Τα προγράμματα κατάρτισης εργαζομένων και οι νέου τύπου ανισότητες
Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα έρευνα με τίτλο «Ενήλικες και προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης στην περίοδο της πανδημίας: Η πρόκληση των ψηφιακών δεξιοτήτων. Βασικά μεγέθη, εμπειρικά στοιχεία, συγκριτικές αναφορές», καταγράφοντας το έλλειμμα στις ψηφιακές δεξιότητες, που με τη σειρά του οδηγεί σε έλλειμμα όσον αφορά την παρακολούθηση προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Παράλληλα, η μελέτη που θα παρουσιάσει ο Γενικός Διευθυντής του ΚΑΝΕΠ και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας, καταγράφει και τις ανισότητες με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης και ψηφιακών δεξιοτήτων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την μελέτη, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο υψηλότερο είναι και το επίπεδο πρόσβασης και το ποσοστό συμμετοχής σε on line εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Αντίστοιχα, το υψηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων οδηγεί σε αυξημένη δυνατότητα πρόσβασης και ανεβάζει το ποσοστό συμμετοχής σε τέτοια προγράμματα.
Σύμφωνα με την μελέτη, η συμμετοχή ενηλίκων σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα, κυμαίνεται περίπου στο 4%, ποσοστό που απέχει κατά πολύ από τον τιθέμενο στόχο (15%) της ευρωπαϊκής ατζέντας (2010), αλλά και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ο οποίος το 2020 έχει διαμορφωθεί στο 9,2%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα της μελέτης που αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο των απασχολουμένων με εξειδίκευση στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας, καθώς ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της τάξης του 71,1% κατέχει τριτοβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. να είναι στο 63,7%.
Αυτό βέβαια δεν τους προστατεύει από την ανεργία, καθώς στην Ελλάδα, καθ’ όλη τη δεκαετία 2010-2020 τα άτομα με εκπαίδευση ΤΠΕ καταγράφουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ανεργίας συγκριτικά με τη γενική ανεργία. Η τάση επιβεβαιώνεται και το 2020 όπου το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με εκπαίδευση στις ΤΠΕ είναι σημαντικά υψηλότερο, στο 20,5%, του αντίστοιχου ποσοστού του συνολικού ενεργού πληθυσμού (16,3%). Αντίστοιχα, το 2020 στη χώρα μας, η απασχόληση των ατόμων με εξειδίκευση στις ΤΠΕ ανέρχεται σε μόλις 79.300 άτομα, που αντιστοιχούν στο 2,0% – ποσοστό που αποτελεί και το χαμηλότερο στην ΕΕ-27.
Σύμφωνα με το ΚΑΝΕΠ, οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν ή επενδύουν ελάχιστα στην βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων τους. Ενώ στην Ε.Ε. μία στις 5 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, υλοποίησε προγράμματα κατάρτισης με στόχο την ανάπτυξη ή τον εμπλουτισμό των γνώσεων του προσωπικού τους σε θέματα ΤΠΕ, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 12% με τη χώρα να κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 27, έχοντας πίσω της τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Η έρευνα καταγράφει επίσης, το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επιθυμούν να καταβάλουν βελτιωμένες αμοιβές στο εργατικό δυναμικό με ειδίκευση στην Πληροφορική. Έτσι, σχεδόν μία στις 5 επιχειρήσεις στο σύνολο της ΕΕ αλλά και στην Ελλάδα απασχολούν άτομα με εξειδίκευση στις ΤΠΕ.
Από τις επιχειρήσεις που διέθεταν κενές θέσεις εργασίας για άτομα με την συγκεκριμένη εξειδίκευση, δυσκολεύτηκαν να τις καλύψουν σε ποσοστό 55% στην ΕΕ και 35% αντίστοιχα στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, ανάμεσα στις δυσκολίες που οι επιχειρήσεις αναφέρουν ότι αντιμετώπισαν για την κάλυψη των θέσεών τους, την πρώτη θέση καταλαμβάνει σε ποσοστό 69% η απάντηση «οι υψηλές μισθολογικές προσδοκίες των ενδιαφερομένων» και ακολουθούν «η έλλειψη σχετικής εργασιακής τους εμπειρίας» σε ποσοστό 63% και «η έλλειψη προσόντων/τίτλων σχετικών με τις ΤΠΕ» σε ποσοστό 54%.
Ως προς την συμμετοχή σε προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης, κατάρτισης ή επιμόρφωσης, σε έρευνα του ΚΑΝΕΠ, 2 στα 10 άτομα ηλικίας 25-64 ετών που ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό δήλωσαν ότι παρακολούθησαν κάποιο τέτοιο πρόγραμμα. Το 90% των συμμετεχόντων, συμμετείχαν αποκλειστικά σε εξ αποστάσεως πρόγραμμα, μέσω e-learning. Μάλιστα, το 30% αυτών, δήλωσαν πως κάλυψαν οι ίδιοι το κόστος του προγράμματος, 46% ότι το κόστος καλύφθηκε κυρίως μέσω επιχορηγούμενων / συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και σε πολύ χαμηλότερο ποσοστό (15%) από τον εργοδότη.
Ως προς τους λόγους συμμετοχής, το 57% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η παρακολούθηση του εκπαιδευτικού προγράμματος ήταν προσωπική πρωτοβουλία, 3 στους 10 συμμετέχοντες (30%) δήλωσε ότι προσφέρθηκε η δυνατότητα μέσω της εργασίας τους, ενώ το υπόλοιπο 15% ότι η παρακολούθηση απαιτήθηκε από την εργασία τους.
Τέλος, φαίνεται πως και ο παράγοντας της τηλε-εργασίας ασκεί σημαντική επίδραση στη συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα, αφού εργαζόμενοι που εργάζονταν με τηλε-εργασία (είτε αποκλειστικά είτε τμηματικά) εμφανίζουν αυξημένα ποσοστά συμμετοχής (41% και 34% αντίστοιχα) έναντι εκείνων που εργάζονταν αποκλειστικά με φυσική παρουσία (15%).
- Προηγούμενο Νέα κινηματογραφική εβδομάδα στο Cine Grevena
- Επόμενο Δύο προσωρινοί ανάδοχοι για το Ultra Fast Broadband των 870 εκατ.€