαρισματικά άτομα για να κάνουν αυτή τη μεταγλώτισση, κανείς δεν αντιλέγει, αλλά και τέτοια να βρεθούν, οι άκρως συντηρητικοί δε θα ικανοποιηθούν.
Τον έναν θα πουν δεν τον εγκρίνουμε ως καλό χριστιανό, τον άλλον ότι έχει ρίξει κι αυτός νερό στο κρασί του, τον άλλο γιατί δε θαυματούργησε πρώτα για να εγκρίνουμε την αγιότητά του… και πάει λέγοντας.
Προσωπικά πιστεύω ότι χρειάζονται γι΄αυτό το έργο προσευχόμενοι άνθρωποι που να έχουν και κτήμα τους τις αλήθειες που εκφράζει ο ύμνος στα αρχαία.
Να έχουν σίγουρα και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, που δε στέρεψε και στις μέρες μας.
Και να ξέρουμε πως αν ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος άκουγαν τους Φράγκους ιεραποστόλους, που επέμεναν να γράφουν οι Σλάβοι στα Λατινικά( που ήταν γι΄αυτούς ό,τι και για μας σήμερα τα αρχαία), δεν θα έκαναν τη γραφή με τα ελληνικά σύμβολα, για να μεταφέρουν έτσι τα λατρευτικά κείμενα της Εκκλησίας στην ομιλούμενη γλώσσα του λαού αυτού και να γίνουν χριστιανοί.
Και δεν θα μετρούσε κι αυτό ως θεάρεστη ιεραποστολή των δύο αυτών αγίων, που σήμερα τους έχουμε κι εμείς και οι Σλάβοι μεγάλους.
Πρέπει να προβληματιστούμε και αντί να βλέπουμε μυωπικά αυτό το θέμα, ν΄αντιδρούμε υστερικά και να το βλέπουμε κολάσιμο, ας το κάνουμε πρώτα θέμα προσευχής όλοι μας και ας επικροτούμε τέτοια προσπάθεια, γιατί προσκολλημένοι στην πίστη ότι μόνο στα αρχαία ελληνικά η λατρεία έχει αξία κι ότι στα νέα ελληνικά τη χάνει,χάνουμε εμείς την ουσία και μας μένει ο τύπος.
Κι όμως αν μπορούσαμε να συλλάβουμε τις θεολογικές έννοιες των ύμνων και των εκκλησιαστικών κειμένων, δεν μας χρειάζονταν άλλοι ιεροκήρυκες.
Εκεί μέσα βρίσκεται όλο το ”πιστεύω” της Εκκλησίας μας.
Ο θησαυρός της που τον έχουμε θάψει στον τύπο.
Ο Θεός γι΄αυτό ας φωτίσει όλους μας.
Αμήν
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Ο ΓΚΟΝΤΟ (= ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ) ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΙΤΙΚΟΥ ΘΙΑΣΟΥ…! Του Γιώργου Νούτσου
- Επόμενο Αθλητικά σφηνάκια και άλλα: Ακόμη μία καλή εμφάνιση για την ομάδα της ΑΕΠ Βατολάκκου – Η ιστορική ομάδα της ΑΕΛ Λάρισας θα είναι ο επόμενος προορισμός του Γρεβενιώτη επιθετικού Αλέξη Καραγιάννη