Νέος Ποινικός Κώδικας: Στη φυλακή ακόμη και για συκοφαντική δυσφήμιση
Φυλακή για το πιο απλό πλημμέλημα. Για συκοφαντική δυσφήμιση, για εξύβριση, για χρέη – μικρά και μεγάλα – στο Δημόσιο, για αντίσταση κατά της Αρχής και απείθεια, και άλλα αδικήματα τα οποία μέχρι και σήμερα που ψηφίζεται το νομοσχέδιο – έκτρωμα για τον νέο Ποινικό Κώδικα, δεν είχαν καν θέση στα ποινικά δικαστήρια. Επιβολή του φόβου, της φίμωσης, με τους διαδηλωτές και πάσης φύσεως πολίτες που αντιστέκονται να έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον συμβιβασμό και στην ελευθερία. Στο επίκεντρο η τιμωρία. Οι αστυνομικοί, που με γλαφυρότητα σε copy – paste καταθέσεις κατηγορούν πολίτες και στα δικαστήρια πάντα «ξεχνούν, δεν είδαν και δεν άκουσαν» με αποτέλεσμα οι κατηγορίες να καταπέφτουν, πλέον δεν θα υποχρεούνται να εμφανίζονται. Ο νομοθέτης τους εξυψώνει σε πολίτες πρώτης κατηγορίας. Ένας νομοθέτης άγνωστος, άσημος, κρυφός. Ο νέος Ποινικός Κώδικας είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο αφορά όλη την κοινωνία. Στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα Press» φιλοξενήθηκε ο δικηγόρος και σύμβουλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, Γιώργος Βλάχος την παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου. «Έχει στο κέντρο του τη φυλακή και όχι τον φιλελεύθερο σωφρονισμό, την ποινική καταστολή, τη διεύρυνση των διώξεων. Έχει εισπρακτική λογική. Είναι ένα έκτρωμα που γυρίζει το Κράτος Δικαίου πολλά χρόνια πίσω», λέει.
Το νομοσχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα (ευθύνης Φλωρίδη) ψηφίζεται αυτή την ώρα στη Βουλή και αναμένεται να περάσει με τις γαλάζιες ψήφους, παρά τις αντιδράσεις από ολόκληρο τον νομικό επιστημονικό, επαγγελματικό κόσμο αλλά και ενώσεις δικηγόρων και επιστημόνων – όχι μόνο ποινικών – αλλά ολόκληρο τον κλάδο της νομικής επιστήμης.
Όπως λέει ο δικηγόρος Γιώργος Βλάχος στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα Press», είναι «ένα νομοσχέδιο το οποίο εισάγει μία φιλοσοφία στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ανήκει σε πολλές εκατονταετίες πίσω. Αντιστοιχεί σε μία φιλοσοφία που έχει στο κέντρο της τη φυλακή και όχι τον φιλελεύθερο σωφρονισμό, που δεν έχει στο κέντρο της και ως σκοπό της τον περιορισμό της εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά έχει την ποινική καταστολή, τη διεύρυνση των διώξεων, αλλά και δευτερευόντως, έχει μία εισπρακτική λογική. Είναι ένα έκτρωμα που γυρίζει το Κράτος Δικαίου πολλά χρόνια πίσω».
Πίσω από τα κάγκελα για ένα απλό πλημμέλημα – «Για συκοφαντική δυσφήμιση, για χρέη, για αντίσταση κατά της αρχής»
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο μπορεί να οδηγήσει πολίτες πίσω από τα κάγκελα της φυλακής για το πιο απλό πλημμέλημα. Και αυτό, γιατί η βασική αλλαγή αφορά στο ζήτημα της αναστολής των ποινών. Μέχρι στιγμής, πολλές ποινές των δικαστηρίων δεν εκτίονται. Δεν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, αλλά η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται για κάποια χρόνια έτσι ώστε ο παραβάτης να σωφρονιστεί.
«Αυτή η δυνατότητα σήμερα περιορίζεται. Το χρονικό όριο για την αναστολή ήταν τα τρία χρόνια. Τώρα κατεβαίνει στον ένα χρόνο. Δηλαδή ποινές οι οποίες υπερβαίνουν τους 12 μήνες, κατά κανόνα – και είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις οι οποίες αντιβαίνουν αυτόν τον κανόνα – κάποιος θα πηγαίνει φυλακή για αδικήματα για τα οποία ήταν αδιανόητο επί δεκαετίες ότι κάποιος θα βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Σε πολύ μεγάλο βαθμό ποινές που επιβάλλονται από τροχαία αδικήματα, σωματικές βλάβες – λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές -, χρέη προς το Δημόσιο – μεγαλύτερου ή και μικρότερου ποσού – και άλλα όμως τα οποία δεν είναι προβεβλημένα. Όπως για παράδειγμα το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Πλέον μπορεί κάποιος να μπαίνει φυλακή. Δηλαδή, μία απλή περίπτωση μίας υπόθεσης που δεν θα έπρεπε καν να βρίσκεται στα ποινικά δικαστήρια αλλά είναι υπόθεση αστικής φύσης μεταξύ δύο προσώπων, πλέον ο κατηγορούμενος αν καταδικαστεί θα μπορεί να μπαίνει στη φυλακή, ενώ δεν είναι αυτό που λέμε “εγκληματίας”, απλά μπορεί να του έφυγε λίγο παραπάνω η γλώσσα», εξηγεί.
Ακούγοντας τα παραπάνω δεν θα μπορούσαμε να μη συσχετίσουμε τα SLAPPS, τις εξοντωτικές και εκδικητικές διώξεις σε βάρος δημοσιογράφων. Θυμίσαμε στον δικηγόρο ότι στην Ελλάδα οι περιπτώσεις δημοσιογράφων που μηνύονται για συκοφαντική δυσφήμιση είτε από πολιτικά, είτε από επιχειρηματικά πρόσωπα με πρόσφατο παράδειγμα την εξοντωτική αγωγή με διεκδίκηση εκατομμυρίων από τον επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου και ανιψιό του Πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη σε βάρος της Εφημερίδας των Συντακτών και των Reporters United μετά τις αποκαλύψεις για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο των υποκλοπών.
Και ρωτήσαμε: «Με τον νέο Ποινικό Κώδικα υπάρχει πιθανότητα οι συνάδελφοι να βρεθούν στη φυλακή;».
«Όχι πιθανότητα, βεβαιότητα. Αν δηλαδή καταδικαστεί ο δημοσιογράφος που κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμιση κατά ενός πολιτικού προσώπου π.χ., η ποινή του κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι μεγαλύτερη από ένα έτος. Επομένως θα μπει στη φυλακή. Για ένα μικρό διάστημα; Ναι. Πάντως θα μπει», απάντησε.
«Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι διάφορες κατηγορίες σε διάφορα αδικήματα των διαδηλωτών. Είτε είναι αθώοι, είτε ένοχοι. Όπως για παράδειγμα το αδίκημα γνωστό ως “αντίσταση κατά της αρχής” που λέγεται πλέον “βία κατά υπαλλήλου“, για απόπειρες σωματικών βλαβών που συνήθως κατηγορούν οι άντρες των ΜΑΤ ότι τους προκάλεσαν ή προσπάθησαν να τους προκαλέσουν οι διαδηλωτές», λέει. Δηλαδή, σε ένα πλήρως ρεαλιστικό σενάριο, αν πραγματοποιηθεί αναίτια προσαγωγή διαδηλωτή, και εκείνος αντιδράσει για την αναίτια προσαγωγή του με αποτέλεσμα να του ασκηθεί δίωξη για βία κατά υπαλλήλου, τότε κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή.
Οι αστυνομικοί που προανακριτικά είδαν εγκλήματα, και στο δικαστήριο «δεν είδαν, δεν άκουσαν» δεν θα χρειάζεται πια να καταθέτουν
Μάλιστα, ο νέος Ποινικός Κώδικας, φροντίζει να διευκολύνει τη φυλάκισή του, καθώς πλέον οι αστυνομικοί που κατά την προανακριτική διαδικασία περιγράφουν με μεγάλη γλαφυρότητα τα γεγονότα σε «copy – paste» καταθέσεις σε βάρος διαδηλωτών, και στη συνέχεια κατά την ακροαματική διαδικασία εμφανίζονται για να καταθέσουν εν τέλει ότι «δε θυμούνται, δεν είδαν και δεν άκουσαν» με αποτέλεσμα το κατηγορητήριο να καταρρέει, πλέον δεν θα υποχρεούνται να παρευρεθούν στο δικαστήριο, ενώπιον του δικαστή, και θα εκλαμβάνεται η πρώτη τους κατάθεση ως βέβαιη, ως πραγματικότητα.
«Εξυψώνει τους αστυνομικούς ως πολίτες πρώτης κατηγορίας, θέτει τον λόγο τους πάνω από το λόγο του κατηγορούμενου»
«Είναι και μία άλλη διάταξη η οποία έχει προταθεί και θα ψηφιστεί και έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων ιδίως από τον χώρο των δικηγόρων, και δεν άλλαξε καθόλου κατά τις συζητήσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διαβούλευση. Η διάταξη λέει ότι οι αστυνομικοί που καταθέτουν προανακριτικά δηλαδή πριν μία υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο με ένορκες μαρτυρίες τους, δεν είναι υποχρεωμένοι να καλούνται ενώπιον του ακροατηρίου για να εξεταστούν ως μάρτυρες κατηγορίας».
»Στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων καθόλου, και στις περιπτώσεις των κακουργημάτων μόνο μετά από αίτηση που θα πρέπει να κάνει ο δικηγόρος του κατηγορούμενου στον εισαγγελέα τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν το ακροατήριο, και αν το αποφασίσει ο εισαγγελέας. Έχει πολλές προεκτάσεις αυτό. Η πιο σημαντική δικαιοπολιτική προέκτασή της είναι ότι εξυψώνει τους αστυνομικούς ως πολίτες πρώτης κατηγορίας. Θέτει κατά κανόνα τον λόγο τους, πάνω από τον λόγο του κατηγορούμενου. Αυτό από πολλές πλευρές του Ποινικού Δικαίου, και του Δικαίου γενικότερα, της δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας, είναι αδιανόητο. Δεύτερον, είναι τόσο συχνό το φαινόμενο να είναι copy – paste οι καταθέσεις τους προανακρτικά, ιδίως σε περιπτώσεις διαδηλωτών, αγωνιστών, προσφύγων – των λεγόμενων διακινητών που είναι στην πραγματικότητα πρόσφυγες και κατηγορούνται ως διακινητές και ευτυχώς το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε δει πολύ σημαντικές αθωωτικές αποφάσεις το τελευταίο διάστημα. Τους καθιστά λοιπόν υπεράνω του πολίτη, υπεράνω του κατηγορούμενου. Η δικαστική πρακτική των τελευταίων χρόνων ήταν θετικά προκατειλημμένοι προς τους αστυνομικούς. Ο δικαστής αναρωτιέται, είναι δυνατόν, ένα δημόσιο πρόσωπο να λέει ψέματα;», είπε.
Αναρωτηθήκαμε σε ποιον κόσμο ζουν οι δικαστές. «Οι δικαστές στην Ελλάδα δυστυχώς ή ευτυχώς έχουν τόσο φόρτο εργασίας και τόσος ο περιορισμός της κοινωνικής τους δραστηριότητας, είτε θεσμικά, είτε από την ίδια την πραγματικότητα που πολλές φορές ιδρυματοποιούνται. Για τους εισαγγελείς ισχύει ακόμα περισσότερο. Αυτό είναι γενικότερα ένα θέμα κοινωνικοπολιτικό για να αλλάξει. Δηλαδή αν κάποιος είναι κατ’ επάγγελμα δικαστής με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο μπαίνει σε μία συγκεκριμένη ψυχολογία. Εξαρτάται βέβαια και από τον άνθρωπο», αναφέρει.
Πηγή: thepressproject
- Προηγούμενο Ξεκινούν δύο μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα 550 εκατ. ευρώ της ΔΕΗ στη Δυτική Μακεδονία
- Επόμενο Υποψήφιος στην ΚΕΔΕ ο κ. Δημοσθένης Κουπτσίδης