Όλα είναι δρόμος… *Του Κωνσταντίνου Ζαγάρα
Την κυβέρνηση και την κοινωνική νηνεμία ήρθε να ταράξει η κινητοποίηση χιλιάδων μαθητών ανά τη χώρα, οι οποίοι θέτουν σε δημόσιο διάλογο ζητήματα που έχουν να κάνουν με την μετατροπή του σχολείου σε απέραντο εξεταστικό κέντρο, την ένταση της επιτήρησης και του αυταρχισμού, τις ελλείψεις καθηγητών, την ώθησή τους προς τα φροντιστήρια και τη συνολικότερη απογοήτευση και οργή για το αβέβαιο μέλλον τους.
Στα χρόνια των μνημονίων, περίπου 1.000 σχολεία κλείσανε με την πολιτική των «συγχωνεύσεων», η χρηματοδότηση των σχολείων μειώθηκε περίπου στο μισό, οι ελλείψεις σε καθηγητές οδήγησαν σε χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες, οι σχολικές υποδομές δεν καλύπτονται καν από τις στοιχειώδες ανάγκες, η μαθητική διαρροή διογκώνεται και η επιλογή του φροντιστηρίου γίνεται μονόδρομος. Τα προηγούμενα χρόνια, δεκάδες μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων και πειραματισμοί με οικονομικά και ιδιωτικά κριτήρια φέρανε στην σημερινή απελπιστική κατάσταση την εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της.
Η διαπίστωση για τη βαθιά νοσηρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν και είναι ευρέως αποδεκτή. Οι προτάσεις που κατά καιρούς κατατίθεντο σε δημόσια διαβούλευση από φορείς και κόμματα, δεν ήταν παρά παραλλαγές του ίδιου πλαισίου, στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Για το λόγο αυτό, πολλές φορές φοιτητικές και μαθητικές κινητοποιήσεις ξεφούσκωναν και αφομοιώνονταν στην κυρίαρχη λογική των ατομικών λύσεων, του ανταγωνισμού για την επικράτηση και της επιτυχίας στις Πανελλήνιες, την είσοδο σε κάποιο πανεπιστήμιο, την γρήγορη έξοδο από αυτό και τον αγώνα δρόμου την κατοχή της πολυπόθητης εργασιακής θέσης.
Τις μέρες όμως τούτες, με τα δεδομένα των προηγούμενων χρόνων να έχουν αλλάξει ριζικά, επανατίθεται το ερώτημα «τι σημαίνει σχολείο».
Τις τελευταίες δεκαετίες, η μόρφωση έπαψε να είναι το όργανο χειραφέτησης του ατόμου. Μέσα στο σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο η οικονομία έχει πρωτεύουσα θέση και υπαγορεύει την εκπαιδευτική πολιτική, καθιερώθηκε ένα σχολείο ανάλογο προς τις τάσεις ευελιξίας της αγοράς.
Στις συνθήκες αυτές, το σχολείο παύει να λειτουργεί ως αυτόνομη μορφωτική βαθμίδα από τη στιγμή μάλιστα που βασίζεται στην αρχή του αποκλεισμού και της επιλογής και απόλυτος σκοπός του είναι η προετοιμασία του υποψηφίου για τις Πανελλήνιες εξετάσεις. Αδυνατεί επίσης να προσφέρει στον απόφοιτο εφόδια και κάποια επαγγελματική ιδιότητα, ενώ ακυρώνει εξ’ αρχής τις προϋποθέσεις μιας γόνιμης μαθητείας του στο πανεπιστήμιο.
Το τυπικά δημοκρατικά σχολείο στις σύγχρονες κοινωνίες, επιτρέποντας την «κοινωνική μετακίνηση» ξέφυγε μεν από την αντίληψη εκείνη που θέλει το σχολείο να είναι αυστηρά ένας μηχανισμός εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας από την μία πλευρά και από την άλλη της κατανομής των νέων στις ταξικά καθορισμένες θέσεις εργασίας. Ωστόσο δε, σε κάθε ταξική κοινωνία, όπως η δική μας, καθότι οι κυρίαρχες τάξεις είναι αυτές που οργανώνουν και τον μηχανισμό της εκπαίδευσης, αυτές φροντίζουν και για την κοινωνική τους αναπαραγωγή, υπαγορεύοντας σήμερα μια διάκριση μεταξύ περισσότερο και λιγότερο μορφωμένων ατόμων με όρους μιας τάχα αξιοκρατικής δικαίωσης της επιτυχίας και ψόγου της αποτυχίας.
Το ζήτημα της μόρφωσης των παιδιών είναι πράγματι πολύπλοκο. Η επιθυμία τους όμως να σπουδάσουν οφείλει να αποτελεί δικαίωμά τους και κάθε άλλη λύση πέρα από το αίτημα κατάργησης των εξετάσεων στα ΑΕΙ είναι αντικοινωνικό γιατί στηρίζεται στην αρχή του αποκλεισμού. Η πρόταση για ανάγκη ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που πρωτοδιατυπώθηκε στη χώρα μας δεκαετίες πριν, επιστρέφει και απαιτεί σειρά συνοδευτικών προτάσεων (ριζική αναμόρφωση ΑΕΙ, ανεξαρτητοποίηση λυκείου από πανεπιστήμιο, αποδέσμευση από αυτοδίκαιους διορισμούς εκ μέρους του κράτους κ.λπ.), ώστε να μη καταστεί σύνθημα κενού περιεχομένου.
Η κατάργηση των εξετάσεων ωστόσο, δεν μπορεί να προσβλέπει στην ευκολία και τη γρήγορη αποκατάσταση, αλλά στην ανάγκη το σχολείο να αποτελέσει χώρο πολύπλευρης συγκρότησης των νέων.
Κάτι τέτοιο μπορεί να μην επιφέρει την κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων, έτσι όμως θα πάψουν οι φραγμοί στην εκπαίδευση και η ψυχολογική πίεση που σήμερα ακυρώνουν ψυχικές και πνευματικές ενέργειες και καταστρέφουν οράματα. Μόνο έτσι σκοπός της σχολικής εκπαίδευσης μπορεί να γίνει η αγάπη των παιδιών για τη μάθηση και την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, ανοίγοντας μπροστά τους τον κόσμο της κοινωνικής, της φυσικής, της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής πραγματικότητας.
Κάτι ακόμη που μας θύμισαν οι μαθητικές κινητοποιήσεις είναι η διαδήλωση. Οι μαθητές αυτές τις μέρες ξαναφτιάχνουν τη διαδήλωση και τη χαμένη κοινότητα. Ο αριθμός των υπό κατάληψη σχολείων προκύπτει μέσα από τη μιζέρια και την απομόνωση ετών.
Βγάζοντας τη γλώσσα στο θλιβερό πρόσωπο του υπουργού Παιδείας και στην παραδοσιακή κοινωνιολογία του συρμού η οποία αναλύει το φαινόμενο ως «καθιερωμένες προ των Χριστουγέννων καταλήψεις» και «επανάσταση χωρίς αιτία», οι μαθητές μας υπενθυμίζουν το «δρόμο». Τον χώρο δηλαδή που χτίζονται οι συνειδήσεις.
Εξάλλου, μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν καλά τι θα πει η ζωή τους να είναι ένα διαρκές πήγαινε- έλα ανάμεσα σε σχολείο- φροντιστήριο. Να ακροβατούν διαρκώς ανάμεσα στην επιβράβευση και την τιμωρία. Να συνειδητοποιούν πως δεν μυούνται στη γνώση και τη μάθηση, αλλά στις κοινές παραδοχές και στην προσοικείωση των εν χρήσει ιδεολογημάτων. Οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους μας πως οι αιτίες που τους σπρώχνουν στις κινητοποιήσεις προκύπτουν από βαθύτερες ανάγκες τους.
Οι βαθύτερες αυτές ανάγκες τους, επιτάσσουν τη δημιουργία ενός σχολείου που θα διαμορφώνει ολοκληρωμένους ανθρώπους, πολύ μακριά και πέρα από τη νωθρότητα, τη φοβία και την απάθεια της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας.
*Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι επιστημονικός συνεργάτης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνιολογίας
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» 13/11/2014)
- Προηγούμενο ΟΑΕΔ: Στατιστικά στοιχεία εγγεγραμμένων ανέργων
- Επόμενο Πρόγραμμα Γιορτής Πολυτεχνείου του 2ου Δημ. Σχολείου Γρεβενών