Κοντά στο τζάκι για το ’40 …
Χιόνι πολύ στο χωριό. Εμείς τα εγγονάκια, τέσσερα τον αριθμό, γύρω από το τζάκι που φεγγοβολούσε κι έφεγγε όλο το δωμάτιο, ακούγαμε με δέος τον παππού να μας διηγείται, με μοναδική συναρπαστικότητα και περηφάνια, κομμάτια από τη ζωή του.
Τα μάτια του όμως βούρκωναν, όταν του ζητούσαμε να μας μιλήσει για τον πόλεμο του ’40, για την Κατοχή. Τότε έβαζε το τρεμάμενο χέρι του στον κόρφο κι έβγαζε αργά αργά με σεβασμό, σαν να επρόκειτο για κάποια εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας, ένα γράμμα, το τελευταίο γράμμα του πατέρα μας από το αλβανικό μέτωπο.
Μετά από αυτό δεν ξαναπήρε γράμμα από το γιο του ούτε τον είδε.
Η μητέρα μας, γλυκιά και λεπτοκαμωμένη, ερχόταν κι αυτή να προσθέσει τις δικές της αναμνήσεις, να διαβάσει το δικό της γράμμα κλείνοντάς το μ΄ένα λυγμό στο τέλος.
Κι άρχιζε ο παππούς: Ήταν φιλότιμο, υπάκουο κι έξυπνο παιδί ο πατέρας σας. Τά ‘παιρνε τα γράμματα. Ήταν εργατικός, μελετηρός. Έτσι κατάφερε να γίνει δάσκαλος. Να του μοιάσετε. Μ΄ακούτε; Να του μοιάσετε. Και ν΄ακούτε τη μητέρα σας, που την αγαπούσε πολύ.
Είναι κι αυτή σπουδαία ψυχή, εξαιρετική νύφη και μοναδική γυναίκα. Αφοσιωμένη στον άντρα της.
Στάθηκε όμως άτυχη. Ο Ανέστης την άλλη μέρα, αφότου έστειλε το γράμμα, απ΄ό,τι μάθαμε, ο πατέρας σας, σκοτώθηκε.
Κι εδώ έσπαζε η φωνή του παππού.
Η γιαγιά είχε πεθάνει.
Έπεφτε για λίγο σιωπή στο δωμάτιο, ενώ η φωτιά σπίθιζε στο τζάκι. Όλοι ήμασταν συγκινημένοι. Αχ και να ζούσε ο πατέρας…
Η γιαγιά πέθανε κι αυτή με τον πόνο του.
Η μητέρα μας είχε μέρα νύχτα τη φωτογραφία του δίπλα στην εικόνα της Παναγίας στο εικονοστάσι κι άναβε κάθε βράδυ το καντηλάκι, όπως της το είχε ζητήσει ο πατέρας, όταν ήταν στο μέτωπο.
Κι εμείς προσπαθούσαμε να ανασύρουμε τη μορφή του στο μυαλό μας απ΄τη μνήμη των πέντε και έξι χρόνων μας.
————————————————————————————————–
Τα γράμματα ήταν τα εξής:
”Πολυσέβαστοί μου γονείς
Μόλις ύστερα από τόσες μέρες προέλασης των στρατευμάτων μας, αλλά και ανυπέρβλητων δυσκολιών, βρίσκω το χρόνο να γράψω το γράμμα αυτό.
Με δυσκολία μπορώ να κρατήσω το μολύβι στο χέρι μου, γιατί το κρύο είναι τσουχτερό, το χιόνι πέφτει ασταμάτητα και ο βοριάς μαζί με τα βόλια του εχθρού μας θερίζουν.
Τα πόδια μου δεν τα αισθάνομαι. Έχω βδομάδες να βγάλω τις αρβύλες.
Κοιμόμαστε λίγο, πάνω στα χιόνια, με τη χλαίνη και μια κουβέρτα γεμάτη ψείρες, οι οποίες δεν μας αφήνουν να χαρούμε ούτε κι αυτόν το λίγο ύπνο.
Βρισκόμαστε διαρκώς σε ετοιμότητα.
Το χιόνι είναι ίσα με το μπόι μας. Νομίζουμε ώρες ώρες πως είναι σκληρότερος αυτός ο εχθρός από τον πραγματικό.
Όμως δόξα να΄χει ο Θεός. Νιώθουμε ανάλαφροι, χαρούμενοι, λες και γιορτάζουμε. Όλα τα παιδιά εδώ αισθανόμαστε αδέρφια. Παιδιά της Μεγαλόχαρης, της πατρίδας, δικά σας.
Κάτω από τα γιλέκα μας έχουμε όλοι τα σταυρουδάκια που μας δώσατε να μας συντροφεύουν.
Έχουμε κι έναν ιερέα που συμπορεύεται μαζί μας στο μέτωπο. Όποτε σταθμεύουμε, έρχεται και μας κάνει Λειτουργίες.
Μας συγκινεί η παρουσία του. Μας ενισχύει. Μας εξομολογεί και μας κοινωνάει. Μας μιλάει για το Χριστό και την πατρίδα. Για την αιωνιότητα.
Πόσο θυμάμαι τότε τα λόγια που μου λέγατε από μικρό παιδί: ”Ν΄αγαπάς”, πατέρα, μου έλεγες, ”το Θεό, να σέβεσαι το συνάνθρωπό σου, να μην ατιμάζεις γυναίκες, να μη λες ψέματα. Να γίνεις τίμιος οικογενειάρχης και ν΄αγαπάς την πατρίδα σου”.
Μου χρειάστηκαν όλα αυτά στη ζωή και τα τήρησα.
Τώρα ακριβό μου φυλαχτό στο μέτωπο έχω τις ευχές σας και τα δάκρυά σας, όταν σας αποχαιρετούσα.
Σας ευχαριστώ πολύ και σας φιλώ το χέρι.
Ο γιος σας Ανέστης
ΥΣ: Ν΄αγαπάτε την Ελένη μου και τα εγγονάκια σας, αν και δεν χρειάζεται να σας το γράψω
——————————————————————————————————————————————————————————————–
”Αγαπημένη μου Ελένη
Σαν να πέρασε χρόνος από τότε που έφυγα από κοντά σου και από τα παιδιά μας.
Νοσταλγώ πολύ να ξαναβρεθούμε.
Να όμως που η πιο μεγάλη οικογένεια, αγαπημένη μας κι αυτή, η πατρίδα, με κρατάει μακριά σας.
Και μέσα στην αντάρα της μάχης σάς σκέφτομαι διαρκώς και παίρνω κουράγιο, γιατί, αν νικήσουμε, δε θα μπορέσει ο εχθρός να ατιμάσει και γυναίκες, που, ο Θεός να φυλάξει, θα μπορούσε να είσαι κι εσύ μία από αυτές.
Σε παρακαλώ το ίδιο να κάνεις κι εσύ.
Με τη σκέψη σου για μένα και για τη νίκη ν΄ανάβεις καθημερινά το καντήλι μπροστά στην Παναγία και να με προσεύχεσαι. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά όλα τα παιδιά στο μέτωπο.
Στριφογυρίζουν έντονα στο νου μου τα καυτά δάκρυά σου στον αποχαιρετισμό, αλλά και τα τόσο δυνατά λόγια σου: Θυμάσαι;
”Ανέστη”, μου είπες, ”ανάγκη σε καλεί μακριά μας. Με πονάει πολύ και θα κλαίω πολύ. Η αγωνία μου, ώσπου να γυρίσεις, θα με κατατρώει. Νιώθω όμως και περήφανη σαν ελληνοπούλα, που ο άντρας μου δεν είναι δειλός κι ούτε θα γίνει λιποτάκτης. O Θεός μαζί σου και με τη νίκη.
Η αγάπη μου και η προσευχή μου θα σε συνοδεύουν αδιάλειπτα.
Ο Θεός να δώσει να ξανανταμώσουμε. Κι αν δεν το επιτρέψει, ο θάνατος δε θα μας χωρίσει Σ΄αγαπώ”.
Το ίδιο σου υπόσχομαι κι εγώ, αγαπημένη μου γυναίκα. Δε θα με χωρίσει από σένα και τα παιδιά ούτε ο θάνατος.
Από εκεί πάνω που θα είμαι, αν με χτυπήσει εχθρικό βόλι, θα σας παρακολουθώ κι εσένα και τα παιδιά.
Να τα αναθρέψεις με πίστη στο Θεό κι αγάπη στους γονείς τους και σ΄όλους τους ανθρώπους.
Να αγαπούν την Ελλάδα και να θυσιάζονται γι΄αυτήν.
Να προσπαθήσεις να μάθουν και γράμματα.
Να μου τα φιλήσεις, μόλις πάρεις το γράμμα μου και να τους πεις ότι τ΄αγαπώ απέραντα πολύ.
Κι όταν μεγαλώσουν, να θυμούνται όλες τις ιστορίες που τους έλεγα και να με μνημονεύουν στην προσευχή τους.
Όπως βλέπεις, σκέφτομαι σαν ένας μελλοθάνατος.
Μ΄αυτήν την ετοιμότητα αγωνιζόμαστε εδώ πάνω και κερδίζουμε.
Είναι άνισος ο αγώνας, μα η Μεγαλόχαρη είναι στο πλευρό μας. Νιώθουμε τη σκέπη της. Αλλιώς δεν εξηγείται η τρέλα μας να τα βάλουμε με μια αυτοκρατορία και να τους τρέψουμε σε φυγή.
Το φόβο του θανάτου τον νικούμε με τη σκέψη σας και τις προσευχές σας.
Το χέρι μου όμως πάγωσε. Είναι αδύνατο να συνεχίσω.
Σ΄αγαπώ.
Χαιρέτα μου τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς
Καλή αντάμωση.
Παντοτινά δικός σου
Ανέστης ”
——————————————————————————————————————————————————————————————
Όσους σας συγκίνησε μέσα από αυτά τα δυο γράμματα ο αγνός πατριώτης, ο τίμιος οικογενειάρχης και ο άνθρωπος του Θεού, κάντε σας παρακαλώ κι εσείς μια δέηση στο Θεό να τον έχει εκεί πάνω κοντά Του μαζί μ΄όλους τους δικούς του, που τότε τους αποχαιρετούσε εδώ στη γη.
Κι ακόμη ο Κύριος να μη ξεχάσει ποτέ μια τέτοια πατρίδα με τέτοια παιδιά.
( Αφηγήτρια η κόρη του)
( Το παρόν άρθρο είχε δημοσιευθεί πέρυσι για την 28η Οκτωβρίου με τον τίτλο:”Μια ακόμη επέτειος του ’40” )
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός
- Προηγούμενο Τρία στα τρία για την παιδική ομάδα του Πρωτέα Γρεβενών
- Επόμενο Σφηνάκια: Πέντε οι υποψήφιοι Δήμαρχοι Γρεβενών; Οι μαθητές Α’ και Β’ Δημοτικού Σχολείου, το πετρέλαιο θέρμανσης και η αδιαφορία της «εξουσίας» !!!