7 Δεκεμβρίου: Ο Άγιος Αμβρόσιος -Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη και τη Καθολική Εκκλησία
Η Καθολική Εκκλησία (ή Ρωμαιοκαθολική) είναι η πολυπληθέστερη Χριστιανική Εκκλησία στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των πιστών της ξεπερνά τα 1.500.000.000. Κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας είναι ο Πάπας, ο Επίσκοπος Ρώμης, με τωρινό τον Αγιότατο Πάπα Φραγκίσκο.
Η Εκκλησία θεωρείται ως “η Καθολική Εκκλησία, που κυβερνάται από τον διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, τον Πάπα, και τους επισκόπους σε κοινωνία και ένωση με την Ρωμαϊκή Έδρα”.
Η Καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό για την σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Ο Άγιος Αμβρόσιος, κατά κόσμον Αυρήλιος Αμβρόσιος (Aurelius Ambrosius, 339 ή 340/4 Απριλίου 397) ήταν χριστιανός επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) και σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 4ου αιώνα. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Πατέρες της Εκκλησίας και μαζί με τον Αυγουστίνο, τον Ιερώνυμο και τον Γρηγόριο Α’, ανάμεσα στους αρχικούς Διδασκάλους της Εκκλησίας.
Βίος
Ο Αμβρόσιος γεννήθηκε το έτος 339 στην πόλη Τρέβηρα (σημ. Trier της Γερμανίας), από Χριστιανούς γονείς. Σε νεαρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Έπαρχος της Γαλατίας. Το έτος 353 εγκαταστάθηκε για σπουδές στη Ρώμη. Σπούδασε ρητορική και την ελληνική γλώσσα. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος στο Σίρμιο (σημ. Sremska Mitrovica στη Σερβία), αλλά οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν από τη ρωμαϊκή πολιτεία και διορίστηκε το έτος 370 διοικητής (consularis) των Επαρχιών Λιγουρίας και Αιμιλίας με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο). Η άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων υπήρξε υποδειγματική και όλοι, αρειανόφρονες και ορθόδοξοι, τον εκτιμούσαν.
Το έτος 374 ο επισκοπικός θρόνος του Μιλάνου χήρεψε. Ξέσπασαν, τότε, ταραχές για τη διαδοχή του εκλιπόντα αρειανόφρονα επισκόπου Αυξεντίου και ο Αμβρόσιος προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος από τους συγκεντρωμένους, πιθανώς μικρό παιδί, φώναξε: “Ambrosium episcopum” (τον Αμβρόσιο επίσκοπο). Το πλήθος συναίνεσε στην ιαχή και, ο κατηχούμενος ακόμα Αμβρόσιος, βαπτίστηκε και ύστερα από μια βδομάδα, στις 7 Δεκεμβρίου του 374, χειροτονήθηκε επίσκοπος. Ως επίσκοπος, βοηθήθηκε στο έργο του από τον πρεσβύτερο Σιμπλικιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με την ανατολική γραμματεία και θεολογία.
Το ποιμαντικό του έργο υπήρξε πολύ πετυχημένο. Έθεσε στη διάθεση της Εκκλησίας την περιουσία του, οικοδόμησε ναούς, κήρυττε, εργάστηκε για τη θεολογική κατάρτιση των κληρικών του και στήριξε το μοναχισμό. Αντιμετώπισε με επιτυχία τον Αρειανισμό και συνέβαλε στη σύγκληση των Συνόδων του Σιρμίου (380), της Ακυλείας (Τεργέστης), το έτος 381, και της Ρώμης (382). Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) διαφώνησε με την απόφαση να γίνει δεκτός ως κανονικός επίσκοπος Αντιοχείας ο Φλαβιανός και να χειροτονηθεί ο Νεκτάριος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Επιτέθηκε με σθένος κατά του παγανισμού.
Εξαιτίας της υψηλής του παιδείας, του χαρακτήρα, αλλά και του κύρους του, είχε άριστες σχέσεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και υπήρξε σύμβουλος των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Βαλεντινιανού Β’ και του Θεοδοσίου. Δε δίστασε μάλιστα να τους επικρίνει για την πολιτική που ασκούσαν, αλλά και να τους επηρεάζει υπέρ των ορθόδοξων συμφερόντων.
Ο Αμβρόσιος υπήρξε ο άνθρωπος και ο ποιμένας που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Αυγουστίνου, ο οποίος τον μνημονεύει πολλές φορές στις Εξομολογήσεις του. Συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή του ιερού άνδρα από το Μανιχαϊσμό στο Χριστιανισμό, ενώ αργότερα τον βάπτισε.
Στις αρχές του έτους 397, αρρώστησε και στις 4 Απριλίου κοιμήθηκε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 7 Δεκεμβρίου. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας.
Το Βίο του αγίου Αμβροσίου (Vita Ambrosii) έγραψε το έτος 412 ή 413 ο γραμματέας του Παυλίνος (M. Simonetti, Vita di Ambrogio, Collana di Testi Patristici 6, Roma 1989²). Η αρχαία ελληνική μετάφραση του Βίου εκδόθηκε από τον Α. Παπαδόπουλο – Κεραμέα, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας ή Συλλογή Ανεκδότων και σπανίων ελληνικών συγγραφών περί των κατά την Εώαν Ορθοδόξων Εκκλησιών και μάλιστα της των Παλαιστινών, Α΄, 1891 (ανατύπωση Bruxelles 1963), 27-88]. Βιογραφία του αγίου συνέταξε και ο Συμεών Μεταφραστής, Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνου, PG 116, 861-882 [το ίδιο κείμενο και στην PL 14, 45-66].
Διδασκαλία
Ο Αμβρόσιος γνώριζε πολύ καλά τα φιλοσοφικά και θεολογικά πράγματα σε Δύση και Ανατολή. Θαύμαζε τη στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία, τις οποίες μάλιστα ενέταξε κριτικά στο έργο του. Η θεολογική του σκέψη δέχτηκε ισχυρές επιδράσεις από την ανατολική γραμματεία, γεγονός που καταδεικνύει το σεβασμό του στην παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία αποτελούσε για τον επίσκοπο των Μεδιολάνων το σώμα του ζώντος Χριστού, μέσα στο οποίο σώζεται ο άνθρωπος, μετέχοντας ενεργά στα μυστήρια και αγορεύοντας με ειλικρίνεια και δημοσίως τα αμαρτήματά του.
Υπήρξε ένθερμος υποστηριχτής και εισηγητής της εκλαϊκευμένης θεολογίας, αφού κατόρθωσε να εξηγήσει στο λαό του τις λεπτές θεολογικές αλήθειες για την ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδας, με μοναδική απλότητα.
Ο Αμβρόσιος ήταν ο πρώτος θεολόγος που παρουσίασε στη δυτική εκκλησιαστική γραμματεία συγκροτημένο και ορθόδοξο έργο για τη θεμελίωση της ομοουσιότητας του Αγίου Πνεύματος. Αντιλήφθηκε την ορθόδοξη πνευματολογία με τα κριτήρια που έθεσε στην Ανατολή ο Μ. Αθανάσιος, ο Μ. Βασίλειος και ο Δίδυμος ο Τυφλός. Διατύπωσε τη διδασκαλία του για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα στην αΐδια (αιώνια) και την οικονομική Τριάδα. Έτσι, ομίλησε για την αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Θεό Πατέρα, ο Οποίος αποτελεί την κύρια πηγή της Θεότητας. Η αποστολή του τρίτου προσώπου, κατά τη φανέρωση της οικονομικής Τριάδας, γίνεται από τον Υιό, χωρίς όμως Αυτός να αποτελεί και την πηγή Του.
Στα αγιογραφικά ερμηνευτικά του υπομνήματα υιοθέτησε την αλληγορική μέθοδο και επηρεάστηκε κυρίως από το Φίλωνα τον Αλεξανδρέα και τον Ωριγένη. Κατά τη συγγραφή, όμως, της Εξαημέρου του, ακολούθησε τις θεολογικές προϋποθέσεις και τη σκέψη του Μ. Βασιλείου.
Μέσα από τα ασκητικά και ηθικά του συγγράμματα, ο Αμβρόσιος ανέπτυξε μία υποτυπώδη ασκητική ανθρωπολογία, η οποία στηριζόταν στην εν Χριστώ υιοθεσία, στην ειλικρινή μετάνοια, την παρθενία και την ανοδική πορεία της ψυχής στο Θεό. Σε αυτά του τα έργα υπήρξε περισσότερο πρωτότυπος, σε σχέση με τα δογματικά, αφού κατόρθωσε να εντάξει φιλοσοφικές θεωρήσεις των Στωικών και Νεοπλατωνικών στη χριστιανική διδασκαλία.
Ο επίσκοπος των Μεδιολάνων δε συναίνεσε στις αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης Δάμασου για την προβολή του πέτρειου πρωτείου, μολονότι υπήρξε ο πρώτος που εισηγήθηκε τον όρο πρωτείο (primatum). Υποστήριξε πως η Εκκλησία της Ρώμης διεκδικούσε το πρωτείο της ομολογίας και της πίστης μέσα στα πλαίσια της δυτικής χριστιανοσύνης, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δε συνιστούσε πρωτείο τάξεως.
Ο Αμβρόσιος αναμόρφωσε τη λειτουργική ζωή, εμπλουτίζοντας το υπάρχον λειτουργικό τυπικό των Μεδιολάνων με ύμνους δικής του σύνθεσης, οι οποίοι ψάλλονταν αντιφωνικά. Έτσι, η παράδοση της Εκκλησίας χαρακτήρισε ως αμβροσιανό λειτουργικό τύπο τη συμβολή του αυτή στην υμνολογία της δυτικής Εκκλησίας.
Έργα
Ο Αμβρόσιος υπήρξε δόκιμος και παραγωγικός συγγραφέας. Έγραψε έργα ερμηνευτικά, κατηχητικά, ασκητικά, ηθικά, δογματικά, ομιλίες και λόγους, ύμνους, επιστολές και επιγράμματα. Τα περισσότερα από τα έργα του είχαν περιστασιακό χαρακτήρα, αλλά ήταν οικοδομητικά.
Ο λόγος του ήταν μεστός και συνήθως άμεσος και κατανοητός. Χρησιμοποίησε με ευχέρεια τη φιλοσοφική και εκκλησιαστική γραμματεία, τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής.
Από την εκτενή εργογραφία του σημειώνονται επιλεκτικά ορισμένα από τα έργα του.
- De virginibus (Περί παρθένων), PL 16, 197-244.
- De fide (Περί πίστεως), CSEL 78,8 (1962).
- De officiis ministrorum (Περί των καθηκόντων των λειτουργών), PL 16, 25-194.
- De Spiritu Sancto (Περί Αγίου Πνεύματος), CSEL 79,9 (1964).
- De incarnationis Dominicae sacramento (Περί του μυστηρίου της ενσαρκώσεως του Κυρίου), CSEL 79,9 (1964).
- De paenitentia (Περί μετανοίας), SCh 179 (1971). Ελληνική μετφρ. Φ. Σ. Ιωαννίδης, Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Περί Μετανοίας (De Paenitentia). Εισαγωγή– Κείμενο–Μετάφραση–Σχόλια, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Συγγραφείς και Πατέρες της Δύσης (Β’, ΣΤ’ αι.), τόμ Β’, Θεσσαλονίκη 2004.
- Expositio Psalmi 118 (Εξήγηση στον Ψαλμό 118), CSEL 62,5 (1913).
- Exameron (Εξαήμερος), CSEL 32,1 (1897).
- Expositio Evangelii secundum Lucam (Εξήγηση στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο), CCL 4(1957).
- Enarrationes in XII Psalmos Davidicos (Εξηγήσεις σε 12 Δαβιδικούς Ψαλμούς), CSEL 62,6 (1919).
- De mysteriis (Περί μυστηρίων), SCh 25bis (1961).
- De sacramentis (Περί μυστηρίων), SCh 25bis (1961).
ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια
Επιμέλεια: Μιχάλης Μιχαλόπουλος
- Προηγούμενο Γρεβενά: Ιστορικές μνήμες της 7ης Δεκεμβρίου στην Ελλάδα και στον κόσμο
- Επόμενο Εφορία: Το σχέδιο για τις «νέες» 120 δόσεις