Tι λένε οι Τούρκοι για τους Έλληνες και το αιγαίο;
Στο βιβλίο του “Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας” ο Αχμέτ Νταβούτογλου γράφει τα εξής:
Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος είναι γεμάτος από αδυναμίες των στρατιωτικών δυνάμεων του Οθωμανικού κράτους οφειλόμενο στο γεγονός ότι αυτές στηρίζονταν κυρίως στον στρατό ξηράς, ενώ στερούνταν της υποστήριξης του ναυτικού. Η σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με τη Γερμανία, η οποία κατά βάση επίσης είναι μία στρατιωτική δύναμη ξηράς, εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας, που ήταν θαλάσσιες αυτοκρατορίες, επειδή στερείτο ναυτική δύναμη, η οποία συνιστά και τη βασικότερη προϋπόθεση σε τέτοιου είδους συμμαχίες, προκάλεσε τεράστια στρατηγικά κενά στον τουρκογερμανικό συνασπισμό.
Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που, μολονότι σημειώθηκαν επιτυχίες σε μάχες μικρής κλίμακας, χάθηκε ο πόλεμος. Είναι σημαντικό γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας επικεντρώθηκαν στο θέμα των Στενών και της Μοσούλης, η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Ευφράτη και του Τίγρη, από την άποψη ότι αποδεικνύει τη σημασία των συνδέσμων των θαλάσσιων και υδάτινων οδών.
Παρ όλη την πρόοδο που σημειώθηκε στο θέμα των Στενών με τη συνθήκη του Μοντρέ, που υπογράφηκε κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, η αδυναμία που εξακολουθούσε να παρατηρείται στον τομέα της θαλάσσιας ισχύος της Τουρκίας έκανε αισθητή την παρουσία της με τον πιο δραματικό τρόπο κατά τις ρυθμίσεις που έλαβαν , χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1944 οι Γερμανοί, που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα, πρότειναν στην τουρκική κυβέρνηση την κατάληψή τους. Το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση της εποχής, προτιμώντας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, τήρησε στο θέμα των νησιών εξαιτίας της αγγλικής άρνησης μία αδιάφορη στάση συνιστά τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα παραλείψεων που στέρησε από την Τουρκία την έξοδό της στο Αιγαίο.
Αργότερα, στις συνομιλίες μεταξύ των Ιταλών και των συμμάχων που διεξήχθηκαν στο Παρίσι το 1946, η κυβέρνηση, αποφασίζοντας ότι η χώρα δεν είχε δικαίωμα να λάβει μερίδιο από τη λεία του πολέμου, διότι έμεινε εκτός από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, συνέδραμε ολοφάνερα στην παράδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα.
Έτσι με τη συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947 τα Δωδεκάνησα και η Ρόδος δόθηκαν στην Ελλάδα με την προυπόθεση της αποστρατικοποίησής τους. Αργότερα ούτε αυτός ο όρος δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί σοβαρά με αποτέλεσμα η ασφάλεια των συνόρων της Τουρκίας να τελεί υπό συνεχή απειλή.
Σήμερα γίνονται ορατά τα αποτελέσματα της στρατηγικής αμέλειας που επιδείχθηκε στο ζήτημα της απεμπόλησης του ελέγχου των νησιών του Αιγαίου, ούτως ώστε να εγκαταλειφθούν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Όπως ελέγχει η Τουρκία μέσω των Στενών τον «παλμό» του στρατηγικού ελαφρού υπογαστρίου της Ρωσίας, με τον ίδιο τρόπο και η Ελλάδα μέσω των νησιών του Αιγαίου απέκτησε το ίδιο στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της, και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής. Η κρίση του Καρντάκ,* που έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας ακόμη και επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μπροστά στα παράλιά μας, είναι το πικρό τιμολόγιο των συσσωρευμένων σφαλμάτων που έχουν διαπραχθεί.
* Σ.τ.μ.: Στην Τουρκία χρησιμοποιείται η λέξη Καρντάκ (Kardak) αντί Ίμια που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα.