Η συγχώρεση του κλέφτη
Τον συνάντησε στο δρόμο μετά από κάτι παραπάνω από 10 χρόνια. Ο Νίκος είχε κλέψει τότε από τον Παντελή 10.000 ευρώ. Ο Παντελής ποτέ δεν το ξέχασε και γι’ αυτό τώρα έκανε πως δεν τον έβλεπε. Μα ο Νίκος, αφού δεν τα κατάφερε με τα νεύματα, τον έπιασε απ’ τον αγκώνα. Ο Παντελής προσποιήθηκε πως χάρηκε που τον είδε, του είπε ένα τυπικό “γεια” και κίνησε να στρίψει παραπέρα. Ο Νίκος όμως επέμεινε. Τον έπιασε απ’ τον ώμο και του είπε:
“Άκου φίλε, ξέρω, έχεις δίκιο που δε μου συγχωρείς εκείνη την παλιά ιστορία. Χρόνια τώρα με βαραίνει στο στήθος το κρίμα αυτό. Ήρθε η ώρα, όμως, να σου ζητήσω έμπρακτη συγχώρεση κι ελπίζω να τη δεχτείς. Να, πάρε τα 10 χιλιάρικα που σου ‘χα κλέψει τότε. Πάρε και άλλα 5, έτσι, για τη συγγνώμη. Δε θέλω να χρωστάω σε κανέναν τίποτα. Και θέλω να διορθώσω το κακό που έκανα τότε.”
Ο Παντελής σιωπούσε και τον κοιτούσε σκεπτικά και διστακτικά, χωρίς να κάνει κίνηση να πάρει τα χρήματα. Ο Νίκος επέμεινε κραδαίνοντας τα χρήματα: Πάρε τα 15 χιλιάρικα, σε παρακαλώ! Ο Παντελής απάντησε: Όχι.
Ο Νίκος έμεινε άναυδος. Μα πώς…;
Παντελής: Δε θέλω τα 15 χιλιάρικα. Δε μου πήρες τόσα.
Νίκος: Μα δε σου είπα; 10 σου ‘χα φάει κι άλλα 5 στα δίνω χάρισμα για το καλό που μου ‘κανες, έστω και άθελά σου.
Παντελής: Αλήθεια είναι. Μα με τα 10 αυτά χιλιάρικα, εσύ μπόρεσες να πληρώσεις τα χρωστούμενα της επιχείρησής σου τότε και κατάφερες να την κρατήσεις ανοικτή και δυνατή. Σωστά;
Ν: Σωστά. Ε και;
Π: Πριν πάρεις τα δικά μου λεφτά, δεν ήσουν έτοιμος να κλείσεις την επιχείρησή σου;
Ν: Ναι, ήμουν.
Π: Με αυτά που μου έκλεψες δεν την κράτησες ανοιχτή;
Ν: Ναι, αλλιώς θα είχε κλείσει.
Π: Αφού την κράτησες ανοιχτή, μετά σιγά-σιγά δεν πήρε τα πάνω της;
Ν: Ναι, από τότε και μετά ήταν κερδοφόρος.
Π: Έκτοτε δεν κερδίζεις πάνω από 3.000 ευρώ το μήνα;
Ν: Ναι, δόξα τω Θεώ.
Π: Και μετά, αφού ομαλοποιήθηκε η επιχείρησή σου, δεν κατάφερες να πάρεις εκείνο το ωραίο σπίτι πληρώνοντας τις δόσεις από τα κέρδη της;
Ν: Ναι, και σε λίγο καιρό θα το έχω ξεχρεώσει.
Π: Και μετά, έχοντας μια ομαλή ζωή με δουλειά, χρήματα και σπίτι, δεν κατάφερες να βρεις τη γυναίκα που αργότερα παντρεύτηκες;
Ν: Ναι, πριν ήμουν σε άθλια κατάσταση για να σκέφτομαι τέτοια πράγματα.
Π: Και με τη γυναίκα σου δεν κάνατε δυο παιδάκια, τα οποία μεγαλώνεις ήσυχα χάρη στο ότι η δουλειά σου πάει καλά και έχεις και φαγητό να τα ταΐσεις και σπίτι να τα κοιμίσεις;
Ν: Ναι, έτσι είναι. Χωρίς το σπίτι και τα χρήματα, πού να χωρούσα τη γυναίκα και τα παιδιά μου; Πώς να ζούσαμε;
Π: Ε λοιπόν δε μου χρωστάς 10.000 ευρώ.
Ν: Και τι σου χρωστάω;
Π: Μου χρωστάς όλα τα κέρδη σου εδώ και 10 χρόνια, μου χρωστάς την επιχείρησή σου, το σπίτι σου, τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.
Ν: Και τι να κάνω;
Π: Αν είσαι τίμιος, δεν αρκεί να μου δώσεις 10 χιλιάδες ευρώ. Ούτε 15.
Ν: Και τι να σου δώσω;
Π: Την επιχείρησή σου, το σπίτι σου, τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου!
Ν: Ε μα αυτό δε γίνεται. Είναι τρελό! Πώς να στα δώσω; Μπορώ να σου δώσω τη ζωή μου;
Π: Είδες λοιπόν; Εσύ έκλεψες από μένα τη ζωή σου και για να πατσίσουμε μου γυρίζεις… 15 χιλιάρικα! Τόσο την κοστολογείς;
Ν: Όχι, αλλά τι να σου δώσω και πώς να στο δώσω; Δεν μπορώ να σου δώσω τη ζωή μου!
Π: Δεν ξέρω. Πάντως εγώ, εξαιτίας του κακού που μου έκανες, δεν κατάφερα να αγοράσω σπίτι, έχασα το ρευστό που είχα στην άκρη για να σώσω την επιχείρησή μου σε μια δύσκολη ώρα και αναγκάστηκα να την κλείσω, και -μ’ αυτά και μ’ αυτά- δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω οικογένεια, να ‘χω γυναίκα και παιδιά, όπως εσύ που τα απέκτησες κλέβοντάς με.
Δε μου ‘κλεψες 10 χιλιάρικα. Μου ‘κλεψες μια ζωή.
Ν: Και για όλα αυτά φταίνε τα 10 χιλιάρικα που σου ‘κλεψα;
Π: Ναι, γιατί η δυσκολία που μου δημιούργησες άρχισε να με κατατρώει, το μαγαζί δεν είχε ρευστό και κινδύνευε κι έτσι τα νεύρα πολλαπλασιάστηκαν και -με τα πολλά- διαλύθηκε η σχέση που είχα χρόνια τότε με τη γυναίκα που θα παντρευόμουν και θα κάναμε παιδιά μαζί. Μετά, αφού το μαγαζί αναγκάστηκα να το κλείσω για λίγα χιλιάρικα χρέη, δεν είχα πια εισόδημα, δούλευα από ‘δω κι από κει σκόρπια μεροκάματα κι έτσι έμεινα για πάντα στο νοίκι. Γερνάω μόνος, άτεκνος και στο νοίκι. Κι εσύ μου ζητάς να πατσίσουμε με 10 ή 15 χιλιάρικα;
Ν: Και πώς να πατσίσουμε δηλαδή;
Π: Θα μου φέρεις αυτά που μου έκλεψες. Το σπίτι, τη δουλειά, τη γυναίκα και τα παιδιά σου!
Ν: Σου είπα, αυτό δε γίνεται.
Π: Ε τότε, μείνε για πάντα με τις τύψεις πως η ζωή που ζεις είναι κλεμμένη. Έκλεψες μια ζωή και μου ζητάς να πατσίσουμε με μερικά χιλιάρικα. Γεια σου φίλε.
Παντελής: Δε θέλω τα 15 χιλιάρικα. Δε μου πήρες τόσα.
Νίκος: Μα δε σου είπα; 10 σου ‘χα φάει κι άλλα 5 στα δίνω χάρισμα για το καλό που μου ‘κανες, έστω και άθελά σου.
Παντελής: Αλήθεια είναι. Μα με τα 10 αυτά χιλιάρικα, εσύ μπόρεσες να πληρώσεις τα χρωστούμενα της επιχείρησής σου τότε και κατάφερες να την κρατήσεις ανοικτή και δυνατή. Σωστά;
Ν: Σωστά. Ε και;
Π: Πριν πάρεις τα δικά μου λεφτά, δεν ήσουν έτοιμος να κλείσεις την επιχείρησή σου;
Ν: Ναι, ήμουν.
Π: Με αυτά που μου έκλεψες δεν την κράτησες ανοιχτή;
Ν: Ναι, αλλιώς θα είχε κλείσει.
Π: Αφού την κράτησες ανοιχτή, μετά σιγά-σιγά δεν πήρε τα πάνω της;
Ν: Ναι, από τότε και μετά ήταν κερδοφόρος.
Π: Έκτοτε δεν κερδίζεις πάνω από 3.000 ευρώ το μήνα;
Ν: Ναι, δόξα τω Θεώ.
Π: Και μετά, αφού ομαλοποιήθηκε η επιχείρησή σου, δεν κατάφερες να πάρεις εκείνο το ωραίο σπίτι πληρώνοντας τις δόσεις από τα κέρδη της;
Ν: Ναι, και σε λίγο καιρό θα το έχω ξεχρεώσει.
Π: Και μετά, έχοντας μια ομαλή ζωή με δουλειά, χρήματα και σπίτι, δεν κατάφερες να βρεις τη γυναίκα που αργότερα παντρεύτηκες;
Ν: Ναι, πριν ήμουν σε άθλια κατάσταση για να σκέφτομαι τέτοια πράγματα.
Π: Και με τη γυναίκα σου δεν κάνατε δυο παιδάκια, τα οποία μεγαλώνεις ήσυχα χάρη στο ότι η δουλειά σου πάει καλά και έχεις και φαγητό να τα ταΐσεις και σπίτι να τα κοιμίσεις;
Ν: Ναι, έτσι είναι. Χωρίς το σπίτι και τα χρήματα, πού να χωρούσα τη γυναίκα και τα παιδιά μου; Πώς να ζούσαμε;
Π: Ε λοιπόν δε μου χρωστάς 10.000 ευρώ.
Ν: Και τι σου χρωστάω;
Π: Μου χρωστάς όλα τα κέρδη σου εδώ και 10 χρόνια, μου χρωστάς την επιχείρησή σου, το σπίτι σου, τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.
Ν: Και τι να κάνω;
Π: Αν είσαι τίμιος, δεν αρκεί να μου δώσεις 10 χιλιάδες ευρώ. Ούτε 15.
Ν: Και τι να σου δώσω;
Π: Την επιχείρησή σου, το σπίτι σου, τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου!
Ν: Ε μα αυτό δε γίνεται. Είναι τρελό! Πώς να στα δώσω; Μπορώ να σου δώσω τη ζωή μου;
Π: Είδες λοιπόν; Εσύ έκλεψες από μένα τη ζωή σου και για να πατσίσουμε μου γυρίζεις… 15 χιλιάρικα! Τόσο την κοστολογείς;
Ν: Όχι, αλλά τι να σου δώσω και πώς να στο δώσω; Δεν μπορώ να σου δώσω τη ζωή μου!
Π: Δεν ξέρω. Πάντως εγώ, εξαιτίας του κακού που μου έκανες, δεν κατάφερα να αγοράσω σπίτι, έχασα το ρευστό που είχα στην άκρη για να σώσω την επιχείρησή μου σε μια δύσκολη ώρα και αναγκάστηκα να την κλείσω, και -μ’ αυτά και μ’ αυτά- δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω οικογένεια, να ‘χω γυναίκα και παιδιά, όπως εσύ που τα απέκτησες κλέβοντάς με.
Δε μου ‘κλεψες 10 χιλιάρικα. Μου ‘κλεψες μια ζωή.
Ν: Και για όλα αυτά φταίνε τα 10 χιλιάρικα που σου ‘κλεψα;
Π: Ναι, γιατί η δυσκολία που μου δημιούργησες άρχισε να με κατατρώει, το μαγαζί δεν είχε ρευστό και κινδύνευε κι έτσι τα νεύρα πολλαπλασιάστηκαν και -με τα πολλά- διαλύθηκε η σχέση που είχα χρόνια τότε με τη γυναίκα που θα παντρευόμουν και θα κάναμε παιδιά μαζί. Μετά, αφού το μαγαζί αναγκάστηκα να το κλείσω για λίγα χιλιάρικα χρέη, δεν είχα πια εισόδημα, δούλευα από ‘δω κι από κει σκόρπια μεροκάματα κι έτσι έμεινα για πάντα στο νοίκι. Γερνάω μόνος, άτεκνος και στο νοίκι. Κι εσύ μου ζητάς να πατσίσουμε με 10 ή 15 χιλιάρικα;
Ν: Και πώς να πατσίσουμε δηλαδή;
Π: Θα μου φέρεις αυτά που μου έκλεψες. Το σπίτι, τη δουλειά, τη γυναίκα και τα παιδιά σου!
Ν: Σου είπα, αυτό δε γίνεται.
Π: Ε τότε, μείνε για πάντα με τις τύψεις πως η ζωή που ζεις είναι κλεμμένη. Έκλεψες μια ζωή και μου ζητάς να πατσίσουμε με μερικά χιλιάρικα. Γεια σου φίλε.
Ο Νίκος έμεινε σαστισμένος και προβληματισμένος, καθώς ο Παντελής γύρισε την πλάτη του φεύγοντας και άρχισε να σφυρίζει το σκοπό ενός ρεφρέν:
- Προηγούμενο Η ιστορία του Χωρικού και του Χότζα
- Επόμενο Οι δέκα πιο επαναστατικές θεωρίες όλων των εποχών