Ο θρησκόληπτος …
Θρησκόληπτο λέμε τον άνθρωπο της Εκκλησίας που είναι πνευματικά ανώριμος και ή έχει περιδεή συνείδηση και τηρεί σχολαστικά θρησκευτικούς τύπους ή πρεσβεύει κακοδοξίες και δίνει νευρωτικές ερμηνείες σ΄όσα έπρεπε να τον συστήνουν ήρεμο και σωστό χριστιανό.
Θα τον βρούμε όχι μακριά απ΄τον εαυτό μας. Ο καθένας μας κινδυνεύει να εξελιχθεί θρησκόληπτος, αν δεν το προσέξει.
Συνήθως σ΄αυτή την τάξη ανήκουν περισσότερο οι γυναίκες.
Ο θρησκόληπτος έχει βέβαια και πνευματικές συγκινήσεις και εξάρσεις και εμπειρίες, συναισθηματικές κυρίως, και μερικά βιώματα πνευματικά, αλλά επικεντρώνει τον αγώνα του στην εξωτερική τήρηση όσων ορίζει η Εκκλησία, τα οποία είναι μεν αναγκαία, αλλά στην προκειμένη περίπτωση κατακριτέα, επειδή λείπει το βαθύτερο περιεχόμενο.
Δεν παραλείπει π.χ. κάθε πρώτη του μήνα να πάει στην εκκλησία, για να πάρει αγιασμό και στη συνέχεια να ραντίσει όλες τις γωνιές του σπιτιού. Επαίρεται όμως και θεωρεί αχρίστιανο όποιον δεν κάνει το ίδιο. Μ΄αυτό του καταλογίζεται προσήλωση σε εξωτερική ευσέβεια χωρίς ταπείνωση.
Δεν ξεχνάει ποτέ Τετάρτη και Παρασκευή να κρατάει αλάδωτη κιόλας νηστεία, κι αν καμιά φορά το παραβεί, το σημειώνει πρώτο αμάρτημα για εξομολόγηση, ενώ θα ξεχάσει ν΄αναφέρει την κατάκριση, που η γλώσσα πάει ροδάνι, για τούς άλλους ανθρώπους. Kι είναι γεγονός ότι πολλές φορές καταφεύγει στο κουτσομπολιό και ασχολείται όχι μόνο με τη ζωή των άλλων απλών συνανθρώπων του, αλλά δίκαια ή άδικα και με του ιερέα της ενορίας ή και πιο πέρα, έχοντας την αυταπάτη ότι συμβάλλει έτσι στη διόρθωσή του για τυχόν παραλείψεις του.
. Η ιεροκατηγορία αυτή ιδιαίτερα μας πιάνει όλους. Κι όμως τότε μόνο έχουμε το δικαίωμα να επικρίνουμε τους κληρικούς – κι όχι μόνο αυτούς, αλλά κι όλους τους ανθρώπους – όταν προηγουμένως με θέρμη τους προσευχόμαστε. Έτσι εξαγνίζεται η πρόθεσή μας κι ίσως έτσι πράγματι συμβάλουμε στη βελτίωση πολλών ”κακώς εχόντων” πραγμάτων και στον εκκλησιαστικό χώρο.
Κατακρίνοντας όμως ανεύθυνα ο θρησκόληπτος και με την εγωπαθή πίστη ότι αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος ”κριτής της οικουμένης” αποδεικνύει ότι δε δίνει βαρύτητα στον πραγματικό πνευματικό αγώνα για τον εαυτό του. Ότι του λείπει η εσωστρέφεια και για τους άλλους η αληθινή προσευχή. Χώρια βέβαια ότι ειδωλοποιεί και πρόσωπα, εκκλησιαστικά κυρίως.
Διαβάζει ακόμα στην ώρα του το ψαλτήρι, περισσότερο ίσως κι από καθήκον, αλλά βγάζει υστερικές κραυγές και υπερασπίζεται με πείσμα και με μυωπικό τρόπο την πίστη, όταν βάλλεται – ενώ προσπαθεί συνάμα πολλές φορές να πείσει και τον εαυτό του για ό,τι υποστηρίζει -. Στις συζητήσεις του για το Θεό και την Εκκλησία μιλάει με φανατισμό και μισαλλοδοξία, χωρίς πραότητα και διάκριση. Κακίζει δε όσους του αμφισβητήσουν το προνόμιο να υποστηρίζει τα θεοτικά. Έχει πράγματι υπέρ το δέον ζήλο για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά θέματα. Ωστόσο ο πραγματικός ζήλος για το Χριστό δεν αποβλέπει στην ικανοποίηση του εγώ του ζηλωτή κι ούτε καταφέρεται τόσο εναντίον των άλλων, όσο εναντίον της δικής του έκπτωτης κατάστασης.
Άλλο χαρακτηριστικό του θρησκόληπτου είναι να φοβάται και να υπενθυμίζει και στους άλλους που προσπαθεί να κατηχήσει ότι με τέτοια που συμβαίνουν γύρω μας, π.χ. το έξαλλο ντύσιμο, με το οποίο ορισμένοι έρχονται και στην εκκλησία, ο Θεός θα ρίξει φωτιά να μας κάψει.Κι ίσως κάποτε ο γυμνισμός μ΄όλα τα επακόλουθά του να προκαλέσει την οργή Του. Όμως ο θρησκόληπτος περιορίζεται μόνο στην τιμωρία του Θεού και δεν κάνει λόγο για την ανοχή και τη μακροθυμία Του, το έλεος και την αγάπη Του.
Γενικά ο θρησκόληπτος βεβαιώνει ότι ξέρει πλήρως πώς πρέπει να γίνονται όλα τα πράγματα γύρω του σωστά.Η αφεντιά του όμως… Άς δοκιμάσει να τον πατήσει κανείς στον ”κάλο”, όπως λέμε. Τότε ξεχνάει τους κανόνες ηθικής του Ευαγγελίου και μπορεί να οργιστεί και ν΄αρχίσει ένα υβρεολόγιο άνευ προηγουμένου. Αλλά και τα ψέματα δεν τα έχει απαρνηθεί τελείως. Όταν βρει τα δύσκολα, για να μη ταπεινωθεί, θα δικαιολογήσει τις πράξεις του μ΄αυτά.
Ο θρησκόληπτος ακόμη αγαπά παθολογικά ανθρώπους που τον αγαπούν, ενώ εχθρεύεται θανάσιμα, κι ας μη το δείχνει, ανθρώπους που τον αμφισβητούν ή τον ταπεινώνουν.
Άλλες φορές για να γίνει πειστικός, επικαλείται όνειρα ή οράματα που είδε, τα οποία όμως είναι αμφιβόλου προέλευσης.
Επίσης πολλοί θρησκόληπτοι βλέπουν με περιφρόνηση τις συζυγικές τρυφερότητες, γιατί τις θεωρούν ακάθαρτες πράξεις.
Ο θρησκόληπτος δεν έχει πραγματική χαρά και ειρήνη. Φοβάται και τον αυτοέλεγχο και την ετεροκριτική.
Αυτόν τον παρά ταύτα συμπαθή μας τύπο τον υποβλέπουν και τον αποφεύγουν όλοι, εκτός από όμοιούς του ή αφελείς, οι οποίοι τον θαυμάζουν και τον ακολουθούν κιόλας.
Στο οικογενειακό του περιβάλλον δε βρίσκει απήχηση. Αν έχει δε να διαπαιδαγωγήσει και παιδιά…εκεί είναι τα δύσκολα. Τα καταντά συνήθως διχασμένες προσωπικότητες, γιατί κι ο ίδιος έχει μια δόση νεύρωσης ή ψύχωσης. Και τούτο, γιατί δεν ξέρει να προτάσσει στον τύπο την ουσία, που είναι η ταπείνωση, η αγάπη και η συγγνώμη. Μπορεί να υπερασπίζεται τα δίκαια του Θεού και της Εκκλησίας, αλλά μην του πεις να συγχωρήσει τη νύφη, αν είναι πεθερά, ή και το αντίστροφο, τη γειτόνισσα ή τον τάδε συγγενή που τον πίκρανε.
Όσο για τη φιλανθρωπία, παρόλο που η τσέπη του αντέχει, θα την περιορίσει σε κανένα δίευρο για κάποιο ζητιάνο.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως ο θρησκόληπτος θρησκειοποιεί την Ορθοδοξία και χαρακτηρίζεται και από απολυτότητες, ακρότητες, δεισιδαιμονίες, εσχατολογίες, αντιχριστολογίες.
Γι΄αυτούς τους ανθρώπους ισχύει το Γραφικό ” αυτός ο λαός με προσεγγίζει με τα λόγια και με τα χείλη του με τιμά, ενώ η καρδιά του απέχει πολύ από μένα” ( Ματθ. 15,8 ), η δε παραγγελία του Θεού είναι ”έλεος θέλω κι όχι θυσίες” ( Ματθ. 9,13 ). Έχουν λίγο από το πνεύμα των Εβραίων, που υπερασπιζόμενοι το Νόμο σταύρωσαν το Νομοθέτη.
Ο θρησκόληπτος έχει συμβιβαστεί μάλλον με την κατάστασή του, γι΄αυτό η θεραπεία του πάει σε βάθος χρόνου. Τα καλύτερα φάρμακα κατά τη γνώμη μας είναι ο λόγος του Θεού και ο λεπτός του χειρισμός με αγάπη και στοργή από ανθρώπους που αγαπά κι εμπιστεύεται, γιατί είναι εύθικτος και αντιδραστικός αλλιώς.
Ας ρίξουμε όμως στη συνέχεια το βλέμμα μας και λίγο μακρύτερα, σ΄αυτούς που δεν έχουν τόση σχέση με την Εκκλησία.
Αυτό και μόνο το γεγονός ότι αρνούνται την εκκλησιαστική ζωή δε σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένοι από όσα μαστίζουν τον τύπο του θρησκόληπτου που μόλις περιγράψαμε. Έχει και η ευρύτερη κοινωνία τους δικούς της θρησκόληπτους.
Είναι παρατηρημένο ότι, όπως τα ηλιοτρόπια στρέφονται πάντα προς τον ήλιο, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου απ΄τη φύση της στρέφεται πάντα προς το Δημιουργό της και Τον αναζητά. Είναι σαν τον κισσό.Είναι κρίμα βέβαια ότι πολλοί από μας έχουμε βάλει υποκατάστατα στη θέση Του.
Αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να εξαρτάται από κάτι πιο δυνατό απ΄αυτόν εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο στους ” θρησκόληπτους” της κοινωνίας από ό,τι σ΄εκείνους της Εκκλησίας. Οι βασικές όμως αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά τους παραμένουν οι ίδιες.Έχουν παραπλήσια αντίδραση.
Για παράδειγμα: αντί για το είδωλο της Εκκλησίας, του Χριστού ή όποιας θρησκείας μπορεί να έχουν αυτοί αναφορά σε απρόσωπες δυνάμεις ( π.χ. τα ζώδια, την τύχη, τη μοίρα, τα πονηρά πνεύματα ) και προσπαθούν να τις προσεγγίσουν με συμπεράσματα από αστρικές επιδράσεις, με χαρτορίχτρες, καφετζούδες, ονειροκρίτες, με πνευματισμό (μέντιουμ ), με μαγικά ξόρκια, με προσκόλληση σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες…Έτσι τρέμουν, αν λαλήσει κουκουβάγια στη στέγη τους, αν γαβγίσει παράξενα ο σκύλος τους, αν συναντηθούν με ιερέα, αν συμπέσει Τρίτη και 13 του μήνα για κάποιο γεγονός κ.λ.π.
Έχουν κι αυτοί αρρωστημένες κακοδοξίες, περιδεή συνείδηση και είναι ως επί το πλείστον νευρωτικά άτομα.
Αυτά βέβαια έχουν σχέση και με την προχριστιανική ειδωλολατρική εποχή. Τότε άνθιζαν και η ονειρομαντεία και η χειρομαντεία, η οιωνοσκοπεία, τα μέντιουμ ( μαντείο Δελφών, Δωδώνης ) κ.ά.
Και οι δύο τύποι του θρησκόληπτου που αναφέραμε είναι μη παραδεκτοί κατά τη διδασκαλία του Κυρίου μας. Έχουν και οι δύο ανάγκη από καλύτερη γνώση του Θεού και του θελήματός Του.
Κι αν σήμερα φαινόταν ο Χριστός ορατός ξανά στη γη – αόρατος πάντα είναι παρών – κι εκδήλωνε και για τον ένα και για τον άλλο τύπο τη συμπάθειά Του και την επιθυμία να τους γνωρίσει τον εαυτό του, για να σωθούν, πιστεύουμε ότι ο μεν θρησκόληπτος της Εκκλησίας θα έτρεμε μην του χαλάσει ο Χριστός την εντύπωση που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του, ο δε θρησκόληπτος που ζει στην ευρύτερη κοινωνία, θα ένιωθε τόσο δυσκίνητο το πνεύμα του και ασθενική τη διάθεσή του να Τον πλησιάσει.
Ας ευχηθούμε όμως, σ΄όποιον τύπο κι αν ανήκουμε ο καθένας μας, – όπως και να΄ναι αναγνωρίζουμε σε πολλά χαρακτηριστικά τους τον εαυτό μας – , με την προσμονή και των Χριστουγέννων να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο χώρο έπρεπε να είμαστε και πού βρισκόμαστε και με ταπεινή και ασίγαστη αναζήτηση να Τον συναντήσουμε. Τότε και μόνο τότε θα βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας και την πνευματική ισορροπία μας. Αλλιώς θα παραμένουμε κενοί και θα αναλωνόμαστε άστοχα και άσκοπα χωρίς βάθος. Γένοιτο.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Συνεταιριστική Τράπεζα Δ. Μακεδονίας: Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο
- Επόμενο Άδεια τα ράφια των φαρμακείων – Λείπουν 30 βασικά φάρμακα