«Το Πείραμα Μπούλκες»
Όποιος γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει είναι εγκληματίας ή συνεργός στο έγκλημα έγραψε ο Μπρεχτ, στον «Γαλιλαίο». Όποιος γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει δεν θέλει στην πραγματικότητα να τιμήσει τα προτάγματα για έναν κόσμο στα μέτρα του ανθρώπου (ή μάλλον της ύπαρξης) ούτε το αίμα που χύθηκε γι’ αυτά, ωριμάζοντας την «πολιτική φύση μας» (…) και τους αγώνες, αλλά να τα χειραγωγήσει. Αν και δεν υπάρχει λοιπόν κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία ίδρυσης, και καθώς σε πηγές υπονοείται πως το Μπούλκες ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά την Φλεβαριάτικη συμφωνία της Βάρκιζας, αρχές καλοκαιριού του 45, επιλεγμένη ευκαιρία είναι να το θυμηθούμε, καθώς φέτος «συναντιόμαστε» με την αριθμητική (όχι «ημερολογιακή») συμπλήρωση των 70 του χρόνων. Όπως ο Milan Ristovic στο «Πείραμα Μπούλκες» αναφέρει «Το Μπούλκες ήταν ένα μεγάλο χωριό με ρυμοτομία, με καλό υπέδαφος, το οποίο έχασε τους Γερμανούς κατοίκους του, έπειτα από τις μεγάλες βίαιες μετακινήσεις του πληθυσμού του κατά το τέλος του πολέμου· το εν λόγω χωριό, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Δούναβη, περιτριγυριζόταν από πλούσια πεδιάδα και βρισκόταν σε εξαιρετική γεωγραφική θέση. Είχε, συνεπώς, πολύ κατάλληλες συνθήκες, για να μπορεί να συντηρεί μερικές χιλιάδες πρόσφυγες από την Ελλάδα. Εκτός από αυτό, το Μπούλκες βρισκόταν μακριά από τα σύνορα με την Ελλάδα και έτσι, από τη μια πλευρά ο πληθυσμός του θα μπορούσε να αποφεύγει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό έλεγχο, και από την άλλη να μην μπορεί να ελκύει εύκολα την προσοχή των εχθρικών κατασκοπευτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η Βοϊβοντίνα, ως γεωργική και με μεγάλη πρόοδο περιοχή, ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στα συνταρακτικά γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στις υπόλοιπες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και μπορούσε, μέσα στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, να εξασφαλίσει μια άνετη επιβίωση των προσφύγων». Ενώ η Χρύσα Χατζηβασιλείου συμπληρώνει: «ήταν μία κοινότητα στην οποία οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν κάποιες από τις αρχές και τις αξίες του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που υποστήριζαν. Μέσα στο φιλικό σοσιαλιστικό περιβάλλον του Γιουγκοσλαβικού κράτους και με πλήρη ελευθερία από τις τοπικές αρχές, αφού το Μπούλκες αποτέλεσε ξεχωριστή κρατική οντότητα, εφάρμοσαν σε μικρή κλίμακα το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης που επιθυμούσαν». Αλλά εκεί ακριβώς η κυνηγημένη γενιά συνάντησε τον Ρουβικώνα της, γινόμενη ένας εχθρός του λαού, ενώ λαός ήταν (τι πιο τραγικό;). Όπως η «ξεχασμένη» αλλά υπέροχη αγωνίστρια Χρύσα Χατζηβασιλείου πάλι θυμίζει «Αμέσως μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας άρχισε ένα όργιο διωγμών εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και απο τις δολοφονικές παραστρατιωτικές οργανώσεις – συμμορίες, όπως του Καλαμπαλίκη ή του Σούρλα, που με την ανοχή και τη βοήθεια της αστυνομίας, τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν όσους είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περίπου 5-6.000 κυνηγημένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όπου ο Γιουγκοσλαβικός λαός όχι μόνο τους περιέθαλψε και τους φιλοξένησε, αλλά τους παραχώρησε για καταφύγιο ένα εγκαταλελειμένο χωριό πάνω από το Βελιγράδι, το Μπούλκες». Το Κιβώτιο Θα μπορούσε να πει κανείς πως την ίδια ώρα που στην Ελλάδα ο διαχεόμενος σε κόμματα της δεξιάς δοσιλογισμός έβγαζε βουλευτές τους Σούρλες και τους Παπαδόγκωνες (που επρόδωσαν στη ναζιστική κατοχή όχι μόνο την πατρίδα τους αλλά και την καλλιεργημένη πλευρά της τάξη τους, πλευρά -παρά τις υπέροχες εξαιρέσεις μερικών Δεσποτόπουλων…- τόσο εύκολα αποσυρόμενη εάν το «κέρδος» κινδυνεύει με αναδιανομή «προς τα κάτω»…) οι άνθρωποι αυτοί που δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα (κάνοντας πλήθος σωστά και λάθη αλλά δεν κιότεψαν την κρίσιμη ώρα της κατοχής) έβρισκαν εκεί μια αναγκαστική καταφυγή. Θα μπορούσε να το πει κανείς και δεν θα έλεγε καθόλου ψέματα. Αλλά δεν θα έλεγε και όλη την αλήθεια. Γιατί την ίδια ώρα ο δοσιλογισμός εισχωρούσε σχεδόν παντού, μηδέ εξαιρουμένων και του κέντρου, με τον χαρακτηριστικό αντιπλουραλισμό που ενδημεί κι εκδηλώνεται σε κάθε κρίση στον χώρο του. Παράδειγμα ο πατέρας της Ζαρούλια, ο Βασίλειος, «ο Ρομπέν των τσεπών», συνεληφθείς στις 23/10/1944 (βλέπε έρευνα συγγραφέα Γ. Αλεξάτου και αναφορά εφημερίδων της εποχής) και καταδικασμένος από δικαστήριο δοσίλογων γιατί ως μικροαστός και όχι μεγαλοαστός, απήγαγε –ανάμεσα σε άλλα- παιδιά καλών οικογενειών και τα παρέδιδε στους Ναζί ώστε οι επιτυχημένοι «παλιάνθρωποι πλούσιοι» γονείς να «τα στάξουν» για να σώσουν τα παιδιά τους… (έτσι γίνονται «πεπλανημένε» ψηφοφόρε οι περιουσίες και τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής New Dream από τους νέους «σωτήρες» που «θα ξεβρωμίσουν τον τόπο» – ο κόσμος τα λέει αλλιώς συνδυάζοντας τον περιστερώνα με την γενετήσια πράξη αλλά ας μην το γράψω θα ναι too much!- από τους «προστάτες της Πατρίδος της Θρησκείας και της Οικογένειας», τι δεν καταλαβαίνεις;) Φυσικά δεν έμεινε πολύ στην φυλακή. Όσο η Ελλάδα δεν μιλά (συστηματικά όμως) γι αυτήν την πλευρά κρυβόμενη πίσω από την «μεγαλύτερη εθνική αντίσταση στην Ευρώπη», θα το βρίσκει μπροστά της το νεοναζιστικό φαινόμενο, με τρόπο όμοιο με αυτόν που γράφει ο Γάλλος Ψυχαναλυτής Tisseron μιλώντας για τα οικογενειακά μυστικά που περνούν από γενιά σε γενιά στιγματίζοντας οικογένειες και ανθρώπους. Οι ίδιες μεγαλοαστικές οικογένειες (όχι οι μανάδες προφανώς;) σε μια Ελλάδα που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα τον αμόλησαν (δεν ξέρω αν τον συγχώρεσαν) για να πετσοκόβει αριστερούς βεβαίως… Λες και δεν είχε μοιραστεί ο πλανήτης στη Γιάλτα… λες κι έπρεπε να πριμοδοτείτε από τους νικητές που είχαν την κύρια ευθύνη η λογική του άλλου παρανοϊκού του Ζαχαριάδη… κι όπως ήταν και τότε –και σήμερα…- η ελληνική πολιτική σκηνή δεν υπήρχε ένας διαιτητής να φωνάξει «κόψτε το τώρα! Αλλιώς θα μακελευτούμε»… Αλλά γιατί να το πουν; Σάμπως οι ηγετικές ομάδες θα μακελεύονταν;;… «Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα./Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙/τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι….»/Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα/…/Κι ο αδερφός μου;» θα γράψει ο Σεφέρης αηδιασμένος από την καμαρίλα της Μέσης Ανατολής αλλά απευχόμενος και τον ολοκληρωτισμό κάθε είδους. Κι όμως, την ίδια στιγμή το πετσόκομμα μιας γενιάς στα ξερονήσια και στα στρατόπεδα (ξόδεμα ανθρώπινου δυναμικού χειρότερο ίσως και από την μετανάστευση, αφού μιλάμε για εξαιρετικά προσοντούχους ανθρώπους) δεν σταματούσε στους κόλπους του εθνικιστικού κράτους αλλά (με διαφορετικές φυσικά ποιότητες και σε διαφορετικές ποσότητες) επεκτάθηκε και στην Σταλινική «αριστερά». Αναφέρει η Χατζηβασιλείου: «Σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα, τα οποία ασπάζονταν απολύτως ο Ζαχαριάδης, το καθεστώς που δημιουργήθηκε στο Μπούλκες ήταν αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο με κύριο στόχο την προστασία από τους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, και τον εντοπισμό των «προδοτών». Η καχυποψία επικράτησε και οι αγωνιστές παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο σε ένα ατέρμονο κυνήγι πρακτόρων, κατά το οποίο σπιλώθηκαν άδικα πολλοί άδολοι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης. Επικεφαλής ορίστηκε ένας άνθρωπος της ΟΠΛΑ, και ανιψιός του Ιωαννίδη, ο Πεχτασίδης, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα των Σταλινικών διώξεων και δολοφονήθηκε από απεσταλμένο του Ζαχαριάδη. Στον Πεχτασίδη ανατέθηκε να δημιουργήσει μία απολύτως ελεγχόμενη και αστυνομοκρατούμενη οργάνωση, καθήκον στο οποίο ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δημιούργησε μία πανίσχυρη αστυνομία και επιδόθηκε στο κυνήγι των αντιφρονούντων με ανακρίσεις και βασανιστήρια. Η πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα, παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος» να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού, μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος, γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτος και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή». Η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο που (κάποια χρόνια μετά όπως συνηθίζει το ΚΚΕ καθαρίζοντας νομίζει την «μπουγάδα») στα 1952 πάρθηκε καταδικαστική απόφαση για τα φαινόμενα στο Μπούλκες. (Λίγο πριν τον Χρουτσώφ, τόσο έντονη ήταν η κατάσταση, αλλά και τόσο γενναία η στάση των κομματικών μελών στην περίπτωση αυτή εδώ που τα λέμε, στάση που δεν παρουσιάζεται σε άλλους χώρους). Η απόφαση ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «Το Μπούλκες δεν έγινε φυτώριο δημιουργίας στελεχών του αγώνα, αλλά εστία αντικομματικής μόλυνσης και διαφθοράς. Η κομματική καθοδήγηση του Μπούλκες, με επικεφαλής το Μ. Πεχτασίδη, εφάρμοζαν στρατοκρατικές τραμπούκικες – αντικομματικές μεθόδους καθοδήγησης, μέθοδες αστυνομικές, χαφιέδικες. Στο Μπούλκες επιβλήθηκε ένα καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας, χαφιεδισμού και φαυλοκρατίας. Δημιούργησαν στον κόσμο το αίσθημα της επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας. Καλλιέργησαν το πνεύμα της δουλικότητας, της υποταγής και κολακείας. Κάθε προσπάθεια ελέγχου και κριτικής χαρακτηρίζονταν εχθρική ενέργεια και επακολουθούσαν μέτρα απομόνωσης, φτάνοντας μέχρι εγκλήματα σε βάρος αγωνιστών. Γι’ αυτές τους τις πράξεις οι υπεύθυνοι έχουν κομματικές – πολιτικές και ποινικές ευθύνες.» Έτσι, αντιγράφοντας την δική του απόφαση, απαντάμε σε όσους όταν κάνουμε κριτική στο ΚΚΕ (που πολύ αυθαίρετα ταυτίζεται με το κοινωνιστικό, το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να απονομιμοποιεί ως ακροδεξιά και χαφιεδίστικη κάθε κριτική εναντίον του…) αρχίζουν να μας χρεώνουν μέχρι και «ακροδεξιό παραλήρημα». (too convenient!) Ο Άρης Αλεξάνδρου, μια από τις τραγικότερες φιγούρες των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής grassroot (πέρα από επίσημους κομματικούς θώκους, «εκεί», στη βάση) πολιτικής σκηνής, περιέγραψε πολύ καλά στο Κιβώτιο τον Σίσυφο του 20ου αιώνα: Δίνοντας του το πρόσωπο του ιδεολόγου αγωνιστή, που κουβαλά ένα κιβώτιο αδειανό, μεταπλάθοντας το αδειανό πουκάμισο του Σεφέρη. Εμπνεόμενος από την ελληνική τραγωδία αλλά και από την σοβιετική τραγωδία (όπου λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, στην αντεπανάσταση, η συντριπτική πλειοψηφία των επαναστατών εκτελέστηκε για να καταλάβει τα θερινά ανάκτορα μια δράκα που συνέχιζε την τσαρική απολυταρχία του πατερούλη με νέο ένδυμα, κάτι που γίνεται και στην «δημοκρατική Ρωσία του Πούτιν» κι ας μην βλέπουν τα λαλίστατα επί ΕΣΣΔ ΜΜΕ τα χιλιάδες εγκλήματα που εξελίσσονται στο εσωτερικό της Ρωσίας) βάζει μια ομάδα ανθρώπων να κουβαλούν ένα πολύτιμο κιβώτιο, πολύτιμο όσο κι ο κόσμος, πολύτιμο όσο κι η ζωή. Πεθαίνουν ένας – ένας. Άνθρωποι, όπως εσείς κι εγώ. όπως τα παιδιά σας ή όποια θεωρείται παιδιά σας. Στο τέλος το κιβώτιο ανοίγει και είναι άδειο (άδειο τον Δία τους! Άδειο!) Ο επικεφαλής είναι ο μόνος που διασώζεται και σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης στέκεται μπροστά στον ανακριτή θρηνώντας τους συντρόφους του αλλά και κάτι ακόμη πιο σπαρακτικό. Την χαμένη ελπίδα, τον μάταιο θάνατο: Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 1949 Σύντροφε ανακριτά, λέω τώρα να αφηγηθώ τα γεγονότα της πορείας με τη χρονολογική τους σειρά, δηλαδή το πότε πού και πώς ακριβώς σκοτωθήκανε, ή αναγκάστηκαν να καταπιούνε το κυάνιο οι τριάντα τρεις της ομάδας μας, μέχρι την ημέρα που απόμεινα ολομόναχος. (Δε μου φέρατε καμιά αντίρρηση ως τα τώρα, δέχεστε, πάει να πει, ότι δεν πέφτω έξω βεβαιώνοντας πως ξεκινήσαμε τελικά τριάντα τέσσερις, μετά την εκτέλεση των πέντε, έτσι δεν είναι;) Ξανασκέφτηκα λοιπόν τα γεγονότα της πορείας, ομολογώ ωστόσο ότι θα προτιμούσα να μου στείλετε μερικές ασφράγιστες κόλλες, για να μπορώ να κρατάω σημειώσεις. Τολμώ να πω ότι η λύση που προτείνω συμφέρει και εσάς, μια και θα μπορέσω να οργανώσω καλύτερα το υλικό μου και να βάλω μια τάξη στις αναμνήσεις μου. Προσπάθησα να βάλω τάξη νοερώς, ξαγρύπνησα ως αργά τη νύχτα, αποδείχτηκε όμως πως δεν είναι και τόσο εύκολο και κυρίως μου πέρασε μια σκέψη που με τρόμαξε μπορώ να πω και άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό, η σκέψη δηλαδή πως μόνο εγώ επέζησα και λοιπόν, πώς θα μπορέσω να αποδείξω την αλήθεια των λεγομένων μου, μην έχοντας κανέναν μάρτυρα; /…./ Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949 Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ’ τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. …. Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε; Το φυτό και ο ήλιος Η θέση ήταν δυσβάσταχτα δύσκολη, η στάση του σιωπηλού ανακριτή με τα ψυχρά μάτια χυδαία, αλλά ο αγώνας δεν ήταν μάταιος. Ο Όργουελ στο Πεθαίνοντας στην Καταλονία εξηγεί γιατί τελικά δεν μετανόησε που πήγε και πολέμησε με τις διεθνείς ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, παρά τις ήττες, παρά τον πόνο των χαμένων νιάτων (ο ανθός του πλανήτη εκείνη την εποχή, όπως κι οι 33 –συμβολικά..- χαμένοι φύλακες του Κιβωτίου…) παρά τις προδοσίες: Οι επιτυχημένοι, οι ενταγμένοι, γράφει, «οι ταλαντούχοι», αργά ή γρήγορα εξαγοράζονται. Οι απόκληροι, μες στην βαρβαρότητα ή στα λάθη που τους κλείνουν, (κι όντως δέστε την εύκολη, σεξιστική και ρατσιστική κουλτούρα, ακριβώς αυτή την κουλτούρα που δεν ποδηγετεί μόνο η άκρα δεξιά, αλλά εκμεταλλεύεται και η λαϊκή δεξιά) αργά ή γρήγορα, από την ίδια τους την ανάγκη θυμίζουν το φυτό που για να παράξει χλωροφύλλη στρέφει το πρόσωπο στο πρόσωπο του ήλιου… Η εμπειρία του σκοταδιού μέσα στο σπίτι μας (η στο σπίτι σας αν προτιμάτε), η εμπειρία του άδειου κιβωτίου, αν φωτιστεί όπως και το Πείραμα Μπούλκες (γιατί μονάχα όσοι κρίνουν το Μπούλκες μπορούν να κρίνουν την Μακρόνησο, όπως και μονάχα όσοι επικρίνουν την Μακρόνησο δικαιούνται να επικρίνουν το Μπούλκες, όλα τ’ άλλα καταντούν πολιτικάντικη συνθηματολογία…) θα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη ωριμότητας στην απολύτως αναγκαία προσπάθεια για έναν κόσμο που αν δεν αλλάξει θα κατασπαραχθεί, σε έναν πλανήτη που αν δεν προστατευτεί θα καταρρεύσει. Και θα σταθεί… «Αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών∙ αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,/ ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη/ ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο/ είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,/ δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει/μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε/πως τόσος πόνος τόση ζωή/πήγαν στην άβυσσο/για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη»
(Γ. Σεφέρης) http://tvxs.gr
- Προηγούμενο Η σκοτεινή ιστορία του Πίτερ Παν
- Επόμενο Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν γίναμε σωστοί και τίμιοι άνθρωποι!