Μετανάστευση νέων επιστημόνων: η Πατρίδα χωρίς κινητήρες *Του Λευτέρη Τζιόλα
Από το άρθρο μου στη ”ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής”, 3/9/2017
Το συγκριτικά σοβαρότερο ζήτημα.
Θεωρώ την μετανάστευση των νέων και ιδιαίτερα των νέων επιστημόνων, όπως αυτή εξελίχθηκε και συνεχίζει τα τελευταία επτά (7) χρόνια της κρίσης, το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα, – συγκρινόμενο με οποιοδήποτε άλλο -, με τις πιο βαθιές, μακροχρόνιες, αναντίστρεπτες, δομικά αρνητικές επιπτώσεις στην Ελλάδα (στη σύνθεση του πληθυσμού της, στην οικονομία της, στην κοινωνία της, στο δυναμισμό της, στο μέλλον της).
Αυτή τη στιγμή περισσότεροι από 400.000 Έλληνες νέοι επιστήμονες έχουν μεταναστεύσει. Αποτελούν το 75% της συνολικής μετανάστευσης των νέων Ελλήνων, ηλικίας 25 -40 ετών. ‘Ολοι τους πτυχιούχοι και απόφοιτοι των ελληνικών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σε πολλούς από αυτούς. Ενώ απ΄ όσους Έλληνες πτυχιούχους μετανάστευσαν στο εξωτερικό τα τελευταία 25 χρόνια, οι τρεις στους τέσσερις έφυγαν την τελευταία εξαετία.
Η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ε.Ε. στη μαζικότητα της μεταναστευτικής εκροής και στην αναλογία της στο εργατικό δυναμικό της χώρας, μετά την Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία, και την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αφορά το ποσοστό των νέων σε ηλικία εξερχόμενων μεταναστών.
Το 80% από αυτό το δυναμικό των νέων Ελλήνων επιστημόνων δηλώνει, σύμφωνα με έρευνες, ότι δεν σκέφτεται να επιστρέψει στην Πατρίδα, και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να επιστρέψει με τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες, με το υφιστάμενο καθεστώς ασφαλιστικών εισφορών και το πνιγηρό περιβάλλον στις επιχειρήσεις και την απασχόληση.
Το 2016, το μη-αγροτικό εργατικό δυναμικό της χώρας, δηλαδή, το καταμετρούμενο ως πραγματικό εργατικό δυναμικό, μειώθηκε για πρώτη φορά από το 1960. Από 5.076.000 άτομα το 2010, έπεσε στα 4.769.000 το 2016. Η μείωση αυτή των 307.000 ατόμων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τεράστια έξοδο του επιστημονικού δυναμικού, το οποίο, ας σημειωθεί , αν είχε παραμείνει στην ελληνική αγορά εργασίας θα εκτίνασσε τα ποσοστά ανεργίας στα ύψη του 32%.
Επειδή, δε, γίνεται πολύ συζήτηση με ορίζοντα το 2060 (με τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% έως το 2022, και το παγκοσμίως πρωτάκουστο 1,5% έως το 2060), ας σημειωθεί ότι τότε (το 2060), η Ελλάδα προβλέπεται να έχει πληθυσμό 8,5 εκατομμύρια, όσον, δηλαδή , και το 1960. Ενώ, ο πληθυσμός της Τουρκίας, – για να έχουμε πάντα προ οφθαλμών την εικόνα του απειλητικού γείτονα – , θα ανέρχεται στα 96 εκατομμύρια (!), τέσσερις (4) φορές περισσότερος από εκείνον του 1960, ο οποίος θα είναι τότε (το 2060) δωδεκαπλάσιος από τον δικό μας.
Σ΄αυτό το πλαίσιο, η αφαίρεση, η αφαίμαξη, από την ελληνική κοινωνία του πιο δυναμικού, του πιο φιλόδοξου, του πιο καταρτισμένου τμήματος της, αποτελεί τη μελλοντική καταδίκη της. Η αφαίρεση, σ΄αυτή την ιστορική καμπή συνολικής υποχώρησης της κοινωνίας, του 8% του εργατικού της δυναμικού (ποσοστό που αντιστοιχεί στο επιστημονικό δυναμικό που μετανάστευσε), που αντιπροσωπεύει το πιο νευρώδες και παραγωγικό της τμήμα, του 4% του πληθυσμού της χώρας ισοδυναμεί με την αφαίρεση των καλύτερων κινητήρων της κοινωνίας, των σπουδαιότερων από τους νευρώνες και τα εγκεφαλικά της κέντρα.
Μετανάστευση : κατάρρευση του ασφαλιστικού και ακύρωση της αναπτυξιακής πνοής.
Τις αντοχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα δοκιμάσει η μετανάστευση 400.000 Ελλήνων νέων επιστημόνων.
Εκτός από το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες και φορολογικά έσοδα, το ασφαλιστικό σύστημα στερείται πολύτιμες εισφορές οι οποίες εκτιμάται ότι αγγίζουν το 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Το brain drain (η διαρροή εγκεφάλων) έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις και θέτει σε αμφιβολία τις προοπτικές ανάκαμψης μιας χώρας, που στερείται όλο και περισσότερο το νεανικό και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, το οποίο είναι απαραίτητο στην οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική και σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής του παραγωγικού της μοντέλου. Από τη μία, η μετανάστευση του πιο αξιόλογου δυναμικού υψηλής κατάρτισης κι από την άλλη, η ύφεση και η λιτότητα, δημιουργούν μια συνδυαστική επίδραση και που βαθαίνει τον υφεσιακό φαύλο κύκλο της ελληνικής οικονομίας, η οποία πορεύεται στον όγδοο χρόνο ύφεσης !
Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ήταν ούτως ή άλλως προβληματικό. Την απειλή της κατάρρευσης τροφοδότησαν συνολικά:
– Το δημογραφικό, καθώς σήμερα 1,2 εργαζόμενοι συντηρούν έναν συνταξιούχο.
– Το κούρεμα (PSI) των αποθεματικών των Ταμείων που δημιούργησε ένα έλλειμμα, μια «τρύπα» ύψους 12 δισ. ευρώ.
– Η αύξηση της ανεργίας. Κάθε μία μονάδα (+1% αύξηση στο δείκτη ανεργίας) φέρνει επιβαρύνει με 320.000.000 ευρώ ετησίως στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από χαμένες εισφορές.
– Η έκρηξη της ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας στερεί ετησίως από το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα δύο (2) δισ. ευρώ.
– Η ραγδαία μείωση των μισθών, με τη μεγαλύτερη να έχει πραγματοποιηθεί στον ιδιωτικό τομέα (της τάξεως του -45%) στέρησε ετησίως από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης περί τα 150.000.000 ευρώ από εισφορές.
– Η δραστική περικοπή της κρατικής επιχορήγησης προς τα Ταμεία κατά 1,8 δισ. ευρώ για το 2017, όπως αποφασίσθηκε και ψηφίσθηκε στα πλαίσια της β΄ αξιολόγησης.
Στα παραπάνω συσσωρευμένα προβλήματα η απάντηση δεν είναι η αύξηση των εισφορών, ιδιαίτερα των νέων επιστημόνων. Το μέτρο αυτό ενισχύσει την τάση φυγής των νέων επιστημόνων και επαγγελματιών, και μειώνει έτσι το δυναμικό που θα εισέφερε στο σύστημα, μειώνοντας έτσι και τις συνολικές εισφορές του. Αντί για θεραπευτικό μέτρο αποτελεί στην πράξη μέτρο όξυνσης του αδιεξόδου του ασφαλιστικού συστήματος, μεγεθύνοντας τα ελλείμματα.
Ούτε η εξουθενωτική φορολόγηση αποτελεί λύση, αφού αυτή αδυνατίζει τις όποιες ζωντανές ακόμα επιχειρήσεις, μειώνει στην αγορά την ανταγωνιστικότητά τους και τις ωθεί να αλλάξουν φορολογικό περιβάλλον μεταναστεύοντας. Ιδιαίτερα για τους δραστήριους, ή/και καινοτόμους νέους επιστήμονες η υψηλή φορολογία, μαζί με τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, αποτελούν τον απόλυτο απαγορευτικό συνδυασμό, το καθοριστικό αντικίνητρο, να ιδρύσουν επιχειρηματικά σχήματα και να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αντιμετωπίζοντας, ταυτόχρονα, το (κατα)πιεστικό πρόβλημα της ανεργίας στην πιο παραγωγική τους ηλικία αποφασίζουν να μεταναστεύσουν.
Γνωρίζοντας οι νέοι Έλληνες επιστήμονες πολύ καλά ποιά είναι εκείνα τα θέματα που τους ανάγκασαν να πάρουν την απόφαση μετανάστευσης (ασφαλιστικές εισφορές, φορολογικά, ανεργία, έλλειψη διαφάνειας και αξιοκρατίας), αποκλείουν την επιστροφή τους, αν στα θέματα αυτά δεν υπάρξει δραστική αλλαγή, συγκεκριμένη και πρακτική, με αποτελέσματα, βελτίωση.
Προγράμματα, όπως το «Επιστρέφω Ελλάδα/Γέφυρες γνώσης-συνεργασία», με ”ωραίους” ρητορικούς στόχους : το brain drain να μετατραπεί σε brain gain (!), ώστε να υπάρξει εξισορρόπηση, είναι εκτός της πραγματικότητας που έχει προσλάβει χαρακτηριστικά αποσάθρωσης. Με ισχνές δράσεις κυρίως στον εκπαιδευτικό και ερευνητικό τομέα αποτελούν απτή απόδειξη ότι το ζήτημα δεν έχει συνειδητοποιηθεί στις πραγματικές, οξυμένες και βαθύτερες διαστάσεις του. Ούτε οι ενισχύσεις του Αναπτυξιακού Νόμου μπορούν να αντιστρέψουν την κατάσταση, εν όσω παραμένουν τα εμπόδια που αναφέρθηκαν (ασφαλιστικά, φορολογικά, αδιαφάνεια, αναξιοκρατία), μαζί με την ασφυξία της ρευστότητας εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος.
Κι όμως, μπορούμε να αντιστρέψουμε την πτωτική πορεία και να ελπίσουμε….
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Ελευθέριος Διαμαντής, σε πρόσφατη σχετική ομιλία του ήταν αφοπλιστικός : «Μισό εκατομμύριο δολάρια, κόστισα στην Ελλάδα για να σπουδάσω. Ο Καναδάς με βρήκε τζάμπα, η Ελλάδα έχασε το κεφάλαιο της και εγώ είμαι μετανάστης». Θα επιβεβαιώναμε και τα οικονομικά μεγέθη που αναφέρει ο κ. Διαμαντής, γνωστού όντος ότι για το πτυχίο της Ιατρικής δαπανώνται 95.000 ευρώ ετησίως για την απόκτηση του, ενώ για το δίπλωμα Μηχανικού (π.χ., του ΕΜΠ) το αντίστοιχο κόστος είναι της τάξεως των 50.000 ευρώ. Και, ασφαλώς δεν είναι μόνο η κρατική επένδυση, κυρίως είναι η μετέπειτα δραστηριότητα, όχι μόνο για την αποπληρωμή της κρατικής επένδυσης, αλλά για την υποστήριξη της αναπτυξιακής πορείας, της ανταγωνιστικής ενδυνάμωσης της οικονομίας από τη θέση ενός ώριμου και δημιουργικού επιστήμονα.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μείωση της φορολογίας μέχρις ότου η νεοφυής επιχείρηση καταστεί κερδοφόρος, ταυτόχρονα με τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη δημιουργία μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία ενός περιβάλλοντος διαφάνειας συνιστούν τα κρίσιμα στοιχεία που συνθέτουν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, και ιδιαίτερα την επιχειρηματικότητα των νέων αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο.
Με βάση τις εκτιμήσεις των δεικτών ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2015 και 2016, η Ελλάδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους τροφοδότες επιστημόνων και μηχανικών στην ψηφιακή τεχνολογία που στην πλειονότητά τους στρέφονται προς το εξωτερικό. Εδώ, το μήνυμα είναι συγκεκριμένο και σαφές, αξιοποίηση του δυναμικού αυτού με κάθε τρόπο και θεαματική ώθηση της χώρας και μέσα από συνέργειες με διεθνείς παίκτες.
Η διενέργεια, με τη στήριξη επαγγελματικών φορέων και του κράτους, περιοδικών διαγωνισμών με γενναία πριμοδότηση, όπως βραβεία ή/και επιδότηση των εργοδοτών που θα προσλάβουν νέους Έλληνες επιστήμονες, μπορεί να αποτελέσει την έμπρακτη απόδειξη για τη διασφάλιση της αξιοκρατίας και την ώθηση στην καινοτομία και σε νέους τομείς διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η αριστεία και η αξιοκρατία πρέπει και μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια στην έμπρακτη κίνηση μας για την επιτυχία νέων στόχων.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει ομαλά η ενοποίηση και η στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος και να μην επαναληφθούν οι σκανδαλώδεις συντεχνιακές ανισότητες. Σήμερα οι ασφαλιστικές εισφορές αφαιρούν ένα σημαντικό μέρος της αμοιβής και οδηγούν στην εξαφάνιση την νόμιμη απασχόληση πλήρους ωραρίου. Ταυτόχρονα αναγκάζουν την μεταγραφή των επιχειρήσεων σε άλλες χώρες και ωθούν τους νέους στην μετανάστευση. Ακόμα και στην ακραία περίπτωση της μερικής δικαίωσης του success story, εκείνοι που θα έχουν μεταναστεύσει δύσκολα θα επανέλθουν σε μια χώρα με μια οικονομία , όπου θα παίρνουν χαμηλότερο μισθό, ή δεν θα μπορούν να δημιουργήσουν τη δική επιχείρηση που να μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Δύσκολα θα μεταπεισθούν να επιστρέψουν για να πληρώνουν υψηλούς φόρους (τους υψηλότερους στην Ε.Ε.), να αμείβονται πολύ χαμηλότερα, και να χρηματοδοτούν με τις εισφορές τους συντάξεις που οι ίδιοι δεν θα αξιωθούν να πάρουν.
Η αλλαγή, τέλος, της ελληνικής στρατηγικής από τα δημοσιονομικά και την τελμάτωσή της στο ζήτημα του χρέους στην αναπτυξιακή πολιτική και την παραγωγική οικονομία, με ένα πενταετές πρόγραμμα αρθρωμένων στόχων και προτεραιοτήτων, που θα αντιστρέφει δραστικά την αποεπένδυση των τελευταίων οκτώ (8) ετών και κινητοποιεί πόρους από κάθε διαθέσιμο χρηματοδοτικό μέσο (ευρωπαϊκό, εθνικό, ιδιωτικό, τραπεζικό) είναι η συνολικότερη βάση για την ανόρθωση.
Θεσσαλονίκη, 31 Αυγούστου 2017.
Ελευθέριος Τζιόλας
- Προηγούμενο Αθλητικό Απόγευμα στο Καστράκι Γρεβενών
- Επόμενο Αναλυτικές καταστάσεις της 3ης πληρωμής της δράσης 1.2. «Βιολογική Κτηνοτροφία, εκκρεμότητες έτους 2013»