«Χωρίς έλεος»
Του Διαμαντή Ντώνα
Κυδωνιές 12-7-2013
Στις Κυδωνιές, ένα πρωινό του Δεκέμβρη, από κείνα που με μανία τα χτυπά ο παγερός χιονιάς, δυο απρόσκλητοι επισκέπτες σπρώχνουν με τις μουσούδες τους τα κάγκελα της αυλόπορτας.
Είναι η Ρορώ, μια αδέσποτη σκυλίτσα μαζί με το μικρό της, που είναι δεν είναι τεσσάρων εβδομάδων. Τουρτουρίζουν και με το θλιμμένο βλέμμα τους στέλνουν μηνύματα για προστασία, λίγη συμπόνια και λίγο ψωμί, για να δαμάσουν την πείνα που θεριεύει μέσα τους.
Το κούνημα της ουράς επίμονο, ακόμη κι ο μικρός χτυπάει με δύναμη το πλακόστρωτο της αυλόπορτας.
Είναι πολύ δύσκολο να μην ανταποκριθείς σ’ αυτό το κάλεσμα. Αυτό έγινε και την άλλη μέρα και την παράλλη κι έτσι η προσωρινή παρουσία έγινε μόνιμη.
Τις μέρες και τις νύχτες τις περνούσαν εκεί στο πλακόστρωτο. Αυτός τρυπωμένος ανάμεσα στα σκέλη της κι αυτή σφιχτά κουλουριασμένη, έφτιαχναν ένα σύμπλεγμα που ανέδυε ζεστασιά, ζηλευτή μητρική στοργή και ανίκητο πείσμα για επιβίωση.
Με τον καιρό τα κοκαλιάρικα μέλη τους άρχισαν να γεμίζουν κρέας και η τρίχα τους να γυαλίζει.
Σε κάποια στιγμή η Ρορώ, προφανώς για να προστατέψει το μικρό της, έγινε για κάποιους επιθετική. Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, με αποτέλεσμα να έρθει η υπηρεσία του Δήμου και να την πάρει για τα Γρεβενά. Ο μικρός έμεινε μόνος του.
Τον εντάξαμε στην οικογένειά μας και τον είπαμε Τζόνυ. Για φαγητό λίγο γάλα στην αρχή και στη συνέχεια ψωμί και κροκέτες. Τον εμβολιάσαμε και κάθε μήνα του δίναμε κι ένα χαπάκι, για να μπορούμε ακίνδυνα να τον χαϊδεύουμε.
Ο Τζόνυ μεγάλωνε και κάθε πρωί μας τρέλαινε. Μόλις μας έβλεπε στην πόρτα άρχιζε τα παιχνίδια, κουνούσε έντονα την ουρά του, κυλιόταν κάτω και γύριζε ανάσκελα, έτριβε επίμονα τ’ αυτιά του και τα μάγουλα με τα πόδια του.
Όλα αυτά μεγάλωναν και τη δική μας αγάπη για τον Τζόνυ. Το καταλάβαινε κι αυτός. Πολλές φορές όταν ξάπλωνε στο πεζούλι άπλωνε τα πόδια του να τον χαϊδέψουνε.
Πέρασαν έξι μήνες και πλέον. Οι γνωριμίες του πολλές με σκύλους και ανθρώπους. Όλοι στο χωριό χαίρονταν κι αγαπούσαν τον Τζόνυ, γρήγορα όμως ήρθε η κακιά ώρα.
Ένα διαβολικό χέρι, χωρίς έλεος, μια καρδιά γεμάτη αγκάθια, στο αθώο κούνημα της ουράς του, του ριξε τον θάνατο.
Χτυπήθηκε αβοήθητος ώρες πολλές στην άσφαλτο, άφρισε πολύ και ξεψύχησε. Ο Τζόνυ έφυγε. Σ’ εμάς μένει η λύπη, μια λύπη αδιέξοδη και το ερώτημα: Ποιος σκότωσε τον Τζόνυ και γιατί;
Η απάντηση δεν ανήκει μόνο στον δολοφόνο……
- Προηγούμενο Aξίζει να δείτε : Αληθινά Τέρατα της Θάλλασας
- Επόμενο Ψήφισμα – Πρόσκληση των Εκπαιδευτικών Ν. Γρεβενών