Ο Δράκος των Χριστουγέννων
Κάθε Χριστούγεννα ερχόταν ο Δράκος. Είχαμε μάθει από μικρά να τον περιμένουμε. Από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, η μητέρα ρωτούσε τον πατέρα «θα έρθει φέτος ο Δράκος;». «Θα έρθει». Δεν τον ανέφεραν ποτέ με το μικρό του. Ούτε εμείς.
Γιώργο τον έλεγαν, αλλά ήταν σαν να μην είχε μικρό.
Παιδικός φίλος του μπαμπά, ανύπαντρος, έμενε στη Θεσσαλονίκη, ερχόταν κάθε παραμονή, έμπαινε σπίτι με ένα κουρδιστό περιπολικό για μένα κι ένα βιβλίο για τον αδερφό μου. Είχε ένστικτο ο Δράκος. Ο αδερφός μου έγινε αστυνομικός κι εγώ έμπλεξα με τα γραψίματα…
Η μητέρα τον πείραζε για το πότε θα παντρευτεί, εκείνος της έλεγε πως ήταν φτιαγμένος για άλλα, ο πατέρας έκανε πως τον ζήλευε, η μητέρα μου έκανε πως παρεξηγιόταν και όλοι μαζί κάναμε πως περνούσαμε τέλεια.
Τελευταία Χριστούγεννα μαζί ήταν το 1980. Τον Ιούλιο του 1981 μπήκε σπίτι ο πατέρας και είπε στη μητέρα μου «πέταξε ο Δράκος». Άρχισαν να κλαίνε. Είχε πετάξει με το αυτοκίνητο σε έναν γκρεμό στην Πελοπόννησο, για να αποφύγει μετωπική. Τέρμα τα περιπολικά, τέρμα τα βιβλία. Τις επόμενες παραμονές τα παραμύθια ήταν ορφανά. Δεν είχαν Δράκο.
Πέρασαν χρόνια για να σταματήσει να λείπει. Στην καρέκλα του πια καθόταν ένας θείος που είχε χηρέψει και δεν είχε πού να πάει τις γιορτές. Αυτή η καρέκλα ήταν μια μηχανή διακτινισμού στον θάνατο. Καθόταν η γιαγιά μου πριν γεννηθώ. Ήρθα εγώ, έφυγε εκείνη. Δεν βολευόμασταν όλοι… Ο χήρος θείος μου πήγε στην καλή του το 1986. Την είχαμε ψυλλιαστεί με τον αδερφό μου και κάναμε πλάκα για την καρέκλα. Βρίσκαμε απίστευτες προφάσεις να την αποφύγουμε όταν η μητέρα μάς ζητούσε τις παραμονές να καθίσουμε εκεί. Μαλάκες είμαστε;
Δέκα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1990, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι τρία. Συνομήλικό μου. Όμορφο. Ζήτησε τον πατέρα μου, ήταν λέει προσωπικό, μπήκαν στο μέσα δωμάτιο και βγήκαν έπειτα από μία ώρα. Έξω, είχαμε ανατιναχτεί από την περιέργεια. Ήταν η κόρη του Δράκου! Δεν την είχε αναφέρει ποτέ ούτε στον πατέρα μου. Γνωριμία με κάποια Ειρήνη στη Θεσσαλονίκη δεσμός του τριμήνου, μένει έγκυος, κρατάει το παιδί, χωρίζουν, διατηρούν σχέσεις, καλή επαφή με τη μικρή, τη βαφτίζουν Μαριάννα, τη μεγαλώνουν σχεδόν μαζί. Αλλά Χριστούγεννα χωριστά, οι δύο γυναίκες πήγαιναν στην Κοζάνη, στους γονείς της Ειρήνης.
Την είχε στείλει η μητέρα της να γνωρίσει τον κολλητό φίλο του πατέρα της. Κολλητός σε μαύρα μεσάνυχτα. Τελοσπάντων.
Ο πατέρας επέμεινε, θα μείνεις εδώ για τα Χριστούγεννα! Όλη μέρα μαζί. Και κάθε μέρα και πιο όμορφη. Έπειτα από μία σειρά άχρηστων περιπολικών ο Δράκος είχε αποφασίσει να μου κάνει κι ένα δώρο της προκοπής! Την ερωτεύτηκα. Πέθαινα. Με έπαιζε. Τα πιο δύσκολα Χριστούγεννα της ζωής μου. Το στομάχι πληγή, σαν να είχα καταπιεί όλες τις μπάλες του δέντρου σπασμένες. Γελούσε και έχανα αίμα. Μάζευα τα ψίχουλα. Τα έφερνα με το δάχτυλο στη γλώσσα και νόμιζα πως την είχα στο στόμα. Μου αρκούσε ακόμη κι η λύπη της αφού δεν μπορούσα να έχω την αγάπη της. Δρακογεννιά από κούνια, πού να της κουνηθώ το γατάκι;
Τη λάτρεψα πριν τη σκοτώσω. (σ.σ. ερώτηση αναγνώστη: εννοείς, μεταφορικά; Απάντηση: από ενδιαφέρον ρωτάς ή από περιέργεια;).
Την παραμονή η μητέρα είχε μόλις τελειώσει το σερβίρισμα στο τραπέζι. Η Μαριάννα ήταν αμήχανη, δεν ήξερε πού να καθίσει. Την έβαλα στην καρέκλα του πατέρα της.
Οδυσσέας Ιωάννου
protagon.gr
- Προηγούμενο «Ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις». Το συγκινητικό αντίο στην κινηματογραφική μάνα του Κ. Βουτσά
- Επόμενο Κάνοντας σκι τη νύχτα (βίντεο)!