Ο υπερήφανος …
Ο υπερήφανος και υπερφίαλος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, είναι ένας τύπος που συχνά τον συναντούμε στην οικογένεια, στην εκκλησία, στη δουλειά, στην κοινωνία, στον επιστημονικό χώρο.
Ως ένα σημείο η υπερηφάνεια – απορρέει από τον εγωισμό – προσβάλλει όλους μας, γιατί, μαζί με την επαναστατικότητα κατά του Θεού, την κληρονομήσαμε από τους προπάτορές μας Αδάμ και Εύα, ενώ μας την εμβάλλει και ο διάβολος, τον οποίο η αλαζονεία οδήγησε στην πτώση.
Η υπερηφάνεια χαρακτηρίζει ιδιαίτερα και την εποχή μας, η οποία στηριγμένη στα επιτεύγματα της επιστήμης καταργεί ηθικούς κανόνες και επηρμένη βλέπει τον άνθρωπο ως Θεό.
Είναι μια ψυχική νόσος δυσκολοθεράπευτη, εγγίζει δε έστω και ως απλός λογισμός και τους τέλειους και άγιους ανθρώπους.
Ο υπερήφανος έχει ισχυρή ιδέα για τον εαυτό του, τον οποίο έτσι υπερτιμά. Συνήθως δεν βρίσκει στο χαρακτήρα του σοβαρά μειονεκτήματα ή ελλείψεις που βλέπει στους άλλους· αντίθετα νομίζει πως ο ίδιος είναι προικισμένος με αρετές, μπροστά στις οποίες τυχόν ατέλειές του ωχριούν.
Περιαυτολογεί στις παρέες και έχει μέτρο σύγκρισης των επιτυχιών ή των παθημάτων των άλλων τα του εαυτού του. Συχνά γελοιοποιείται, ενώ προσπαθεί να πρωτοτυπήσει ή να παρουσιάσει ασήμαντα έργα του για σπουδαία.
Η νοοτροπία του αυτή κάνει δύσκολες τις διαπροσωπικές του σχέσεις, αφού οι άλλοι τις περισσότερες φορές τον αποφεύγουν, εκτός αν είναι πλούσιος και δυνατός, οπότε οι γύρω του αναγκάζονται να τον κολακεύουν, για να έχουν την εύνοιά του και να δέχονται τις ευεργεσίες του.
Θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τους ανωτέρους του, ανώτερο από τους ίσους του και περιφρονεί τους κατωτέρους του. Κατακρίνει τους άλλους και με τα ελαττώματά τους βρίσκει τρόπο να τονίζει τα δικά του προτερήματα. Έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση – έτσι τουλάχιστον δείχνει – που τη στηρίζει στα προσόντα του, γιατί στο μεγαλύτερο ποσοστό οι υπερήφανοι είναι και προσοντούχοι άνθρωποι.
Καυχιέται για την καταγωγή του, τη μόρφωσή του, τις επιτυχίες του, το χαρακτήρα του, τα παιδιά του.
Πολλές φορές επικρίνει κι αυτόν τον ίδιο το Θεό.
Είναι εύθικτος και τρομερά ευαίσθητος στις τυχόν επικρίσεις, στην περιφρόνηση και τις ειρωνείες των άλλων. Χάνει τότε τον έλεγχο του μέτρου, παρασύρεται σε ακατάσχετη φλυαρία, νευριάζει, φωνάζει. Δυσκολεύεται να παραδεχτεί τα λάθη του. Χάνει και τη διάθεσή του και μελαγχολεί, αν είναι εσωστρεφής και φιλότιμος, ή και μαίνεται κυριολεκτικά, αν είναι εξωστρεφής. Αν μαζί με την υπερηφάνεια έχει και κακία, μπορεί να ξαγρυπνήσει πολλές νύχτες μελετώντας εκδικητικά σχέδια. Χρειάζεται δε να περάσει και χρόνος πολύς για να ηρεμήσει εσωτερικά.
Η υπερηφάνεια, καθώς είναι συγγενής της κενοδοξίας, τον κάνει να επιδιώκει πάντα τους επαίνους των άλλων, να υπολογίζει πολύ τη γνώμη του κόσμου και λιγότερο ή σχεδόν καθόλου του Θεού. Έτσι εξαρτά τη χαρά του από την επιδοκιμασία και τα καλά λόγια των γύρω του, θέλει δε αυτοί να του φέρονται πάντα με τακτ, ενώ στην αδιαφορία τους αντιδρά πολλές φορές με απομόνωση.
Ζηλοφθονεί αφάνταστα όποιον δει να τον ξεπερνά στην εκτίμηση των άλλων ή όταν για οποιοδήποτε λόγο απολαμβάνει ο άλλος την αγάπη των ανθρώπων. Διεκδικεί τότε την πρώτη θέση κοντά του. Αλλιώς λιώνει από φθόνο ή και σε ακραία ίσως περίπτωση καταντά να συκοφαντεί και να μειώνει αυτόν τον συνάνθρωπό του.
Η συνείδησή του δεν λειτουργεί σωστά, αφού δεν μπορεί να του δώσει την αυτογνωσία, και γι’ αυτό στο βάθος δεν νιώθει ήρεμος· έχει ένα κενό στην ψυχή του και καταντά ευερέθιστος.
Στην οικογένεια, αν είναι γονιός, απαιτεί τα παιδιά του να περιστρέφονται γύρω του παθολογικά και να περνούν πάντα τα δικά του λόγια χωρίς αντίλογο και διάλογο κι αν αυτό δεν πετυχαίνεται, έρχονται οι συγκρούσεις και οι εκρήξεις.
Αν είναι παιδί, συχνά ακούμε να λέει “δε με καταλαβαίνουν”, παρόλο που αυτό μπορεί να εκφράζει και αλήθειες μερικές φορές.
Αν είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, ο υπερήφανος θέλει αυτός να έχει τον πρώτο λόγο σ’ όλα τα θέματα τα εκκλησιαστικά και την αναγνώρισή του σχεδόν ως αγίου. Δεν μπορεί να ανεχτεί αδικία. Γογγύζει εύκολα. Αν του έρθει αναποδιά, συχνά του βγαίνει το παράπονο: “γιατί σ’ εμένα ο Θεός”; Δεν υποτάσσεται εύκολα ούτε στους ανωτέρους του. Ακόμα και στον ίδιο τον πνευματικό θα ήθελε να υποδείξει πώς πρέπει να τον βλέπει και να του φέρεται.
Δυσκολεύεται να συγχωρήσει όσους τον πείραξαν. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας είναι δύσκολο βίωμα γι’ αυτόν. Αν πέσει σε παράπτωμα, στενοχωριέται περισσότερο γιατί ξέπεσε στη συνείδηση των άλλων και στα μάτια του ίδιου κι όχι γιατί προσέβαλε την αγάπη του Θεού. Δεν πιστεύει βαθιά στο έλεος και τη συγγνώμη του Θεού και καταθλίβεται. Περισσότερο στην πτώση του ζει την απελπισία και λιγότερο το κατά Θεόν πένθος που φέρνει τη χαρμολύπη στην ψυχή. Μπορεί δε σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας να καταληφθεί από έμμονες ιδέες και τάσεις αυτοκτονίας ή να οδηγηθεί και στην τρέλα.
Δεν έχει υγιή πνευματική ζωή, αφού λείπει ο υγιής αυτοέλεγχος, αλλά και αφού δε δέχεται υποδείξεις και κριτική από τους άλλους. Στην προσευχή του – αν βέβαια είναι και ευσυγκίνητος – μπορεί να κλαίει κιόλας, αλλά αυτά τα δάκρυα δεν εκφράζουν οπωσδήποτε πραγματική μετάνοια και σωτήρια εξομολόγηση στο Θεό.
Έχει συχνά λογισμούς βλασφημίας και δυσπιστίας προς το Θεό.
Απ’ τους ανθρώπους δυσκολεύεται να ζητήσει συγγνώμη, όταν σφάλλει.
Η νόσος αυτή της υπερηφάνειας οφείλεται στις καταβολές που έχει κανείς από τους προγόνους του, στην αγωγή που πήρε από τους γονείς του και στο κατά πόσο καλλιέργησε ο ίδιος τον εαυτό του.
Θεραπεία για τον υπερήφανο υπάρχει, αρκεί να δείξει διάθεση.
Πρώτα – πρώτα πρέπει ν’ αποκτήσει αυτογνωσία, συγκρίνοντας κατ’ αρχήν τον εαυτό του με άλλους τους οποίους θαυμάζει, και μάλιστα για την αρετή της ταπεινοφροσύνης, αν και είναι δύσκολο για έναν υπερήφανο να την παραδεχτεί ως αρετή. Μιλούμε βέβαια για μια ψυχή που δεν την έχει διαβρώσει και σκληρύνει ολότελα ο εγωιστικός τρόπος ζωής και φρονήματος. Και ταπεινούς ανθρώπους μπορεί να συναντήσει πολλούς γύρω του. Δεν ξέρουμε μόνο αν καταδέχεται να τους συναναστραφεί.
Τέτοιους ανθρώπους μπορεί να βρει και στους ήρωες των βιβλίων που διαβάζει.
Καθρέφτης ωστόσο όπου θα δει όλες της ασχήμιες της ψυχής του είναι ο Κύριός μας, το μοναδικό πρότυπο όλων των αιώνων. Γι’ αυτό χρειάζεται να σκύψει με καλοπροαίρετη διάθεση στο γράμμα που άφησε στη γη μας ο Χριστός και από το οποίο προβάλλει ανάγλυφα η ωραιότητά Του ως τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου, την Καινή Διαθήκη.
Αν αυτό το βιβλίο το διαγράφει ο άνθρωπος, διαγράφει και το Χριστό ή Τον κόβει και Τον ράβει στα μέτρα του. Τότε όμως αποδεικνύεται ότι είναι πολύ μακριά από την αληθινή ταπεινοφροσύνη.
Στην αυτογνωσία επίσης και περαιτέρω στην ταπείνωση οδηγούν και οι θλίψεις και οι δοκιμασίες. Αυτές – ξέρουμε όλοι μας – είναι αναπόφευκτες για όλους τους ανθρώπους. Αυτές τον υπερήφανο τον τσακίζουν, τον δε ταπεινό τον εξυψώνουν.
Ορισμένες τις προκαλούν οι δικές μας ατασθαλίες και τις επιτρέπει και ο Θεός. Είναι και άλλες που μας τις προγραμματίζει ο Ίδιος. Στόχος Του να Τον δούμε. Και Τον βλέπουμε μόνο μες στην ταπείνωση. Η υπερηφάνεια μας αποκόβει απ’ το Θεό και μας καθιστά ευάλωτους στο διάβολο.
Όταν όμως ταπεινωθούμε, τότε γινόμαστε και ανθρώπινοι και προσέχουμε και το διπλανό μας, όποιας καταγωγής και εθνότητας κι αν είναι, απ’ όποια κοινωνική τάξη κι αν προέρχεται, όσο αμαρτωλό και αδύνατο κι αν μας τον συστήνει η ζωή του.
Επιπλέον απ’ την έπαρση και την υπερηφάνεια θα μας συνεφέρει και το να εμπιστευτούμε όλο το συνειδητό και υποσυνείδητο της ψυχής μας σ’ ένα – ή και δεύτερο – πρόσωπο αξιόπιστο που σίγουρα θα έχει σχέση σταθερή και ουσιαστική και με την Εκκλησία. Το πρόσωπο αυτό θα μας επισημάνει τις αδυναμίες μας και θα μας υποδείξει τρόπους αντιμετώπισης.
Ας θεωρούμε δε ευεργέτες και εκείνους που μας ελέγχουν και μας υποδεικνύουν με τον τρόπο τους – καλοπροαίρετα και μη – τις ατέλειές μας.
Όλα αυτά κατά τη γνώμη μας συντελούν, ώστε να συνειδητοποιήσει ο υπερήφανος τα κακώς έχοντα της ψυχής του και επομένως να συνέλθει και να διορθωθεί.
Αλλιώς, αν δεν δείξει ειλικρινή διάθεση να βρει τον πραγματικό εαυτό του, που κρύβεται σίγουρα στο ταπεινό φρόνημα, ίσως, έως βέβαια, θ’ αποκοπεί απ’ το Θεό ή θα μείνει με μια αρρωστημένη σχέση μαζί Του και θα κλονιστεί και η ψυχοσωματική του υγεία, η οποία θα πάρει την κατιούσα. Οι δε άλλοι άνθρωποι βλέποντάς τον θα πάψουν να τον υπολογίζουν ίσως ή μπροστά θα του υποκλίνονται και πίσω θα τον θάβουν, πράγματα που πρέπει να απευχόμαστε όλοι μας.
Ζιώγα Κατερίνα
εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Το νέο Διοικητικό Συμβουλίου της Ένωσης Νοσοκομειακών γιατρών Δυτικής Μακεδονίας
- Επόμενο Τι λέει η ΔΕΥΑΓ για το νερό – Τι απαντάει στο GrevenaMedia.gr – Τι προτείνει στους αναγνώστες του το GrevenaMedia.gr