Ο κουτσομπόλης…
Επανερχόμενοι στη σειρά μας ”Κυρίαρχοι ανθρώπινοι τύποι στην Ελληνική κοινωνία”, αφιερώνουμε το παρόν άρθρο σ΄έναν τύπο που μας συστήνει πέρα από τα άλλα και ως αργόσχολο και εξωστρεφή λαό. Και με παρατηρητικότητα, κρίση, περιέργεια και στοχασμό βέβαια.
Ας θυμηθούμε εδώ και τους αγαπητούς μας προγόνους Αθηναίους, που το σχολιασμό πολιτικών εξελίξεων, διαφόρων προσωπικοτήτων της επικαιρότητας και όποιου άλλου προσώπου ή γεγονότος έπεφτε στην αντίληψή τους για κάτι περίεργο, τον είχαν αναγάγει σε τρόπο ζωής.
Είμαστε λαός κουτσομπόλης.
Και ο κάθε κουτσομπόλης βρίσκεται συχνά ή και μόνιμα ανάμεσά μας.
Μπορεί να είναι η μητέρα μας –ο πατέρας σπανιότερα, γιατί το κουτσομπολιό και η κατάκριση είναι ίδιο κυρίως των γυναικών –, οι αδερφές μας, η συνάδελφός μας, ο καθένας μας σ΄όποιο χώρο κι αν βρισκόμαστε.
Να τον φοβόμαστε κιόλας, αν είναι και φλύαρος και δεν έχει και εχεμύθεια.
Είναι μάλλον άνθρωπος επιπόλαιος, που δε βασανίζει σχεδόν καθόλου ό, τι ακούει.
”Ελαφρά τη καρδία”, όπως λέμε, σχολιάζει το χαρακτήρα, τον τρόπο σκέψης, την ιδεολογία, πτώσεις και λάθη ανθρώπων κάθε τάξεως και μεταφέρει γεγονότα από τον ένα στον άλλο, διογκωμένα ως επί το πλείστον κάθε φορά, και μάλιστα, αφού αποσπάσει την υπόσχεση απ΄το γείτονα ή το φίλο ότι δε θα τα πει πουθενά.
Ωστόσο πρώτος ο κουτσομπόλης θα παρασπονδήσει.
Τρέχει με το τηλέφωνο ή την επίσκεψη στο σπίτι του φίλου του να προλάβει πρώτος να τα πει, για να απολαύσει το ξάφνιασμα ή τη συγκίνηση αυτού που θα τ΄ακούσει.
Και δε μεταφέρει τα γεγονότα ή τα σχόλια μόνο. Εκφράζει και τα συναισθήματα της συμπάθειας δήθεν για τον ”άτυχο” που κουτσομπολεύει, για να φιμώσει έτσι τη συνείδησή του που θα τον ενοχλήσει.
Για να προλάβει δε και τυχόν κακό χαρακτηρισμό του απ΄όσους τον ανέχονται ή και τον αποδέχονται, σταυροκοπιέται κιόλας επικαλούμενος και την Παναγία γι΄αυτό που κάνει και δηλώνει ότι δεν έχει κακή πρόθεση.
Ki ίσως πράγματι πολλοί δεν το κάνουν κακοπροαίρετα. Απλώς δεν είναι εχέμυθοι ή θέλουν να έχουν λόγο στη συντροφιά, γιατί δεν αντέχουν να νιώθουν αγνοημένοι σ΄αυτήν και να μένουν έξω από την ”κοινωνική ενημέρωση”, όπως χαρακτηρίζεται εξευγενισμένα τελευταία το κουτσομπολιό.
Και είναι όντως κοινωνική ενημέρωση, αφού σχεδόν όλοι είμαστε καλοθελητές να μεταφέρουμε ό,τι ακούσαμε στο διπλανό μας και σε λίγο να βουίζει η πόλη από τα παραπτώματα ή τις παραλείψεις του συμπολίτη μας.
Η χειρότερη ωστόσο μορφή καταλαλιάς είναι αυτή που έχει μέσα της την κατάκριση, την καταδίκη.
Ο κουτσομπόλης εδώ είναι υπερόπτης και εμπαθής και συνοδεύει την είδηση με αφορισμούς και κακούς χαρακτηρισμούς για το άτομο που κρίνει.
Το κάνει συνειδητά και δημιουργεί θόρυβο γύρω από το όνομα του συνανθρώπου του, είτε επειδή τον ζηλοφθονεί ή γιατί δε συμπαθεί το χαρακτήρα του ή επειδή κάποτε τον έβλαψε.
Αλίμονο δε αν είναι κανένας άνθρωπος της Εκκλησίας, απλός λα’ι’κός ή κληρικός μέχρι Δεσπότης, αυτός που έσφαλε ή έπεσε στη δυσμένειά του.
Εκεί βγάζει όλη του την κακία και δικαιολογεί πλήρως το ότι αυτός δεν έχει σχέση με την Εκκλησία και το ότι ”δεν κάνει μεγάλους σταυρούς”, όπως αυτός που έπεσε σε λάθη ή έκανε παραλείψεις.
Προτείνει μάλιστα άλλες φορές και την τιμωρία που θα έπρεπε να έχει ο σχολιαζόμενος κι απορεί πώς δεν έριξε ακόμα ο Θεός ”φωτιά να τον κάψει”.
Αν έχει δε και κανένα βάσανο ο κατακρινόμενος, δικαιολογεί γιατί ο Θεός του το έδωσε.
Έτσι του άξιζε κατά τη γνώμη του κατάλαλου.
Αντικαθιστά με λίγα λόγια την κρίση του Θεού και μάλιστα κρίνει και τον ίδιο το Θεό, που δεν άνοιξε τη γη να καταπιεί το λεγάμενο, θεωρώντας πάντα ότι ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί στη θέση του.
Δεν υπολογίζει ποτέ, όπως ο Φαρισαίος, ότι η δική του υπεροψία και σκληρότητα είναι πιο βδελυκτή στα μάτια του Θεού απ΄ το παράπτωμα ή τα κενά του χαρακτήρα του συνανθρώπου του, που με μια ειλικρινή μετάνοια μπορεί να γίνει μέτοχος της Βασιλείας των Ουρανών, όπως ο ληστής στο σταυρό και ο τελώνης στην παραβολή.
Έτσι ο κατακρίνων εκτός από επιπόλαιος, ακρατής, υπερόπτης και εμπαθής, είναι και τυφλός και σκληρόκαρδος.
Ας μη μας διαφεύγει δε ότι στην κατάκριση πέφτουν και οι συστηνόμενοι ως καλοί χριστιανοί.
Με τη φαρισα’ι’κή νοοτροπία ότι εμείς είμαστε πνευματικά ανώτεροι, ροκανίζουμε τη ζωή των άλλων, αρχίζοντας από το τι φοράει μέχρι το πώς γελάει, πώς διασκεδάζει, πώς ζει.
Αυτοί είμαστε χλιαροί χριστιανοί, που δεν ασχολούμαστε με τη δική μας κενότητα ή με τον κίνδυνο να χάσουμε έτσι τη σωτηρία μας.
Κι ύστερα νομίζουμε ότι εμείς είμαστε αψεγάδιαστοι;
Ορισμένοι από μας δεν πιστέψαμε πόσο σοβαρό αμάρτημα είναι απέναντι στο Θεό πρώτα, που αγαπάει το συνάνθρωπό μας όπως κι εμάς, κι απέναντι στον πλησίον μας, τον οποίο δε μάθαμε ή δεν αγωνιζόμαστε να αγαπούμε όπως τον εαυτό μας.
Παρόλα αυτά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το πάθος αυτό το έχουμε όλοι μας πολύ ή λίγο.
Κι αν έχουμε οι περισσότεροι απαλλαγεί από την κατάκριση της γλώσσας και των λόγων, πολλές φορές συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να σχολιάζει ή να κατακρίνει τον αδερφό μας με τη σκέψη.
Ας μην ξεχνούμε όμως ότι και μια περιφρονητική ματιά ή μια κίνηση της καρδιάς μας καταδικαστική, που τη διαισθάνεται κιόλας ο άλλος, είναι κι αυτά εφάμαρτα.
Όπως κι όταν κάνουμε διακρίσεις ή αποστρεφόμαστε κάποιον, γιατί ανήκει σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
Ο κουτσομπόλης μπορεί πρώτα απ΄όλα να κάνει μεγάλη ζημιά στο συνάνθρωπό του.
Γίνεται αιτία να σπιλώνεται το όνομα του διπλανού του και να δυσφημείται έτσι περισσότερο απ΄όσο το πετυχαίνει το ίδιο του το παράπτωμα ή ο κακός του χαρακτήρας.
Δημιουργείται έτσι προκατάληψη σε βάρος του και μάλιστα πολλές φορές σε άδικο βαθμό.
Αυτό έχει ως συνέπεια, άμα το αντιληφθεί να ζημιωθεί ψυχικά από τη λύπη, να απομονωθεί απ΄το κοινωνικό σύνολο ή και να περάσει σε μια συνέχεια αντεκδικήσεων.
Αλλά και ο ίδιος που καταλαλεί ύστερα από ένα κουτσομπολιό νιώθει ένα κενό στην ψυχή του, γιατί έτσι τον εγκαταλείπει η χάρη και η εύνοια του Θεού.
Ακόμη τον αποφεύγουν άνθρωποι σοβαροί και υπεύθυνοι.
Γίνεται αναξιόπιστος στους φίλους, οι οποίοι τον αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, γιατί με την ίδια ευκολία που κατακρίνει και σχολιάζει τους άλλους, θα κατακρίνει κάποτε κι αυτούς τους ίδιους
Πώς αποφεύγεται η καταλαλιά…
Φαίνεται απλό και μικρό παράπτωμα, αλλά είναι από τα δυσκολότερα. Γι΄αυτό και ο Κύριος έθεσε ως αμοιβή του αγώνα μας και της απαλλαγής μας από την κατάκριση το να μη μας κρίνει κι εμάς ο Θεός.
Να τι λέει στην επί του όρους ομιλία Του: ”Μη κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Με το κριτήριο που κρίνετε θα κριθείτε και με το μέτρο που μετράτε θα μετρηθείτε. Πώς μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου” ( Ματθ. 7,1-5 ).
Δικαιολογημένα ωστόσο τα ερωτήματα: Το να πάψω να σχολιάζω, να ενημερώνω και να ενημερώνομαι, δεν με απομονώνει από την υπόλοιπη κοινωνία;
Πέφτω στην κατάκριση, όταν συζητήσω με κάποιον ή κάποιους άλλους ένα πρόσωπο για το οποίο άκουσα κάτι σε βάρος του και το οποίο μάλιστα γίνεται καταστροφικό και για τους δικούς του;
Πρώτα απ΄όλα ίσως πρέπει να ελέγξουμε με ποια διάθεση το λέμε, σε ποιους το λέμε και ποιο αποτέλεσμα δημιουργεί.
Όταν το κίνητρό μας είναι καλό, μπορούμε — σύμφωνα και με τη γνώμη υπεύθυνων πνευματικά ανθρώπων –να το εμπιστευθούμε σε αξιόπιστα πνευματικά και οικογενειακά πρόσωπα, για να βοηθήσουμε το άτομο αυτό και να προφυλάξουμε και άλλους από παρόμοια πτώση, για τους οποίους έχουμε ευθύνη.
Παράλληλα προσευχόμαστε γι΄αυτό το πρόσωπο και αν έχουμε τη διάκριση και δυνατότητα, μπορούμε να του μιλήσουμε κιόλας απ΄ευθείας.
Όσο για την ”κοινωνική ενημέρωση” ας μην ανησυχούμε. Υπάρχουν τόσα άλλα ενδιαφέροντα θέματα που αφορούν την επικαιρότητα ή μη.
Αν ήταν ο αδερφός μας ο σχολιαζόμενος, έτσι δε θα ενεργούσαμε;
Αν ήμασταν εμείς, θα θέλαμε να επικρίνουν το ήθος μας ή τις πράξεις μας ή να μας καταδικάζουν ανηλεώς για τα σφάλματά μας; ή και να βου’ι’ζει η πόλη απ΄αυτά;
Σίγουρα όχι. Τότε ας θυμηθούμε και την παραγγελία του Κυρίου: ”Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς” (Ματθ. 7,12 ).
Η απαλλαγή μας βέβαια από την καταλαλιά και την κατάκριση προ’υ’ποθέτει πίστη και αγώνα, αλλά προεξοφλεί και τη σίγουρη είσοδο στη Βασιλεία του Θεού, αφού ο Χριστός διαβεβαίωσε και είπε: ”μην κρίνετε και δε θα κριθείτε”.
Και ως κατακλείδα αναφέρουμε το εξής γεγονός: Κάποτε ένας μοναχός που ζούσε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, έγινε αντιληπτό απ΄τους άλλους ότι ήταν πολύ ήρεμος μπροστά στο θάνατο, ενώ όλοι γνώριζαν ότι δεν είχε ανταποκριθεί στην απαιτούμενη άσκηση της μοναστικής ζωής. Όταν τον ρώτησαν πώς συμβαίνει αυτό, τους απάντησε ότι έχει ήρεμη και με παρρησία τη συνείδησή του και δε φοβάται την κρίση του Θεού, αφού ο Χριστός βεβαιώνει ότι αν δεν κρίνουμε τους συνανθρώπους μας, δεν θα κριθούμε από τον ίδιο κι εμείς.
Μακάρι να τον μιμηθεί κι ο καθένας μας. Αμήν.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Ευχαριστήριο του 4ου δημοτικού σχολείου Γρεβενών
- Επόμενο Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας-Π.Ε. Γρεβενών: Εξασφάλιση πίστωσης προγράμματος εξηλεκτρισμού αγροτοκτηνοτρόφων