Το μυστικό! *Του Δημήτρη Ψευτογκά
Εκεί, παραδίπλα, ήταν το ελεύθερο αγρόκτημα της Σχολικής Εφορίας, ξέφραγο με τις αμυγδαλιές του φορτωμένες καρπούς…
Με πετριές κατεβάζαν γρήγορα όσο αμύγδαλα μπορούσαν, τάβαζαν στους κόρφους και έτρεχαν στις κρυψώνες της Σταματούς όπου γινόταν με απόλυτη ησυχία η καταμέτρηση και ο καθαρισμός από την μισάνοιχτη και μαραζωμένη πράσινη σκληρή φλούδα…
Ακολουθούσε το στέγνωμα στον ήλιο και μετά η απόλαυση τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες.
Τα χέρια ήταν σκληρά, τα νύχια μεγάλωναν αρκετά στις διακοπές…
Είτε σαν αντίδραση στον υποχρεωτικό Δευτεριάτικο έλεγχο καθαριότητας και το ξύλο με τη βέργα που ακολουθούσε είτε γιατί χρειαζόταν σαν όπλο στους καλοκαιρινούς καβγάδες επιβολής στις ομάδες είτε σαν εργαλείο για πολλές…εργασίες όπως το ξεφλούδισμα φρούτων, το πλέξιμο παιχνιδιών με νερόχορτα ή το σχίσιμό τους σαν την κεφαλή βελόνας για την δημιουργία κόμπων.
Στον ίσκιο της φτελιάς μπορούσες να δεις και να πάρεις τα πρώτα δωρεάν μαθήματα πως παίζεται η “ξερή” ή η”κολτσίνα” με την κλεμμένη παλιά τράπουλα όταν βάρδια στον μοναδικό καφενέ είχε ο βραδύς και αφελής παππούς και όχι ο παμπόνηρος καφετζής που σε “διάβαζε” αμέσως κοιτώντας σε με το μισόκλειστο αριστερό μάτι από την κορφή μέχρι τα νύχια!
Ώσπου να κοιτάξει για τις καραμέλες ή τα μπισκότα ο παππούς καθώς δεν ήξερε και τις περίεργες ονομασίες των ειδών τους “ΙΟΝ” ΡΟΥΛΙΑ” “ΚΟΚΚΟΣ” και καθώς δεν ήθελε να ξυπνήσει από την μεσημεριανή “σιέστα” τον καλομαθημένο γαμπρό του, η ξεχασμένη τράπουλα στο τραπέζι έκανε φτερά!
Απέμειναν μόνο οι στάχτες από τα τσιγάρα,το άδειο πακέτο τσιγάρων “ΑΣΣΟΣ” που η πίσω πλευρά χρησίμευε ως πινάκιο καταγραφής με το μολύβι των χαρτοπαιχτικών επιδόσεων της ζωηρής τετράδας που φιλονικούσαν ακόμα και στην έξοδο με χοντρά “κοσμητικά” επίθετα για τις αιτίες της ήττας που δεν αποδεχόταν ποτές για υποθετικά “κλεψίματα”, “απροσεξίες”, λαθεμένες καταμετρήσεις ή σκόπιμα λαθεμένες καταγραφές και τα πατημένα σβησμένα αποτσίγαρα στο πάτωμα!
Οι καλές “γόπες” δεν πήγαιναν χαμένες!
Ήταν ότι πρέπει για την εισαγωγή στην ενηλικίωση με τα πρώτα μαθήματα καπνίσματος με την κλασσική φράση της πρώτης ρουφηξιάς “Ι.ι.ι.ι.ι.ι.ι….ένας παππάς” που έφερνε πνιγμονή, βήχα και ακατάπαυστο γέλιο στους μύστες!
Τα φύλλα της φτελιάς ήταν το πρόχειρο πόμα στις ξύλινες φτσέλες που κρατούσαν δροσερό για πολλές ώρες το κρύο νερό της Σταματούς…
Ήταν αυτά που κρατούσαν μυστικά και με το θρόισμά τους έδιωχναν μακριά τους αδιάκριτους…
Αυτή ήξερε όλα τα μυστικά, άκουγε τις πιο περίεργες ιστορίες από διηγήσεις παλαιότερων και τα αποκυήματα φαντασίας μιας και συνταρακτικά νέα σπάνια υπήρχαν ή έφθαναν στον απομονωμένο μικρόκοσμο της αρχής της δεκαετίας του ’60, σε ένα ορεινό επαρχιακό χωριό… Ν
Τα θέματα κοινότυπα: Ο τεράστιος λύκος που στη θέα του σου κοβόταν η φωνή,τα φαντάσματα που κυκλοφορούσαν με μορφή βοδιού που έβγαζε φλόγες από τις μύτες ή με τη μορφή μεγάλης γάτας που με τη μεγάλη ουρά και τα πράσινα φεγγοβόλα μάτια σού ‘κλεβαν τη φωνή αν έκανες το λάθος να φωνάξεις φοβισμένος!
Δεν κρατούσε μόνο τα μυστικά των άλλων μα και το δικό της μυστικό!
Ήταν κτισμένη εκμεταλλευόμενη τους νόμους της φυσικής!
Λίγο πριν την εκβολή της στο ρέμα σαν φυσικό ανάχωμα στεκόταν σκεπασμένη από τα επεκτατικά βάτα, άφαντη από την βόρεια πλευρά όπου περνούσε πλέον ο νέος χωματόδρομος που οδηγούσε στους μπαχτσέδες.
Το κατηφορικό μονοπάτι που από τα ανατολικά ήταν η μόνη πρόσβαση που οδηγούσε ανθρώπους και ζώα στην νότια πλευρά όπου και η πρόσοψή της με έξοδο δυτικά συναντούσε πλέον τον αμαξητό χωματόδρομο. Δύο επάλληλες τριγωνικές οροφές με τη μεγαλύτερη αριστερά όπου κατέληγε η τρίμετρη ποτίστρα των ζώων που συνδεόταν στα δεξιά της με ξεχωριστό σιδερένιο σωλήνα τροφοδοσίας η βρύση για τις ανάγκες ύδρευσης των ανθρώπων.
Είχε κάτι το απλό και αρχαιοελληνικό αυτό το σχέδιο…
Σαν δύο προσόψεις εφαπτόμενων ναών ενός μικρότερου και ενός μεγαλύτερου σε πλάτος.
Το φυσικό γκριζοπράσινο χρώμα που πρόσθεσαν οι ευνοημένοι από την υγρασία λειχήνες έδινε μια απόκοσμη εικόνα απρόσμενης ομορφιάς σε μια ταπεινή ρεματιά…
Καμιά χαραγμένη αφιέρωση για τους κτήτορες παρά μόνο μια μισοσβησμένη ημερομηνία , 1944 και ένα μια λέξη Dino…
Κανείς δεν ήξερε πως διαβάζεται ούτε ενδιέφερε και κανέναν!
Όλοι ξεδιψούσαν βιαστικά, γέμιζαν τα παγούρια τους και έπαιρναν το δρόμο για τα κτήματα…
Τα κουρασμένα και φορτωμένα υποζύγια, άλογα, μουλάρια ή γαϊδουράκια δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια.
Όχι μόνο λόγω της υπερβολικής ανηφορικής κλίσης του δρόμου και του κινδύνου να ρίξουν το φορτίο αλλά γιατί το πολύ κρύο νερό τα αρρώσταινε!
Αυτές οι…αρχές τηρούνταν απαρέγκλιτα!
Ο ειδικός επί των ζώων πρακτικός κτηνίατρος και ενίοτε δρών και επί των ανθρώπων σε περιπτώσεις καταγμάτων ή στραμπουληγμάτων, το απαγόρευε αυστηρώς!
Τελευταία μετά κάποιες αποτυχίες έχασε σε κύρος αφού και να μην ήθελε κανείς το στραβό χέρι ήταν η ζωντανή διαφήμησή του και τον έδειχνε συνεχώς!
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η πελατεία να …λακίσει !
Επισκεπτόταν τον πιο κοντινό “συνάδελφο”, τον παπά του γειτονικού χωριού Λάκα!
Ένας από αυτούς ήταν και ο Λάμπρος.
Ο Λάμπρος με το χέρι στο “γιακί’, τον παραδοσιακό γύψο από ασπράδι αυγού και μαλλί προβάτου, αφού έσπασε το χέρι στον αγκώνα κατά τη διάρκεια των γυμναστικών επιδείξεων γιατί ο Θάνος κάθισε επίτηδες απότομα πιο χαμηλά στο “σκαμνάκι”, έγινε ακόμα πιο ατίθασος!
Έδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και ανέπτυξε μια ιδιότυπη τεχνική αναρρίχησης στα δέντρα και ιδιαίτερα στα οπωροφόρα…Ειδικότης του, οι αχλαδιές!
Ήταν αυτός που ανακάλυψε την επιγραφή και την ημερομηνία στην τσιμεντένια οροφή της βρύσης που είχε καλυφθεί από τα πυκνά κλαριά βρωμοξυλιάς που ταυτόχρονα εμπόδιζε την άνοδο στην κοντινή αχλαδιά!
Η λύση του μυστηρίου την έδωσε ο γλωσσομαθής της παρέας μιας και ήταν μαθητής της πρώτης τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου!
Ο Τάκης την κοίταξε σαν μαθητής του Σλήμαν και απεφάνθη: Ντίνο!
Συμπλήρωσε κατόπιν μικρής περισυλλογής ότι πιθανόν να ξέχασε το σίγμα το τελικό…
Σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής λίγοι ήξεραν γράμματα και αυτοί δεν ήταν βοσκοί ή μάστορες!
Γιατί όμως να το γράψει εκεί που δεν μπορούσε εύκολα να το δει ο διψασμένος ή ο περαστικός διαβάτης;
Γιατί να το γράψει στα “ξένα”;
Το μυστήριο κάπως το ξεδιάλυνε η μπάμπω η Νάσαινα…
Καθώς είχε βάλει το κατάμαυρο από την κάπνα καζάνι στην πυροστιά και άναβε φωτιά δίπλα στη βρύση για να πλύνει τα μάλλινα μαύρα ρούχα της μιας και της ήταν δύσκολο να κουβαλάει νερό από τη Σταματού-δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της- απάντησε εύκολα στην ερώτηση του Γιάννη που ήταν κουμπαρούδι της:
-Ιταλοί την έφτιαξαν τη βρύση!
-Ιταλοί;
-Ναι!
Από κει και πέρα έσφιξε το μαντήλι της που έπιανε και το μισό πρόσωπο και άφηνε έξω σε κοινή θέα, μόνο τα μάτια και τη μύτη, ανασκούμπωσε τα μανίκια της και άρχισε τη δουλειά χωρίς να ανοίξει ξανά το στόμα της!
Οι καλοκαιρινοί πειρασμοί είναι τόσοι πολλοί όσο το να ξεδιψάς με κρύο νερό!
Κρύβεσαι σε απίθανες κρυψώνες, κλέβεις φρούτα και καρπούς, γυρνάς ξυπόλητος στο καυτό χώμα, ψαρεύεις στο ρηχό ποτάμι, πιάνεις βατράχια ή νερόφιδα και τα πετάς στους φίλους σου, κολυμπάς στους βαθείς βυρούς, βόσκεις τα αρνάκια σου ή βοηθάς στις αγροτικές εργασίες της οικογένειας, ψάχνεις για φωλιές, κυνηγάς με το λάστιχο πουλιά ή στήνεις παγίδες, κυλιέσαι στα άχυρα από τις θερισμένες καλαμιές…
Τρέχει ο χρόνος σαν το νερό και δεν τον προφταίνεις!
Όμως ο Ντίνο επιστρέφει κατά περίεργο τρόπο…
Ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου…
Τα πρόβατα έχουν μια κακή συνήθεια:
Βάζουν το κεφάλι τους ανάμεσα στα πισινά πόδια του μπροστινού όταν έχει ζέστη.
Έτσι όρθια πλεγμένα σε έναν αξιοθαύμαστο σχηματισμό στη σκιά ή στον ήλιο δεν μπορείς να τα κουνήσεις με τίποτα…
Μέσα στη στρούγγα, την κυκλική ξύλινη μάντρα, ο δωδεκαετής Νάσος υποφέρει από τη ζέστη και τις επιταγές του δίδυμου που υποδέχεται προς άρμεγμα από μια μικρή πόρτα στον φράχτη με κέδρινα παλούκια με μικρή κλίση είκοσι ή και τριάντα μοιρών ώστε αφενός να καθιστά αδύνατη την έξοδο των άτακτων εριφίων και αφετέρου να αποτελεί προστατευτικό σκίαστρο από τον ήλιο του καλοκαιριού ή αλεξίβροχο από τις δυνατές μπόρες που είναι συνηθισμένες στα βουνά.
Ο ήχος του γάλατος που βγαίνει με πίεση από τον μαστό και ως λεπτή υγρή ακτίνα χύνεται στην καρδάρα διακοπτόταν από τον έντονο διάλογο του πατέρα του με τον μπάρμπα Θύμιο.
Ήταν σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων και δεν άκουγε καλά.
Έβγαιναν πρώτα τα γίδια με τα κυπροκούδουνα…
Τα πρόβατα ήταν περισσότερα, άλλα όρθια και άλλα ξαπλωμένα, σε πυκνό σχηματισμό και πιο απλωμένα…
-Τράβηξε το όπλο ο κερατάς να μας φάει…
Αν δεν επενέβαινε ο γαμπρός του θείου μου από τη Λάκα θάμασταν και μεις στο χώμα με τον Ντίνο τον Ιταλό…
-Πως το κανε; με τι καρδιά;
-Τομάρι, σου λέω…
-Εεε! Νάσιο! κοιμήθηκες; ακούστηκε η φωνή του πατέρα…
-Βάρα, να βγούν! Αργήσαμε…
Ο Νάσος προσηλωμένος στην συζήτηση δεν πρόσεξε ότι λίγα γίδια είχαν απομείνει και ήταν αυτά που πάντοτε δυσανασχετούσαν μιας και είχαν από την πρώτη γέννα μια φοβία και έναν αρνητισμό στη διαδικασία του αρμέγματος…
Έριξε ένα κομμάτι ξύλου προς το μέρος τους…
Ο θόρυβος των κύπρων έδειξε ότι άλλες δύο γίδες ήταν ήδη στα επιδέξια και στιβαρά χέρια των αρμεχτάδων…
Στο δρόμο του γυρισμού ο Νάσος ρώτησε τον πατέρα του για τον Ιταλό και τη βρύση…
Λεπτομέρειες σαν κι αυτές δεν έμαθε…
Μπήκε όμως στο νόημα…
!943. Φαρδύκαμπος : Στις 4 Μαρτίου, δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν-Υψηλάντη (Αλέκο Ρόσιο) αποτελούμενες από 200-250 αντάρτες συνέτριψαν μια ιταλική φάλαγγα 180 ανδρών, από τους οποίους 15 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι παραδόθηκαν. Μεγάλες ποσότητες τροφίμων και όπλων έπεσαν στα χέρια των ανταρτών, οι οποίοι είχαν μόνο 3 τραυματίες σε αυτή τη φάση
Το πρωινό της 5ης Μαρτίου 600 Ιταλοί στρατιώτες υπό τον διοικητή της Φρουράς Γρεβενών Περόνε Πασκονέλι πέρασαν τη γέφυρα του Αλιάκμονα, και το μεσημέρι επιτέθηκαν στις θέσεις των ανταρτών στα υψώματα της Σιάτιστας. Αρχικά, οι αντάρτες απώθησαν τους Ιταλούς, αλλά με την αντεπίθεσή τους οι Ιταλοί κέρδισαν έδαφος μπαίνοντας στις πρώτες κατοικίες της Κάτω Σιάτιστας, αντιμετωπίζοντας όμως την σκληρή ένοπλη άμυνα των Σιατιστινών. Για να ανακόψει την ιταλική αντεπίθεση, ο ΕΛΑΣ έπληξε τους Ιταλούς από τα δυτικά ενώ ένα άλλο τμήμα του ΕΛΑΣ υπό τον έφεδρο Ανθυπολοχαγό Μήτσο Ζυγούρα ( καπετάν Παλαιολόγο) κολυμπώντας τον Αλιάκμονα έφτασε να παρενοχλεί στο Σταθμό Διοίκησης των Ιταλών. Έπειτα, ο ΕΛΑΣ Γρεβενών υπό τον Βασίλη Γκανάτσιο (Καπετάν Χείμαρρο) πραγματοποίησε νότια πλευρική επίθεση στους Ιταλούς αναγκάζοντάς τους τρεις λόχους τους να συμπτυχθούν. Οι αντάρτες το βράδυ έφτασαν κοντά στη σκηνή του Ιταλού διοικητή, αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν εξαιτίας της νύχτας.
Μετά κάποιες δεκαετίες…
Η καλοκαιρινή παρέα των παιδικών χρόνων δεν υπάρχει…
Μεσήλικες με γκρίζα μαλλιά στην καλύτερη των περιπτώσεων, φαλάκρα και κοιλίτσα…
Κάποιοι δεν υπάρχουν στη ζωή ενώ άλλοι είναι ξενιτεμένοι…
Η βρύση τρέχει ακόμα βυθισμένη στην άγρια βλάστηση….
Η ωραία και καλλιτεχνική πρόσοψη έχει χαθεί από το πράσινο και τα μοβ ανθάκια των βάτων.
Ο Νάσος κάθεται σκύβει και πίνει νερό στη βρύση των παιδικών του χρόνων…
Εχθές ήταν το μνημόσυνο της μάνας του…
Λίγοι οι επιζώντες της ένατης δεκαετίας…
Ένας από αυτούς και ο μπάρμπα Θύμιος!
Ναι αυτός που άρμεγε μαζί με τον πατέρα του…
Ήταν αυτός που είδε τους έξι Ιταλούς αιχμαλώτους άπνοους και αιμόφυρτους…
Άκουσε τα ουρλιαχτά τους και τις ριπές των όπλων! Στην αρχή νόμισε ότι ήταν λύκοι…
Αυτό η αγέλη με την φρεσκογεννημένη λύκαινα που τους έκανε πολλές ζημιές στο κοπάδι…
Ένιωσε μια άγρια χαρά να τον κυριεύει…
Η περιέργεια του έφερε ανησυχία! Μια αόρατη δύναμη τον ώθησε να πάει προς τα εκεί…Ήταν λίγο πιο πέρα στο στάλισμα του κοπαδιού. Δίπλα στον παλιό νερόμυλο και κοντά στη βρύση που έπαιρνε νερό.
Χωρίς να το ξέρει έπεσε πάνω σε μια θανάσιμη παγίδα!
Ένας σωρός από ματωμένα κουφάρια στα ξερά φύλλα του Φθινοπώρου σε ένα μικρό ξέφωτο από πανύψηλες βαλανιδιές.
Ξαφνικά μια κάννη όπλου τον ακούμπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
-Σ’ έφαγα πούστη! Τι θες εδώ;
Του φάνηκε γνωστή η φωνή…
Γρήγορα όμως άκουσε μια αγριότερη φωνή και τον ΄ξερό ήχο από κλείστρο όπλου που όπλιζε :
-Εεε! Τι κάνεις εκεί; Άσε το παιδί ήσυχο, γιατί στην άναψα…
Τι έκανες εδώ βρε παλιάνθρωπε;
-Σκάσε γιατί θα σε περάσω λαϊκό δικαστήριο!
Είπε θυμωμένος και άρχισε να τρέχει προς τα δυτικά μαζί με άλλες σκιές
Γρήγορα χάθηκε στο πυκνό δάσος εκείνο το σκοτεινό απόγευμα…
Ο μικρός Θύμιος ανάσαινε γρήγορα και σφυριχτά! Έψαχνε για το Ντίνο!
Τον Ιταλό που είχαν βοσκό στο σπίτι τους και έμεναν μαζί στην καλύβα με τα πρόβατα…
Ο Ντίνο είχε ξεφύγει…Δεν ήταν εκεί…Ανακουφίστηκε…
Τον αποχαιρέτησε το πρωί…
Έφευγε … θα πήγαινε στην αραβωνιαστικιά του…
Φορούσε και χρυσή βέρα στο αριστερό του χέρι…
Έπαιζε και ωραία μουσική με το κλαρίνο του τα βράδια.
Ήξερε καλά τα ελληνικά…Ήταν από τη Σικελία…
-Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα!
Φρατέλι, αδέρφια!
Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει!
Ο σωτήρας του τον πήρε παράμερα…
Τού είπε να πάει στο χωριό να φωνάξει για να έρθουν να τους θάψουν.
-Κρίμα να τους φάνε οι λύκοι και τα όρνια, είπε. Άνθρωποι σαν και μας…
Τους περίμεναν μανάδες, γυναίκες κι αδερφές!
Δεν θα είχε φτάσει στα μισά του δρόμου, όταν ακούστηκε ένας και μοναδικός πυροβολισμός.
Ο αχός του, τον χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά!
-Ντίνοοοο!
Έσκουξε με απόγνωση…
Την άλλη μέρα το κουφάρι του Ντίνο βρέθηκε στα δυο χιλιόμετρα από τον πρώτο τόπο μαρτυρίου…
Ο μακελάρης τον κυνήγησε, τον έφθασε και του έδωσε τη χαριστική βολή!
Δεν ήθελε ζωντανούς μάρτυρες!
Λίγο πριν τη σωτηρία του γράφτηκε ο τραγικός επίλογος μια θλιβερής ιστορίας…
Κοντά σε μια νέα βρύση της αγνωμοσύνης, αναπαύτηκαν οι κτήτορες μιας πολύ όμορφης και αιώνιας βρύσης που ξεδιψούσε ένα ολόκληρο χωριό!
Τα ουρλιαχτά των σκοτωμένων έγιναν μοχθηρά φαντάσματα που απέτρεπαν για χρόνια να πλησιάσεις την περιοχή.
Μέχρις ότου κάθε πειστήριο του εγκλήματος εξαφανίστηκε σε μια εξαετία εμφύλιας και αιματηρότατης διαμάχης που ακολούθησε…
Ο μπάρμπα Θύμιος τα είπε και ξαλάφρωσε…
Σα να ξομολογήθηκε για όλους και όλα τα κρίματα…
Όμως ακόμα δεν μπόρεσε να προφέρει το όνομα του σφαγέα..
“Αυτός” ήταν το όνομά του εφτά δεκαετίες μετά!
Ο “Κανένας”!
Αυτός που τύφλωσε τον κύκλωπα Πολύφημο!
Ο Νάσος..
Σήμερα ήρθε εδώ γιατί αυτό το νερό ποτέ δεν υπήρξε νερό της λησμονιάς!
Ήταν τελικά νερό της ένοχης μνήμης.
Τόσα χρόνια όσα έτερπε τον λάρυγγα μικρών και μεγάλων, ζώντων και τεθνεότων…
Αυτό ήταν η καλοκαιρινή απόλαυση της μάνας του. Δεν της χαλούσε ποτέ χατήρι και έτρεχε μέσα στο καταμεσήμερο να φέρει κρύο νερό για το μεσημεριανό τραπέζι!
Έψαξε για την επιγραφή…
Παραμέρισε τα κλαριά της βρωμοξυλιάς, έβγαλε με τα νύχια του τα βρύα και τους λειχήνες ώσπου πρόβαλε το μεγαλοπρεπές D (ντι).
Σταμάτησε απότομα…
Δεν θέλησε να ξύσει άλλο την πληγή!
Ακόμα τρέχει άδικο αίμα!
Κανείς δεν γνωρίζει ούτε τον λόγο ούτε την αιτία της ψυχρής εκτέλεσης!
Η “επίσημη” δικαιολογία;
“Φασίστες”!
Δημήτρης Ψευτογκάς
Σ.Σ : Ονομασίες, πρόσωπα και χαρακτήρες είναι προϊόν μυθοπλασίας
- Προηγούμενο Προς τους γονείς του δήμου Γρεβενών *Του Δημήτριου Τσιαμήτρου
- Επόμενο Πανελλήνιες-Επίδομα 350 ευρώ: Ποιοι και με ποια κριτήρια το δικαιούνται