«Επανάσταση» στα γραφεία – Ο κοροναϊός ανατρέπει τους εργασιακούς χώρους
Το μεγάλο κτίριο γραφείων, ο ουρανοξύστης που στέγαζε στρατιές υπαλλήλων, οι μεγάλες αίθουσες με τα φώτα νέον και τις ατέλειωτες σειρές γραφείων με γραφομηχανές ή αριθμομηχανές ήταν μια εικόνα της νεωτερικότητας εξίσου εμβληματική με τη μεγάλη γραμμή παραγωγής στα φορντικά εργοστάσια.
Ωστόσο, λίγο μετά το θρίαμβο του γραφείου, τότε που θεωρήθηκε ότι ο υπάλληλος γραφείου είναι ο κατεξοχήν εργαζόμενος, σε αντιδιαστολή προς τον χειρώνακτα (θυμηθείτε πώς μετά τον Β’ ΠΠ το Χόλιγουντ πρόβαλε τον εργαζόμενο σε γραφείο και όχι τον βιομηχανικό εργάτη ως τον «μέσο αμερικανό»), άρχισε να συζητιέται ο ενδεχόμενος θάνατός του.
Οι υπολογιστές και οι λοιπές ψηφιακές εφαρμογές σταδιακά περιόρισαν τη χρήση του χαρτιού (βέβαια τα δάση του πλανήτη συνέχισαν να υποφέρουν ακόμη και μετά την έλευση του υποτίθεται paperless office στη δεκαετία του 1990) ή την καταφυγή σε δακτυλογράφους, ενώ σταδιακά το διαδίκτυο έδειχνε να προσφέρει την υπόσχεση της εξ αποστάσεως εργασίας, κάτι που η μαζική κουλτούρα δείχνει να εντοπίζει ως ενδεχόμενο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο, το γραφείο επιβίωσε. Μάλιστα, για πολλά χρόνια παρά τις εκτεταμένες δυνατότητες τηλεργασίας που έφεραν εδώ και αρκετά χρόνια τεχνολογικές εξελίξεις όπως η διεύρυνση του όγκου δεδομένων στο διαδίκτυο, οι πλατφόρμες τηλεδιάσκεψης και η χρήση του cloud για την αποθήκευση αρχείων, είχε θεωρηθεί ότι το γραφείο εξακολουθεί να αποτελεί έναν χώρο όπου η τυπική και άτυπη αλληλόδραση μεταξύ των εργαζομένων αυξάνει την παραγωγικότητα.
Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι είχε αναπτυχθεί και το φαινόμενο της παροχής χώρων εργασίας ακόμη και σε ανθρώπους που θα μπορούσαν όντως να εργαστούν από το σπίτι, μια που θεωρήθηκε ότι και αυτοί είχαν ανάγκη από ένα «περιβάλλον εργασίας».
Μεγάλες πολυεθνικές όχι μόνο επένδυαν στα κτίρια γραφεία τους αλλά και συχνά τα παρουσίαζαν ως κάτι πολύ παραπάνω από «χώρους εργασίας», ως ιδιαίτερα οικοσυστήματα παραγωγικότητας και καινοτομίας.
Η τομή της πανδημίας
Σε όλα αυτά έβαλε τέλος η πανδημία. Το παγκόσμιο σχεδόν λοκντάουν της περασμένης άνοιξες αποτέλεσε τον μεγαλύτερο καταλύτη για τη στροφή προς την τηλεργασία, ιδίως για τις δουλειές γραφείου.
Έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο έδειξε ότι το ποσοστό των ανθρώπων που έκαναν πλέον τηλεργασία άγγιζε ακόμη και το 34%. Άλλα στατιστικά στοιχεία από τις ΗΠΑ αναφέρουν ότι τον Ιούλιο του 2020 ένα ποσοστό περίπου 25% των εργαζομένων έκανε κάποιου είδους τηλεργασία, ενώ τον Μάιο το ποσοστό αυτό έφτασε ακόμη και το 35%.
Στην Ευρώπη τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ευρώπη για τους εργαζομένους γραφείου, ακόμη και τον Αύγουστο του 2020 μόνο το 50% πέρναγε κάθε μέρα εργασίας στο γραφείο. Αντίθετα, ένα ποσοστό περίπου 25% εργαζόταν πλήρως από το σπίτι και οι υπόλοιποι εργάζονταν και στο σπίτι και στο γραφείο.
Αρκετές εταιρείες δείχνουν έτοιμες να διατηρήσουν ένα τέτοιο μοτίβο και στο μέλλον. Ούτως ή άλλως είχε καταγραφεί μια αύξηση των ανθρώπων που εργάζονταν από το σπίτι στατιστικά, αν και άλλες έρευνες είχαν δείξει ότι μικρό ποσοστό των εργαζομένων που θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι όντως εργάζονταν από το σπίτι.
Σε αυτά προστίθενται και άλλες αλλαγές ως προς τη λειτουργία των γραφείων. Οι αναγκαστικά πιο σύντομες τηλεδιασκέψεις αντικαθιστούν τις ατέρμονες συσκέψεις στα γραφεία, ενώ παράλληλα βοηθούν και τον περιορισμό του κόστους από τα συχνά ταξίδια για συσκέψεις.
Τα όρια της εργασίας από το σπίτι
Γύρω από την εργασία από το σπίτι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Αρκετοί αναφέρουν ως πλεονεκτήματά της την εξοικονόμηση χρόνου, τη δυνατότητα παράλληλης φροντίδας σε παιδιά, την ευελιξία, τη δυνατότητα εργασίας σε καλύτερο περιβάλλον.
Επιπλέον έχει υποστηριχθεί ότι η τηλεργασία περιορίζοντας τις μετακινήσεις περιορίζει και τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, επιτρέπει να καλυφθούν περιφερειακές ανισότητες αφού η γεωγραφική τοποθεσία δεν παίζει ρόλο και διευκολύνει την ισότητα των δύο φύλων, αφού διευκολύνει τις εργαζόμενες μητέρες.
Ωστόσο υπάρχουν και αντιρρήσεις: η σύγχυση ανάμεσα σε χρόνο εργασίας και χρόνο ανάπαυσης είναι ψυχοφθόρα, κουραστική και οδηγεί σε μείωση της παραγωγικότητας, την ώρα που επιτείνει το εργασιακό στρες. Οι εργοδότες μπορούν να εκμεταλλευτούν τη διαδικασία για να αυξήσουν τον πραγματικό χρόνο εργασίας. Η απουσία κοινωνικής συναναστροφής περιορίζει την ελεύθερη και δημιουργική συζήτηση που γεννά ιδέες και καινοτομίες.
Και βέβαια υπάρχουν και οι ανησυχίες για το πώς αυτό επηρεάζει τη δυνατότητα συνδικαλιστικής δράσης, εφόσον οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι χάνουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τους εργαζομένους συγκεντρωμένους σε έναν χώρο, αν και επ’ αυτού υπάρχει ο αντίλογος ότι ήδη τα σωματεία χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και ότι κάποιες φορές ένα «κλειστό» γκρουπ σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης ίσως να επιτρέπει να ειπωθούν πράγματα πιο ανοιχτά από ό,τι σε συνθήκες η εργοδοσία μπορεί να επιτηρήσει εκ του σύνεγγυς.
Το ερώτημα της παραγωγικότητας
Μια πρόσφατη τοποθέτηση του ΟΟΣΑ εξετάζει τα ζητήματα που αφορούν το εάν η τηλεργασία αυξάνει την παραγωγικότητα.
Η εκτίμηση είναι ότι οι σχετικές έρευνες δείχνουν αντιφατικά αποτελέσματα. Ενώ θεωρείται ότι γενικά η τηλεργασία αυξάνει πλευρές του βαθμού ικανοποίησης των εργαζομένων, π.χ. ακυρώνοντας την ταλαιπωρία της μετακίνησης, παράλληλα γεννά άγχη για «κρυφές» υπερωρίες και μια αρνητική σύμφυση χρόνου και χώρου εργασίας και προσωπικού χρόνου και χώρου. Την ίδια ώρα επιφέρει σίγουρα μείωση σε διάφορα κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Όμως, από την άλλη υπάρχουν και προβλήματα. Η τηλεργασία περιορίζει την άτυπη και ελεύθερη επικοινωνία και αλληλεπίδραση μεταξύ των εργαζομένων, όπως και τις διαρκείς ροές γνώσης και εμπειρία που καταγράφονται σε έναν χώρο εργασίας. Αυτό μπορεί να έχει τον κίνδυνο να περιορίσει την καινοτομία σε χώρους που κατεξοχήν στηρίζονται σε αυτή.
Την ίδια ώρα διαμορφώνει νέες προκλήσεις για τα διευθυντικά στελέχη που καλούνται την ίδια στιγμή να προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι δεν χαλαρώνουν οι ρυθμοί εργασία χωρίς αυτό να συνεπάγεται μια διαρκή επιτήρηση και έμμεση εισβολή σε έναν χώρο που είναι ταυτόχρονα εργασιακός και προσωπικός. Εξ ου και η έμφαση ότι η τηλεργασία απαιτεί ένα βαθμό εμπιστοσύνης και οργάνωση της εργασίας με βάση στόχους και αποτελέσματα περισσότερα παρά «χρόνο στη δουλειά».
Οι προκλήσεις της τηλεργασίας
Είναι βέβαιο ότι μετά την πανδημία ένα ποσοστό τηλεργασίας θα μείνει και θα θεωρείται τμήμα της νέας κανονικότητας. Όμως, αυτό θέτει σοβαρές προκλήσεις.
Για παράδειγμα η παροχή βασικών υποδομών είναι κομβική. Η ύπαρξη προσβάσιμων και φτηνών ευρυζωνικών συνδέσεων ολοένα και περισσότερο ανάγεται σε ένα δημόσιο αγαθό μια που γίνεται συνθήκη αναγκαία για να διεκδικήσει κάποιος εργασία. Το ίδιο ισχύει και για τη μετάβαση των ίδιων των επιχειρήσεων, των δικτύων και των αρχείων τους στη νέα συνθήκη.
Την ίδια στιγμή, όμως, χρειάζεται να ενισχυθούν και όχι να υπονομευθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η τηλεργασία δεν πρέπει να σημαίνει επιπλέον ελαστικοποίηση και επισφάλεια. Αντίθετα, χρειάζεται αυξημένη προστασία και εξασφάλιση. Το ίδιο ισχύει και για την ικανότητα των ελεγκτικών μηχανισμών να μπορούν να εξασφαλίσουν την τήρηση της νομιμότητας. Αντίστοιχα και το συνδικαλιστικό κίνημα θα κληθεί να βρει νέους τρόπου να παρέμβει, να διεκδικεί και φυσικά να απεργεί για τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Οι χώροι που δεν μπορούν να κάνουν τηλεργασία
Βέβαια, στην πραγματικότητα η τηλεργασία απλώς δεν είναι το μέλλον για όλες τις θέσεις εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων εργασίας στη γεωργία και την κτηνοτροφία, τη μεταποίηση, τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τις υπηρεσίες (από την εστίαση και τον τουρισμό μέχρι την υγεία και τη φροντίδα προσώπων) δεν μπορούν να μεταφερθούν σε εργασία από το σπίτι.
Αυτό άλλωστε φάνηκε και στην πρώτη φάση της πανδημίας όταν καταλάβαμε πόσο πολλοί ήταν οι εργαζόμενοι που δεν μπορούσαν «να μείνουν σπίτι».
Την ίδια στιγμή στους ίδιους τους χώρους εργασίας που μπορούν να κάνουν τηλεργασία, ένας βαθμός άμεσης επικοινωνίας παραμένει αναντικατάστατη πλευρά του δημιουργικού και παραγωγικού χαρακτήρα τους.
Σε τελική ανάλυση όσο και εάν αυξάνονται οι δυνατότητες να κάνουμε τα πάντα από το σπίτι μας, παραμένουμε βαθιά κοινωνικά όντα. Η εργασία παραμένει μια κοινωνική πρακτική και ο χώρος εργασίας ένας κοινωνικός χώρος, με τις δικές του δυναμικές. Το τέλος του «χώρου εργασίας» απέχει πολύ ακόμη.
- Προηγούμενο Πόσο κερδίζουμε με την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης
- Επόμενο ΟΑΕΔ: Ποιοι άνεργοι θα λάβουν από 400 ως 798,5 ευρώ