Πρόγραμμα «Σπίτι μου»: Πολλές οι αιτήσεις, λίγα τα σπίτια
Μικρότερη σε σχέση µε το πρόσφατο παρελθόν είναι σήµερα η «δεξαµενή» κατοικιών που πληρούν τα κριτήρια του προγράµµατος «Σπίτι µου», που επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικού δανείου προκειµένου να διευκολύνει την είσοδο νέων (έως 39 ετών) στην αγορά κατοικίας. Το πρόγραµµα αφορά ακίνητα αξίας έως 200.000 ευρώ, ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών (δηλαδή έχουν κατασκευαστεί πριν από το 2007) και επιφανείας έως 150 τ.µ.
Τέτοια ακίνητα είναι δύσκολο να βρεθούν στις δηµοφιλείς περιοχές των βορείων και των νοτίων προαστίων, εκτός κι αν πρόκειται για κτίρια της δεκαετίας του ’60 και του ’70 και οι ενδιαφερόµενοι αναζητούν διαµερίσµατα µικρής επιφανείας, της τάξεως των 50-65 τ.µ.
Αν, αντιθέτως, τα προς απόκτηση διαµερίσµατα πρόκειται να στεγάσουν µια νέα οικογένεια, τριµελή ή τετραµελή, τότε οι ενδιαφερόµενοι θα πρέπει να στραφούν προς άλλες περιοχές της Αττικής, όπως το κέντρο της Αθήνας ή τα δυτικά προάστια, όπου είναι περισσότερες οι επιλογές διαµερισµάτων επιφανείας 80-100 τ.µ. που πληρούν τα κριτήρια του προγράµµατος.
Στα σηµεία αυτά είναι εφικτή η ανεύρεση κατοικιών 72 τ.µ. και 115 τ.µ. κατά µέσον όρο, ακόµη κι αν οι ενδιαφερόµενοι επιλέξουν ακίνητα της τάξεως των 150.000 ευρώ, που θεωρείται και πιο εύλογο ποσό δεδοµένης της οικονοµικής επιφανείας των περισσοτέρων ενδιαφεροµένων.
Αν, πάντως, επιλέξουν να εξαντλήσουν το όριο των 200.000 ευρώ που επιδοτείται, είναι εφικτή η αγορά 125 τ.µ. στους Αµπελοκήπους, 137 τ.µ. στα Εξάρχεια, 117 τ.µ. στην Αγία Παρασκευή ή 166 τ.µ. στο Περιστέρι. Ασφαλώς τα παραπάνω αφορούν ακίνητα µεγάλης ηλικίας, συνήθως άνω των 30-40 ετών. Τα στοιχεία προκύπτουν µε βάση πραγµατικές τιµές που έχουν καταγραφεί από συναλλαγές που πραγµατοποιήθηκαν το 2022 µέσω του δικτύου µεσιτικών γραφείων RE/MAX Ελλάς.
Οπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, η εύρεση του κατάλληλου ακινήτου δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες, όπως η περιοχή και το σηµείο που βρίσκεται, ο όροφος, η ποιότητα κατασκευής και η κατάστασή του, η εσωτερική διαµόρφωση και άλλες παροχές, όπως π.χ. θέση στάθµευσης, ή αποθήκη.
Επίσης, σε σχέση µε πριν από την πανδηµία το απόθεµα των κατοικιών που βρίσκονται σε καλή κατάσταση και ταυτόχρονα είναι σε θέση να ενταχθούν στο πρόγραµµα «Σπίτι µου» είναι σαφώς µικρότερο. Αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να εντοπιστούν ακίνητα που ναι µεν να χρήζουν ανακαίνισης, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρονται και µε το ανάλογο χαµηλό τίµηµα. Στην αγορά αυτό δεν είναι δεδοµένο, καθώς αρκετοί ιδιοκτήτες ζητούν πολύ πιο υψηλές τιµές σε σχέση µε την κατάσταση των ακινήτων τους και τα κόστη που πρέπει να επωµιστεί ο αγοραστής για να τα ανακαινίσει.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η πλειονότητα των προσιτών διαµερισµάτων που πωλούνταν έχει ήδη απορροφηθεί, χωρίς να έχει αντικατασταθεί επαρκώς ή όπου αυτό έχει συµβεί τα ακίνητα διατίθενται σε σαφώς υψηλότερες τιµές –π.χ. σε σχέση µε το 2019 τουλάχιστον 20%-25% υψηλότερες–, µε αποτέλεσµα αρκετά εξ αυτών να µην µπορούν να ενταχθούν στο πρόγραµµα λόγω ζητούµενης τιµής ή λόγω της οικονοµικής αδυναµίας των ενδιαφεροµένων να ανταποκριθούν σε τέτοιο ύψος τιµής.
Παράλληλα, σε ορισµένες περιπτώσεις φαίνεται πως κάποιοι ιδιοκτήτες επιχειρούν να επωφεληθούν του προγράµµατος, προχωρώντας σε ανατιµήσεις. Υπάρχουν αναφορές για απότοµες αυξήσεις των τιµών κατά 20.000-30.000 ευρώ σε σχέση µε την περίοδο πριν από την έναρξη του προγράµµατος, δείγµα της προσπάθειας ορισµένων να κερδοσκοπήσουν. Ωστόσο, µε δεδοµένο ότι το µεγαλύτερο µέρος του τιµήµατος θα καταβληθεί µέσω στεγαστικού δανείου, τέτοιες προσπάθειες θα είναι πιο δύσκολο να καρποφορήσουν, καθώς θα πρέπει να γίνει εκτίµηση της αξίας του ακινήτου από τον µηχανικό της τράπεζας. Αν λοιπόν υπάρχει
Επιπλέον, σε κάποιες συνοικίες του κέντρου οι ενδιαφερόµενοι θα κληθούν να διαχειριστούν και τον ανταγωνισµό από τους ξένους επενδυτές. Οι τελευταίοι, ιδίως όσοι ενδιαφέρονται να αποκτήσουν άδεια παραµονής µέσω του σχετικού προγράµµατος, ή όσοι ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη βραχυχρόνια µίσθωση (συχνά και τα δύο), κινούνται για την απόκτηση κατοικιών σε συνοικίες όπως το Παγκράτι, η Κυψέλη, το Κουκάκι και οι Αµπελόκηποι.
Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις οι ζητούµενες τιµές στις περιοχές αυτές ξεπερνούν τις 200.000 ευρώ, καθώς οι ιδιοκτήτες τους προσδοκούν να προσελκύσουν ξένους επενδυτές, παρά να πουλήσουν σε Ελληνες. Στο πλαίσιο αυτό, οι επαγγελµατίες του κλάδου συστήνουν στους ενδιαφεροµένους να κινηθούν προς λιγότερο δηµοφιλείς περιοχές, όπως π.χ. Κάτω Πατήσια, Σεπόλια, Ζωγράφου, Γαλάτσι και Νέα Φιλαδέλφεια, που δεν αποτελούν «στόχους» ξένων αγοραστών.
- Προηγούμενο Στα 9 δισ. ευρώ το προεκλογικό πακέτο Μητσοτάκη
- Επόμενο 40ημερο μνημόσυνο θα τελεστεί το Σάββατο 29 Απριλίου εις μνήμην του Στέργιου Βουδεντσιώτη