Κι εμένα τι με νοιάζει;
Παρασκευή απόγευμα, στην οδό Τσιμισκή, τον κεντρικότερο δρόμο της Θεσσαλονίκης. Δεξιά, υπάρχει λεωφορειολωρίδα. Και δεκάδες ταξί, αραγμένα στη λεωφορειολωρίδα, με αποτέλεσμα τα λεωφορεία να βγαίνουν στη δεύτερη λωρίδα. Τα τελευταία 4-5 χρόνια, οι ταξιτζήδες της πόλης κάνουν πιάτσα όπου γουστάρουν, όποια ώρα γουστάρουν. Όλες οι προσπάθειες του δήμου να βάλει τάξη, να συνεννοηθεί μαζί τους, έχουν πάει στράφι. Κι όλες οι υποσχέσεις των ταξιτζήδων ότι θα συμμορφωθούν, έχουν αποδειχθεί φρούδες.
«Εδώ είναι πιάτσα;», ρωτώ με ύφος «εγώ δεν είμαι από δω» τον ταξιτζή που είναι σταματημένος σχεδόν πάνω στη στροφή που πρέπει να στρίψω με τη μηχανή. «Όχι», μου λέει με απάθεια. «Και τότε γιατί είστε εδώ;» ρώτησα, περιμένοντας να πάρω μια απάντηση του είδους «Επειδή λόγω της κρίσης έχουν πέσει οι δουλειές μας, δεν μπορούμε να κινούμαστε και ναι, υπάρχει πρόβλημα, δεν μπορεί να βρεθεί μια λύση».
Η απάντησή του με ξάφνιασε: «Κι εσένα τι σε νοιάζει;». «Σωστά», απάντησα κι έφυγα, αναρωτώμενη μήπως έπρεπε να νιώθω και ντροπιασμένη για την αδιακρισία μου.
Το μεσημέρι είχα πρωταγωνιστήσει σε ένα άλλο παρόμοιο επεισόδιο. Ήμουν στην Νέα Παραλία κι είδα να μπαίνουν «οι τελευταίες πινέζες» σε μια πολύ μεγάλη –για τα δεδομένα του σημείου- λυόμενη κατασκευή, σαν υπερμοντέρνο περίπτερο σύγχρονης Έκθεσης. Πλησίασα και ρώτησα τα χαρούμενα πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί περί τίνος πρόκειται. «Διαφημίζουμε μια ιστοσελίδα για την Αγία Γραφή.
Ορίστε κι ένα φυλλάδιο», είπαν. «Και παπούτσια ή πιστωτικές κάρτες να πουλάτε, το ίδιο μου κάνει. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι το ότι στήθηκε ένα τέτοιο περίπτερο στην παραλία», απάντησα, «και θα ήθελα να ξέρω εάν έχετε άδεια από τον δήμο». «Έχουμε άδεια», μου είπαν. «Έχετε άδεια για ΤΕΤΟΙΟ πράγμα;» επέμεινα. «Μα γιατί, τι έχει;» απόρησαν. «Είναι τεράστιο. Δεν πρόκειται για ένα τραπεζάκι, μια μικρή κατασκευή, κάτι διακριτικό. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι έδωσε ο δήμος άδεια για τέτοιο πράγμα», επέμεινα.
Τότε ήρθε η ερώτηση που έχω ακούσει άπειρες φορές στη ζωή μου: «Εσείς τι είστε;». Χειρότερο από αυτήν την ερώτηση, δεν έχω. Διότι το «εσείς τι είστε» σημαίνει «κι εσένα τι σε νοιάζει; Είσαι από κάποια αρχή, είσαι αστυνομικός, είσαι δημόσιος υπάλληλος με αρμοδιότητα, είσαι όργανο ελεγκτικού μηχανισμού; Μήπως είσαι της Ορθόδοξης Εκκλησίας και σ’ ενοχλεί που εμείς δεν είμαστε; Διότι, αν δεν είσαι, τι λόγο έχεις να ανακατευτείς;».
Τους εξήγησα ότι είμαι ένας απλός δημότης που ενδιαφέρεται για τον δημόσιο χώρο. Ότι το πρόβλημά μου δεν είναι οι συγκεκριμένοι, αλλά το περίπτερο. Κι ότι αν ο δήμος έδωσε άδεια για τέτοιο πράγμα, λογικό θα είναι να δώσει άδειες και σε άλλους που θα το ζητήσουν για προώθηση κάποιου προϊόντος κι ότι αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της παραλίας με τη βούλα και τον νόμο.
Έφυγα κι άρχισα τα τηλεφωνήματα για να μάθω εάν δόθηκε άδεια κι από ποιον. Έχει βραδιάσει, κι ακόμη δεν έχω απάντηση. Μια Παρασκευή του Αυγούστου είναι δύσκολη μέρα για τέτοια.
Περισσότερο κι απ’ το ότι δεν έχω βρει ακόμη άκρη με το ζήτημα της άδειας, μ’ ενοχλεί αυτό το αντιπαθέστατο «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» ή το αντικοινωνικό «Κι εσύ τι είσαι που μου το λες;». Το ακούω όταν υπενθυμίζω σε γείτονα ότι αφήνει τα σκουπίδια στον κάδο 20 ώρες πριν περάσει το απορριμματοφόρο. Όταν κυνηγώ οδηγό στο δρόμο για να του πω ότι κακώς πέρασε με κόκκινο. Όταν ψιθυρίζω σε κάποιον ότι εκεί που σταμάτησε με το αυτοκίνητο είναι ράμπα αναπήρων. Όταν λέω σε καταστηματάρχη ότι έχει παρααπλώσει τα τραπεζοκαθίσματα και δεν μπορεί να περάσει μητέρα με καρότσι.
Όταν διαμαρτύρομαι για τη δυνατή ένταση της μουσικής σε δημόσιους χώρους. Όταν γίνομαι έξαλλη για την αυθαίρετη μετατροπή της Πλατείας Αριστοτέλους σε άθλιας ποιότητας και υψηλής επικινδυνότητας λούνα παρκ κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα. Όταν ενημερώνω ποδηλάτες ότι στον στενό ποδηλατόδρομο δεν μπορεί να πηγαίνουν δυο-δυο με το πάσο τους συζητώντας χαλαρά, διότι είναι επικίνδυνο για τους άλλους. Όταν διαμαρτύρομαι σε κάποιον που έχτισε αυθαίρετα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω την αφήγηση, επεκτείνοντάς την σε πάρα πολλούς τομείς της ζωής, αλλά θα ήταν περιττό. Δεν ξέρω αν έχω αυτήν την «εσωτερική επιταγή να διαφυλάττω τη νομιμότητα, όπως οι Ελβετοί», όπως γράφει ο Αρίστος Δοξιάδης στο «Αόρατο ρήγμα». Ξέρω, όμως, ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για την τραγική αδιαφορία και την ασυδοσία με την οποία αντιμετωπίζουμε τον δημόσιο χώρο. Δεν το κάνουν, όμως, φοβούμενοι αυτές τις 5 λέξεις: «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» Με αποτέλεσμα, η κάθε είδους ανομία να ξέρει ότι δεν κινδυνεύει – από σένα, τουλάχιστον.
Επειδή όμως εμένα με νοιάζει, δεν φοβάμαι καμιά λέξη. Και σε προτρέπω να κάνεις το ίδιο.
http://www.alexiptoto.com