Η κοσμοθεωρία του Ν. Καζαντζάκη
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αν έχει σημειώσει τόσο ευρεία διάδοση, αν έχει βρει τόσο βαθιά απήχηση στις ψυχές ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων και ανόμοιων πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν επιβλήθηκε και καταξιώθηκε στα χρόνια μας, αν απέκτησε παγκόσμια φήμη και κέρδισε μεγάλες πιθανότητες να παραμείνει κλασικό στη ροή των αιώνων, ένα έργο δηλαδή πάντα επίκαιρο, αυτό ίσως οφείλεται περισσότερο στο στέρεο φιλοσοφικό του υπόβαθρο και λιγότερο στην απλή και περίτεχνη λογοτεχνική του μορφή και πλοκή που κρατά πάντα σταθερά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο Καζαντζάκης είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο εργατικότητας στα ελληνικά γράμματα και από τα παραγωγικότερα πνεύματα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Οδύσσειά του είναι το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής. Σ’ αυτήν αναπτύσσονται ιδέες που υπάρχουν συμπυκνωμένες στην Ασκητική του και που είναι διάχυτες σ’ όλα του τα έργα. Η Αναφορά στον Γκρέκο αποτελεί κι αυτή μια συνοπτική έκθεση των αντιλήψεων του γύρω από τον κόσμο και τη ζωή.
Μελέτησε και αντιμετώπισε κριτικά τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα, στα οποία βρήκε τις αφετηρίες και κατευθυντήριες γραμμές του στοχασμού του. Στο έργο του όμως διακρίνεται έντονα η προσωπική του σφραγίδα. Αυτά που εμελέτησε ήταν κυρίως έργα φιλοσόφων και λογοτεχνών, από τους οποίους επηρεάστηκε η σκέψη του. Καθοριστικό παράγοντα βέβαια για τη διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας έπαιξε ο δάσκαλος του Bergson, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Η φιλοσοφία του είναι μια φιλοσοφία της ζωής, που ο Καζαντζάκης αναχώνεψε κι εσκόρπισε στα έργα του. Σημαντικό επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξαν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Νίτσε, ο Τζέιμς, ο Λένιν, ο Χριστός, ο Βούδας, ο Όμηρος, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Δάντης κ.α. Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι ήταν οι δυο «Ρούσοι δράκοι που τον είχαν αρπάξει στα μυθικά χρόνια της νιότης του». Το 1915 σημειώνει στο ημερολόγιο του ότι έπρεπε να αρχίσει από εκεί που κατάληξε ο Τολστόι.
Η ορμητική σκέψη του, η χειμαρρώδης γλώσσα, η απαράμιλλη εκφραστική ικανότητα, η δημιουργική φαντασία, η βαθιά αίσθηση της πραγματικότητας και προπάντων η λογική τεκμηρίωση των απόψεών του τον ανέδειξαν δικαιολογημένα σ’ ένα από τα λαμπρότερα και καθολικότερα πνεύματα όλων των εποχών.
Κύριο θέμα του Καζαντζάκη είναι η εξέταση του τρόπου του βίου, δηλαδή το π ς βιωτέον του Σωκράτη, αναπτύσσει δηλαδή μια βιοθεωρία, η οποία όμως εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του και αποτελεί μέρος της. Η βιοθεωρία εξαρτάται από την κοσμοθεωρία του, διότι από την αντίληψη που διαμορφώνει κανείς για τον κόσμο γενικά και τις αξίες του, επηρεάζεται η θεώρηση της ζωής, στο βαθμό βέβαια που βιοθεωρία και κοσμοθεωρία δεν ταυτίζονται.
Τα χρόνια 1907 ως το 1909, που ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι έχοντας ως δάσκαλο τον Μπερξόν, ήταν τα αποφασιστικότερα για τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του που παρουσιάζει στην Ασκητική, στην Οδύσσεια, στην Αναφορά στον Γκρέκο και γενικά σ’ όλα του τα έργα. Η Ασκητική περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του που ενσάρκωσε και ανάπτυξε στο νέο Οδυσσέα. Τα χρόνια εκείνα των σπουδών του στο Παρίσι έγραφε:
«Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού του ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτή, συστηματικά μ’ ορισμένο σκοπό και πρόγραμμα, να γράφω –ό,τι γράφω».
Αργότερα στην Αναφορά στον Γκρέκο, που ο ίδιος δεν την θεωρεί αυτοβιογραφία του, δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή:
«Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά»… «Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου…μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω… Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».
Το νόημα της ελευθερίας
Το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου, της αθανασίας της ψυχής και της ύπαρξης του Θεού απετέλεσαν αναμφίβολα τα βασικότερα μεταφυσικά εντρυφήματα της σκέψης του Καζαντζάκη. Αυτά αποτελούν τα τρία μεγάλα θέματα της μεταφυσικής κατά τον Kant. Ο πόθος της ελευθερίας, είναι το κυρίαρχο πάθος του ήρωα της Οδύσσειας, που είναι μια αναζήτηση και μια «εξερεύνηση του νοήματος της ελευθερίας». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σ’ ένα σημείο της Αναφοράς του, που κατά τον Πρεβελάκη περιέχει τη σύνοψη της κοσμοθεωρίας του, θέτει σε πρώτη γραμμή τον αγώνα για τη λευτεριά. Λέγει:
«Ένας αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει νέα όψη_ σήμερα η όψη του είναι ετούτη: είναι ο αρχηγός της προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει. Φωνάζει, δίνει συνθήματα. Δικαιοσύνη, ευτυχία, λευτεριά».
Ελευθερία και άνθρωπος ταυτίζονται στον Καζαντζάκη όπως και στο Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο Σαρτρ, κατά τον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία προηγείται από την ουσία του ανθρώπου, την οποία και καθιστά δυνατή. Η ελευθερία είναι αδύνατο να διακριθεί από το είναι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτα και μετά γίνεται ελεύθερος, αλλά τόσο στο Σαρτρ όσο και στον Καζαντζάκη δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο είναι του ανθρώπου και στο να είναι ελεύθερος.
Η ελευθερία στον Καζαντζάκη παίρνει διαφορές μορφές: ελευθερία είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, είναι η αυτάρκεια, είναι η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση και τέλος ελευθερία είναι η λύτρωση από τη λευτεριά όλες αυτές οι μορφές ελευθερίας εκφράζουν κατά βάθος το ίδιο νόημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση της ελευθερίας για όλες τις μορφές είναι η απουσία φόβου και ελπίδας, και κυρίως της ελπίδας, αφού αυτή είναι προϋπόθεση και αιτία του φόβου.
Αυτές οι μορφές αφορούν τη μεταφυσική και όχι την πολιτική έννοια της ελευθερίας που τον απασχόλησε εξίσου ζωηρά. Επειδή μάλιστα η πατρίδα του η Κρήτη ήταν Τουρκοκρατούμενη και ο ίδιος έζησε τις πίκρες και τις στενοχώριες της σκλαβιάς, ετοποθέτησε την ελευθερία στην πρώτη γραμμή των αξιών και της έδωσε τόση βαρύτητα, ώστε τη θεώρησε ανώτερη ακόμη και από την ευτυχία.
Ελευθερία με την πολιτική έννοια εννοεί ο Καζαντζάκης την ελευθερία που έχει κάθε πολίτης να ζει σε μια ευνομούμενη πολιτεία, δηλαδή να κάνει ό,τι θέλει και μπορεί πάντα μέσα στα νομικά και ηθικά πλαίσια, δηλαδή σ’ αυτά που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Πιστεύει στη διακυβέρνηση της χώρας με δημοκρατικές διαδικασίες και με βάση τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με τη «γενική θέληση» κατά το πρότυπο του Ρουσώ. Ελεύθερος είναι αυτός που είναι αφέντης του εαυτού του «α το νεκα κα μ λλου ν» κατά την έκφραση του Αριστοτέλη (Μ.τ.φ. 982 b 26).
Το ότι όλες οι μορφές ελευθερίας με τη μεταφυσική έννοια του όρου ανάγονται σε μια, δηλαδή στην απουσία φόβου και ελπίδας και ότι η ελευθερία ήταν το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα και το υψηλότερο αγώνισμα της ψυχής του προκύπτει και από το ότι οι φράσεις: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», έχουν σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό τον απλό και απέριττο τάφο του. Οι φράσεις αυτές υπάρχουν βέβαια στην Ασκητική του. Είναι οι φράσεις που ο ίδιος είχε παραγγείλει να γραφούν πάνω στον τάφο του.
Το να κοιτάζει κανείς την ¶βυσσο χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο όρθιος στην άκρα του γκρεμού το αποκαλεί ο Καζαντζάκης Κρητική ματιά. Η παρομοίωση αυτή είναι εμπνευσμένη από τη «στορισμένη στους τοίχους προαιώνια πάλη του ανθρώπου και του ταύρου που σήμερα τον λέμε θεό». Η ζωή φαίνεται στον Καζαντζάκη, όπως στον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, να είναι μια διαρκής ανάβαση.
Όσον αφορά την πρώτη μορφή ελευθερίας: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», τη βρίσκουμε σχεδόν αυτολεξεί στον Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, που ζούσε στην Αθήνα το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Γνωστή είναι η προσπάθειά του για μια εσωτερική ανεξαρτησία. Κατά το Δημώνακτα ελεύθερος είναι αυτός που δεν ελπίζει τίποτε και δεν φοβάται τίποτε.
To ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται επίσης σχεδόν αυτολεξεί τον αιώνα του νεοελληνικού διαφωτισμού από τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Ο ανώνυμος λέγει: «Ο μεν ελεύθερος λοιπόν ούτε ελπίζει ούτε φοβάται εις ό,τι μέλει να πράξη». Ο ίδιος ορισμός υπάρχει παράλληλα και στις Ινδίες που διατυπώνεται μ’ ένα μύθο. Ο Βιργίλιος λέει ότι η μόνη ελπίδα που απομένει στον άνθρωπο είναι να μην έχει καμιά. Η έννοια αυτή της ελευθερίας δεσπόζει στη λατινική λογοτεχνία. Υπάρχει συγκεκριμένα στη Φαίδρα του Σενέκα, στη Συνωμοσία του Κατιλίνα του Σαλλούστιου και στα Χρονικά του Τάκιτου.
Η δεύτερη μορφή ελευθερίας, δηλαδή η αναγωγή της ανάγκης σε βούληση απαντά στον Έγελο, Μαρξ κ. ά. Στους δυο αυτούς φιλοσόφους ελευθερία είναι «η κατανόηση της αναγκαιότητας». Παράλληλη άποψη συναντάμε στον Πίνδαρο: «Ω ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις».
Όμοια άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει πως ελευθερία δεν είναι δύναμη, όπως ο Ντεκάρτ: «Ελευθερία δεν είναι να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι μπορείς». Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζει κανείς τις επιθυμίες του σε ό,τι μπορεί, όπως δέχονται ο Σαρτρ και ο Γιάσπερς.
Την τρίτη μορφή ελευθερίας, δηλαδή την ελευθερία ως αυτάρκεια τη συναντούμε στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική διανόηση, όπως και στον Επίκουρο που λέγει: «Τ ς α ταρκείας καρπούς μέγιστος λευθερία». Η αυτάρκεια, όσο και να το κάνει κανείς βούληση του την ανάγκη, απαντά επίσης στην Ινδική φιλοσοφία.Η τέταρτη τέλος μορφή, δηλαδή η λύτρωση από την ελευθερία, απαντά στο Βούδα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης, που μυήθηκε στο Βουδισμό από το Νίτσε. Η Βουδική σκέψη επηρέασε Γερμανούς, φιλοσόφους και προπάντων τον Σοπενχάουερ και το Νίτσε.
To έργο του Καζαντζάκη είναι γεμάτο αντιθέσεις, όχι όμως οπωσδήποτε και αντιφάσεις. Κάθε φορά που νόμιζα ότι εντόπισα μια αντίφαση, μια βαθύτερη κατανόηση του νοήματος μ’ έπειθε ότι δεν επρόκειτο για γνήσιες αντιφάσεις, αλλ’ απλώς για φαινομενικές που λύνονται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι δεν υπάρχουν γνήσιες αντιφάσεις στο έργο του. Είναι πιθανό και εύλογο να υπάρχουν, όπως υπάρχουν και σε άλλους στοχαστές.
Εξ άλλου ο ίδιος ο Καζαντζάκης –όσο τουλάχιστο εγώ μπόρεσα να διαπιστώσω δεν μιλάει ρητά για αντιφάσεις, αλλά για αντιθέσεις και για εναρμόνιση αντικρουόμενων κοσμοθεωριών:
«Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν’ ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία. Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Αιώνια οι αντίθετες δυνάμεις συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικούνται, συμβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία».
Το ίδιο περίπου νόημα εκφράζουν και τα παρακάτω λόγια του: «στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος προς τη σύνθεση, προς τη ζωή. προς την αθανασία β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο …. Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει και εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό και την πράξη». «Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι…συναντήθηκαν και συγκρούονται σ’ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γεννήκαν ορατοί».
Ευτυχία θα πει «να ζεις όλες τις δυστυχίες» και φως θα πει «να κοιτάς μ’ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Ο Καζαντζάκης πιστεύει στην ενότητα των αντιθέτων. «Εγώ και συ είμαστε ένα», και το ένα αυτό τελικά δεν υπάρχει.
Η ευτυχία φέρεται πολλές φορές να έχει άμεση σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής, την ευζωΐα και την ασφάλεια. Αυτή η αταραξία ήταν το ιδεώδες της ζωής κατά την επικούρεια και στωϊκή φιλοσοφία. Ο πρώτος όμως, που ανήγαγε την αταραξία σε ευτυχία, είναι ο Δημόκριτος.
Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που αξίζει περισσότερο δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της ζωής, το ευ ζην. Αυτό καταφαίνεται από το εξής: «Ο άρτιος άνθρωπος δε νιώθει χαρά ζώντας πολύ μήτε λυπάται πεθαίνοντας πρόωρα». Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ευτυχία σ’ έναν κόσμο άδικο. Γι’ αυτό λέγει:
«Ο άνθρωπος κι αυτό είναι το οικόσημο της οικογένειας του θα μάχεται αιώνια ν’ αντικαταστήσει τους απάνθρωπους φυσικούς νόμους με τους νόμους της καρδιάς του. Έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και ομοίωση του τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία».
Ευτυχία είναι να σμίγει η επιθυμία του ανθρώπου με την επιθυμία του Θεού, δηλαδή η θέωση του ανθρώπου. Αυτό είναι το πιο μεγάλο το πιο δύσκολο χρέος του.
Η γνωσιοθεωρία του
Σε άμεση συνάρτηση με την κοσμοθεωρία η βιοθεωρία του Καζαντζάκη βρίσκεται το γνωσιολογικό πρόβλημα, δηλαδή η θεωρία του για το δυνατό και το κύρος της γνώσης. Στο θέμα αυτό ο Καζαντζάκης ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού και όχι του ρεαλισμού. Στο ρεαλισμό το καθοριστικό είναι το αντικείμενο και όχι το υποκείμενο. Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από το αν σκέφτομαι ή όχι. Η πραγματικότητα λοιπόν του κόσμου είναι ανεξάρτητη από το αν τον γνωρίζομε ή όχι.
Κατά τον ιδεαλισμό αντίθετα, ο κόσμος υπάρχει μόνο εφόσον τον γνωρίζομε υπάρχει δηλαδή με τη σκέψη μας, με το νου μας. Αναφέρομε ως παραδείγματα τον Παρμενίδη και τον Μπέρκλεϋ. Ο πρώτος εταύτισε το είναι με τη νόηση και ο δεύτερος με την αντίληψη.
Ο Καζαντζάκης ακολουθώντας το Σοπενχάουερ λέγει ότι ο κόσμος είναι μια παράσταση που δίνουν οι πέντε αισθήσεις του σώματος μας. Η ίδια η ζωή είναι «μιας ζυγαριάς παιχνίδι» και «μετώρισμα του παιχνιδιάρη νου μου».
Ο κόσμος αυτός υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχουν ο νους και οι αισθήσεις, που είναι όργανα του νου. Οι αισθήσεις δηλαδή χωρίς το νου δεν μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους, αλλά και ούτε ο νους χωρίς τις αισθήσεις. Αυτό εκφράζεται με το αρχαίο ρητό: «νος ρ κα νο ς κούει» και με τη φράση του Καντ: «Έννοιες χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, και εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές».
Ο νους, κατά τον Καζαντζάκη, με τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων μόνο φαινόμενα μπορεί να συλλάβει και πιο συγκεκριμένα τους συνειρμούς φαινομένων, που δεν είναι πραγματικοί, δηλαδή ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. Ο ίδιος εκφράζει τον πόθο να μπορέσει να γνωρίσει και την ουσία:
«Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη, ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένην έξοδο, να ’ταν να μπορούσε η καρδιά μου». «Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο Νους… Όξω από μένα τιποτε δεν υπάρχει».
Ο μηδενισμός του
Η κοσμοθεωρία ή βιοθεωρία του Καζαντζάκη καταλήγει στο μηδενισμό, παίρνει δηλαδή μηδενιστικό χαρακτήρα.
«Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος».
Την τελική μηδενιστική κοσμοθεωρία του τη διαμόρφωσε ο Καζαντζάκης στη Ρωσία, απ’ όπου έγραφε στις 11 Ιουνίου 1928 στον Πρεβελάκη τα ακόλουθα: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο ‘Σιγή’ μπόμπα που ανατινάζει όλη την Ασκητική».
Πράγματι, στη σύντομη αυτή προσθήκη φαίνεται πια καθαρά ο μηδενιστικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του. Εκεί θέτει το αμείλικτο ερώτημα για το νόημα της ζωής:
«Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα παρουσία. Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλύφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το σύμπαντο θα. γίνει πυρκαγιά… Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της ¶βυσσος και να την καρπίσεις;… Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει».
Συχνά επαναλαμβάνεται στην Ασκητική η φράση: «Δεν υπάρχει τίποτε», που έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο οποίος πιστεύει πως κάθε προσπάθεια της ηθικής να θέσει αξίες χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, οδηγεί αναγκαστικά στο μηδενισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ριζική άρνηση αξιών, επιθυμιών και νοήματος. Στο μηδενισμό οι ανώτατες αξίες χάνουν το κύρος τους, αφού λείπει ο σκοπός κι η απάντηση στο ερώτημα του «γιατί». Ο μηδενισμός κατά την άποψή του δεν εμφανίστηκε στις μέρες του, επειδή έχει αυξηθεί η αποστροφή του ανθρώπου προς την ύπαρξη, αλλ’ επειδή ο άνθρωπος έχει γίνει γενικά δύσπιστος για το νόημα της ύπαρξης του. Ο μηδενισμός του Νίτσε σημαίνει ότι τα ιδεώδη που ίσχυαν τόσους αιώνες, γκρεμίζονται τώρα. Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτε, αλλ’ αυτός που δεν πιστεύει σ’ αυτό που υπάρχει. Το τίποτα και το μηδέν δεν σημαίνει το μη είναι, αλλά το είναι χωρίς αξία. Ο μηδενισμός ζητάει να δώσει μια ουσιαστικότερη απάντηση για το σκοπό του όλου, δηλαδή του κόσμου και της ζωής.
Παράλληλη είναι και η θεωρία του Μπερξόν, που δέχεται ότι η εργασία του ανθρώπου συνίσταται στο να δημιουργήσει μια ωφελιμότητα. Όταν λοιπόν λέμε ότι δεν υπάρχει τίποτε, σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε απ’ αυτό που θα θέλαμε ν’ αποκτήσουμε. Με τη σκέψη αυτή συνδέεται η θεωρία του πραγματισμού.
Η θεολογία του
Στο θέμα του Θεού επηρεάστηκε βαθύτατα από το Νίτσε, από τον οποίο υιοθέτησε τη φράση «ο θεός πέθανε» και από τον Μπερξόν, από τον οποίο πήρε το όραμα του αγωνιζόμενου θεού που δεν είναι άλλο από τη «ζωική ορμή», élan vital. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι επηρεάστηκε και από το Ντοστογιέφσκι, στα έργα του οποίου η ύπαρξη του Θεού απετέλεσε το κεντρικό θέμα που τον βασάνιζε σ’ όλη του τη ζωή. Έκδηλη φαίνεται επίσης και η επίδραση του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο ο κόσμος είναι –όπως και για τον Καζαντζάκη– είζωον πυρ».
Η φράση ότι «ο Θεός πέθανε», δεν εννοεί ότι ο θεός πράγματι έχει αποθάνει, αλλά ότι είναι νεκρός στις ψυχές μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων της εποχής του, αφού έπαυσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν. Η πίστη είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό, και συνεπώς ο θεμέλιος λίθος κάθε θρησκείας. Η φράση αυτή δεν ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Καζαντζάκη, αλλά έχει μακρά παράδοση στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού. Την είπε ο Πλούταρχος: «πάγγειλον τι Π ν μέγας τέθνηκεν», την είπε ο Έγελος, την είπε ο Νίτσε και τόσοι άλλοι.
Όταν λέει ότι ο Θεός είναι αγώνας, εννοεί ότι οι πιστοί οφείλουν να αγωνίζονται για το καλό, να διεξάγουν δηλαδή τον αγώνα τον καλό, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Τον αγωνα τον καλον γώνισμαι». Ο Καζαντζάκης λέει σχετικά:
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο αγώνας. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα». «Το βαθύ ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε όσο μπορούμε μαζί του το ρυθμό της μικρής λιγόχρονης ζωής μας». «Από τα παιδικά μου χρονιά το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου απερίγραπτη γοητεία… Για ένα ήμουν σ’ όλη μου τη ζωή βέβαιος, πως ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός, ο ανήφορος μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολύμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου». «Είπα στη μυγδαλιά: Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό. Κι η μυγδαλιά άνθισε».
Ο Καζαντζάκης στο θέμα του Θεού ήταν για πολλούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Όμως αυτό που έκανε δεν ήτανε τίποτε άλλο από το να διατυπώσει με θάρρος και παρρησία τις απορίες και να εξομολογηθεί τις αγωνίες του για τον Θεό. Έτσι, έχοντας βαθιά συνείδηση της αμαρτωλότητας του εγχειρήματός του, που προσπάθησε ως ταπεινός εργάτης του πνεύματος να διερευνήσει στα πρόθυρα μιας αρχόμενης παγκοσμιοποίησης όχι μόνον τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, που να είναι αποδεκτός από όλους τους λαούς της γης. Προσπάθησε δηλαδή να συλλάβει μια έννοια του Θεού, στην οποία μπορεί ίσως να αναχθεί το πλήθος των υπαρκτών θρησκειών. Ο Θεός αυτός αντικατοπτρίζει τον αγώνα και ενσαρκώνει την αρετή.
Η δε αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της όλης προσπάθειας, διότι μόνον με τον αγώνα και την αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κανείς τη φύση του, ώστε να συντελεστεί η αυθυπέρβαση. Στόχευε δηλαδή να αντικαταστήσει την πολυθεΐα με την μονοθεΐα, υπό την έννοια ότι όλοι οι λαοί του κόσμου θα πιστεύουν στον ίδιο Θεό και όχι άλλοι σε άλλον. Η ανθρωπότητα έχει μέχρι σήμερα πληρώσει πολύ ακριβά το τίμημα της σύγκρουσης των θρησκειών και κατ’ επέκταση των πολιτισμών.
Πάντως στον καθολικής αποδοχής που οραματίζεται, οι ιδέες του Χριστιανισμού έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αυτά ίσως φαντάζουν ουτοπικά και ανάρμοστα, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν μια τολμηρή σύλληψη κι ένα σχεδιασμό ενός ανήσυχου πνεύματος.
Το θέμα του Θεού ήταν στην πρώτη γραμμή των στοχασμών του. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του: «Το κύριο, σχεδόν μοναδικό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τον θεό».
Η τραγικότητα του παιδαγωγικού φαινομένου
Το Καζαντζακικό έργο δεν είναι πάντα εύκολο στην κατανόηση αλλ’ ενίοτε σκοτεινό και δυσνόητο, όπως εκείνο του Ηράκλειτου του «Σκοτεινού», που δίδαξε πως η φύση αρέσκεται να κρύβεται. Από αυτόν και τον Πλάτωνα, επηρεάστηκε βαθύτατα ο Καζαντζάκης. Τα πνευματικά του δημιουργήματα έχουν βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο, που η επαρκής γνώση του προϋποτίθεται για ένα ελπιδοφόρο εγχείρημα ερμηνευτικής προσέγγισης. Ο στοχασμός του περιέχεται κρυμμένος ακόμα και σε φράσεις, τις οποίες είναι δύσκολο να υποπτευθούν όχι μόνον αδαείς και ανίδεοι αλλά ακόμα και λόγιοι. Η τραγικότητα είναι ουσιαστικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. O Καζαντζάκης παρουσιάζει στο πρόσωπό του την τραγικότητα κάθε παιδαγωγούμενου, κάθε μαθητή, κάθε νέου ατόμου.
Από πολύ νωρίς, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου στην Φράγκικη σχολή της Νάξου, βρέθηκε εγκαταλελειμμένος στο πιο αινιγματικό, μα και πιο καθοριστικό, σταυροδρόμι για τη μετέπειτα διαμόρφωση της πνευματικής του φυσιογνωμίας. Εκεί μετέφρασε ένα αγγλογαλλικό λεξικό έγραψε δηλαδή σε κάθε γαλλική λέξη την αντίστοιχη ελληνική. Για την εργασία αυτή αφιέρωσε πολλούς μήνες και επένδυσε τεράστιο για την παιδική αντοχή του μόχθο. Όταν τελείωσε η παράτολμη αυτή για την ηλικία του προσπάθεια, έτρεξε ολόχαρος να επιδείξει τα αποτελέσματα της δουλειάς του στο διευθυντή του σχολείου του Περ Λωράν, ο οποίος γεμάτος καλοσύνη του είπε:
«Αυτό που έκαμες, Κρητικόπουλο, δείχνει πως μια μέρα θα γίνεις σημαντικός άνθρωπος χαρά σε σένα, που από τόσο μικρός βρήκες το δρόμο σου αυτός είναι ο δρόμος ο δικός σου, η μάθηση έχε την ευκή μου».
Πήγε στη συνέχεια γεμάτος χαρά στον υποδιευθυντή Περ Λελιέβρ και του ’δειξε το κατόρθωμά του. Εκείνος όμως αντέδρασε κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο λέγοντάς του:
Δε ντρέπεσαι, παιδί ’σαι συ ή γέρος; Τι ’ναι αυτά τα γεροντίστικα που κάνεις και χάνεις τον καιρό σου; Αντί να παίζεις, να γελάς, να κοιτάζεις από το παράθυρο τα κορίτσια που περνούνε, εσύ κάθεσαι σα μπαμπόγερος και μεταφράζεις λεξικά! Φύγε, να μη σε βλέπω! Αν ακολουθήσεις το δρόμο αυτόν, ποτέ σου, μάθε το από μένα, ποτέ σου δεν θα προκόψεις θα γίνεις ένας δασκαλάκος, ένας καμπουράκος, με γυαλάκια. Αν είσαι αληθινός Κρητικός, κάψε το αυτό το καταραμένο λεξικό και φέρε μου τη στάχτη. Τότε θα δώσω την ευκή μου. Σκέψου και πράξε – φεύγα».
Ο νεαρός τότε Καζαντζάκης ένιωσε ταυτόχρονα χαρά και λύπη κι ένα βαθύτατο συγκλονισμό ψυχής. Διευθυντής και υποδιευθυντής του σχολείου του ήταν γι’ αυτόν τα ανώτερα πρόσωπα, που χάραζαν αργά αλλά σταθερά το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της ζωής του. Η γνώση, που τόσο αγαπούσε, τον έφερνε από το ψέμα στην αλήθεια και σμίλευε υπομονετικά τη μετέπειτα φωτεινή και γαλήνια προσωπικότητα του. Ήταν οι άνθρωποι που ασκούσαν τεράστια επιρροή στον υπό διαμόρφωση ακόμα ψυχικό και πνευματικό του κόσμο, κατά τους χαλεπούς και πολυτάραχους εκείνους για τη σκλαβωμένη μας πατρίδα καιρούς. Ας ακούσουμε όμως ποια στάση πήρε ο ίδιος στις διαμετρικά αντίθετες αυτές νουθεσίες.
«Έφυγα και τα ’χα σαστίσει ποιος έχει δίκιο, τι να κάμω, ποιος από τους δυο δρόμους είναι ο σωστός; Χρόνια παράδερνα κι όταν βρήκα ποιος είναι ο δρόμος ο σωστός, τα μαλλιά μου είχαν ψαρύνει ανάμεσα στον Περ Λωράν και στον Περ Λελιέβρ πηγαινοερχόταν αναποφάσιστη, σαν τη γαϊδούρα του Μπουριντάν, η ψυχή μου. Κοίταζα το λεξικό, τις ελληνικές λέξεις γραμμένες με κόκκινο μελάνι, με ψιλά ψιλά γραμματάκια στο περιθώριο, θυμόμουν τα λόγια του Περ Λελιέβρ κι η καρδιά μου ράγιζε όχι, όχι, δεν είχα το κουράγιο να το κάψω και να του πάω τη στάχτη. Αργότερα, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν άρχισα πια να καταλαβαίνω, το ’ριξα στην φωτιά μα δε μάζεψα τη στάχτη του, ο Περ Λελιέβρ είχε από καιρό πεθάνει».
Ο Καζαντζάκης με το παράδειγμα αυτό θέλει προφανώς να επισημάνει ότι ο επισφαλής δρόμος της διαπαιδαγώγησης είναι πορεία ολόκληρης ζωής, όπως ορθά επισημαίνεται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από σύγχρονους παιδαγωγούς. Η λήψη της ορθής απόφασης περί του «πρακτέου», σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, είναι κάτι που ταλανίζει αδιάκοπα την προσωπικότητα του νέου και γενικότερα κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ορθότερες ίσως απαντήσεις και λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα της καθημερινής ζωής είναι δυνατές στην ώριμη ηλικία, η οποία διαθέτει το φυσικό προνόμιο να έχει αποκομίσει μακροχρόνια πείρα. Έτσι αποτυπώνεται με το παράδειγμα αυτό η τραγικότητα του μαθητή όχι μόνο μέσα στα τείχη των σχολικών κτιρίων, αλλά κυρίως στο μεγάλο σχολείο της ζωής, κατά τις εναγώνιες μεταφυσικές αναζητήσεις του. Το ότι ήταν αναποφάσιστος καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του, δείχνει πόσο δύσκολες και επισφαλείς είναι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε στη ζωή, πράγμα που απαιτεί μεγάλη υπευθυνότητα και περισυλλογή.
Η απορία και ο αγώνας στο έργο του
Ο Καζαντζάκης ήταν βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, την οποία μεταδίδει εκλαϊκευμένα για ένα γόνιμο και δημιουργικό διάλογο. Δεν έμεινε συνεπώς αναποφάσιστος στα σταυροδρόμια της ζωής του, έστω και αν ενίοτε σε στιγμές αυτοελέγχου και περισυλλογής έπεφτε σε απορία σχετικά με την ορθότητα ή μη των πράξεων και θεωριών του. Η Σωκρατική απορία, ο υπέρτατος αυτός αναβαθμός της γνώσης και η πιο συμπαθής έκφραση της νόησης του ανθρώπου, εκδηλώθηκε εντονότερα, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, την οποία και σφράγισε ανεξίτηλα. Σ’ ένα από τα τελευταία έργα του, την Αναφορά στον Γκρέκο, που είναι μια έκθεση της κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας του, απορεί για το δρόμο που διάλεξε και την ποιότητα των πνευματικών του δημιουργημάτων. Κατά την απορία, μια από τις πιο έντονες στιγμές αυτοελέγχου, ο άνθρωπος αίρεται στο δύσκολο μα και θετικό στάδιο της αυτογνωσίας, θέτει υπό έλεγχο και αυτοκριτική την ίδια του τη γνώση, με αποτέλεσμα να γκρεμίζεται ο αλαζονικός και στείρος εγωισμός. Ο Καζαντζάκης προχωρεί ακόμα ένα βήμα περαιτέρω, με το να παραδίδει τα λόγια (δηλαδή τη σκέψη) και τα έργα του στην κρίση των άλλων. Πάντως, ο ίδιος απόρησε στο τέλος της ζωής του, αφού πρώτα διάλεξε μόνος το δρόμο του, που ήταν ο αγώνας κι ο ανήφορος, δηλαδή η οδός η άγουσα προς το Θεό. Έτσι μόνο μπόρεσε να βρει την ευτυχία του, έστω και αν ήταν εφήμερη και παροδική, όπως λέει: «Όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, αγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην κινούμενη μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε μήτε κι αν φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί πάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση». Επειδή ο αγώνας έχει γι αυτόν ύψιστη σπουδαιότητα, αποδίδει περισσότερη βαρύτητα στη συντροφικότητα παρά στη φιλία. Έτσι θα πει: «Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους». Ο Καζαντζάκης πιστεύει σε μια πάλη ανιδιοτελή και χωρίς τον κρυφό πόθο της αμοιβής, δηλαδή σ’ έναν αγώνα δύσκολο, που είναι πηγαίο απαύγασμα της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι θα διαλαλήσει ότι η αξία του ανθρώπου έγκειται στο να εργάζεται και να μάχεται κανείς χωρίς αμοιβή:
«Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια και αντρεία».
Το θεωρητικό υπόβαθρο των στοχασμών του
Αν η αποτίμηση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη έχει κάποια σημασία, αυτή δεν αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν και κυρίως το μέλλον, γιατί από το παρελθόν αντλούμε μόνο όσα μας χρειάζονται για την καλύτερη αντιμετώπιση του παρόντος και την ανοικοδόμηση του μέλλοντος. Δεν καταγράφονται και δεν αξιολογούνται όλες οι πράξεις του ανθρώπου ως ιστορικές, παρά μόνον όσες έχουν ιδιαίτερη σημασία κάτω από συγκεκριμένη σκοπιά. Από τις παρωχημένες εποχές χρησιμοποιούμε όσα γεγονότα είναι επίκαιρα, ώστε να προσφέρουν κάποια βοήθεια για μια βαθύτερη, δηλαδή ουσιαστικότερη αντίληψη της πραγματικότητας και έναν ασφαλέστερο προσανατολισμό στον κόσμο. Οι επερχόμενες γενιές –βασισμένες στην παράδοση– θα οικοδομήσουν τη μέλλουσα κοινωνία με νέους θεσμούς και αξίες. Η νεολαία διακατέχεται από μια ορμητική και εναγώνια αναζήτηση ιδανικών, εμφορείται από φιλοδοξία για ανεύρεση και σταθεροποίηση της τροχιάς που διαγράφει η ζωή της, καθώς και από έντονο πόθο για αλήθεια και δικαιοσύνη καταβάλλει δε απεγνωσμένες προσπάθειες για μια ομαλή και πετυχημένη ένταξή της στο κοινωνικό σύνολο.
Αρκετοί νέοι και νέες είναι φυσικό να θέλουν να αντλήσουν διδάγματα από τη σκέψη και τη ζωή του πατριώτη μας στοχαστή. Δεν μπορεί όμως να τους δώσει το μίτο της Αριάδνης, για να ξεφύγουν από τα δύσκολα και περίπλοκα μονοπάτια της προσωπικής τους ζωής και να οδηγηθούν με ασφάλεια στην αλήθεια και το φως. Αλλά ακόμα και αν τους τον έδινε, δεν θα είχαν να ωφεληθούν πολλά, επειδή πίστευε ότι αυτό έχει νόημα, μόνο αν ο καθένας προσπαθεί μόνος του να βρει το δρόμο της ζωής του, που δεν χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ανθόσπαρτος ο δικός του πάντως ήταν ανηφορικός και «κακοτράχαλος». Το αίτημα αυτό του Καζαντζάκη δε στερείται βέβαια θεωρητικής θεμελίωσης, η οποία όμως ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας ομιλίας. Θα προσπαθήσω ωστόσο να σκιαγραφήσω με συντομία τον προβληματισμό αυτόν.
Γενική σχεδόν είναι η πεποίθηση, ότι αιώνιες και απόλυτες αλήθειες –αν τελικά υπάρχουν– είναι ελάχιστες και κοινότοπες: Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αξίες δεν είχαν και δεν μπορούν να έχουν διαχρονική και καθολική ισχύ για την ανθρωπότητα. Η αλήθεια δεν είναι οριστική και τελειωτική αλλά προσεγγιστική, επειδή η γνώση μας είναι περιορισμένη λόγω της πεπερασμένης φύσης του ανθρώπινου νου. Η γνώση, που είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνική διαδικασία, προϋποθέτει ένα ερμηνευτικό κύκλο από το υποκείμενο στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση λάθους ο κύκλος μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον. Συνεπώς οι γνώσεις μας παραμένουν κατ’ ανάγκη ατελείς, επειδή δεν είναι δυνατόν σε πεπερασμένο χρόνο να επαναληφθεί άπειρες φορές ο κύκλος. Η θέση αυτή είναι πλατωνική, αφού η αλήθεια μόλις και μετά βίας μπορεί να προσεγγισθεί. Τα λόγια είναι αδύναμα να εκφράσουν τα νοήματά μας. Ποιος όμως εξασφαλίζει τη σύγκλιση απόψεων προς το ορθό σημείο προσέγγισης της αλήθειας; Κανείς με σιγουριά. Γι’ αυτό το βασικό ερώτημα σε μια επιστημονική ή φιλοσοφική θεωρία δεν είναι τόσο αν φαίνεται αληθής ή ψευδής, αλλά πού βρίσκεται η αλήθεια και το ψεύδος και σε ποιο βαθμό είναι ακριβής. Η τυπική λογική συλλαμβάνει δυστυχώς μέρος μόνο της δομής της πραγματικότητας, ενώ το όλο παραμένει ασύλληπτο. Δεν μπορούμε να αναχθούμε σε μια θεωρία, χωρίς να ξεκινήσουμε από ένα ορισμένο σημείο ή τομέα της πραγματικότητας. Η επιλογή αυτή αποτελεί αναγκαίο στοιχείο μιας επιστημονικής μελέτης. Επομένως, επειδή η σύλληψη της πραγματικότητας είναι αποσπασματική και υπεισέρχεται σ’ ένα βαθμό ο παράγοντας του τυχαίου, είναι εύλογο να διαπράττονται σφάλματα και να αναφύονται αντιφάσεις στη ζωή.
Κατά τη γνωστική διαδικασία μαθαίνουμε μόνο ή κυρίως από τα σφάλματά μας. Ο Νίτσε μάλιστα είχε διατυπώσει την άποψη, ότι από λάθος δρόμους οδηγούμαστε στην αλήθεια. Ο μόνος τρόπος να τ’ αποφύγουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα, πράγμα που είναι ακόμα μεγαλύτερο ατόπημα. Οι νέοι λοιπόν θα μάθουν κι αυτοί από τα ίδια τους τα σφάλματα. Μόνοι θα προσπαθήσουν να βρουν το δρόμο της ζωής τους, αρκεί να αναγνωρίζουν τα αστοχήματά τους –αν βέβαια υπάρχουν– και να επιμένουν να τα διορθώσουν. Με ποιο τρόπο όμως θα γίνει ο εντοπισμός και η επανόρθωση του ημαρτημένου; Πώς μπορώ να ξέρω ποιο είναι το σωστό; Δεν είναι του παρόντος να επιχειρήσω να απαντήσω στο καίριο αυτό ερώτημα. Ας θεωρηθεί όμως αρκετή έστω η απλή επισήμανση του προβληματισμού. Ο Καζαντζάκης πάντως, ακολουθώντας τη λαϊκή σοφία των Κρητικών, που λέει: «Όπου αστοχήσεις γύρισε, κι όπου πετύχεις, φύγε!» φαίνεται ότι όχι μόνο αναγνωρίζει τα παραπτώματά του, αλλά και καταβάλλει κάθε προσπάθεια –στα όρια βέβαια του εφικτού– για τη διόρθωσή τους. Έτσι θα πει:
«Αν αστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο αν πέτυχα, θ’ ανοίξω τη γη, να ’ρθώ να ξαπλώσω στο πλάι σου».
Αυτή είναι ίσως μια έγκυρη συμβουλή, που αφήνει ως ιερή παρακαταθήκη όχι μόνο στους νέους της Κρήτης, την οποία τόσο αγάπησε, αλλά και όλου του κόσμου για πολλούς ακόμα αιώνες. Αφήνει επίσης μια αγάπη ανιδιοτελή, θερμή, πλουσιοπάροχη. Η αγάπη έχει ίσως πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά ο αγώνας της ζωής.
Το μήνυμα του Καζαντζάκη είναι κήρυγμα αγάπης και συναδέλφωσης των λαών
Με τη διατύπωση αυτήν τίθεται τέλος το ερώτημα, αν από το πλήθος και το βάθος των στοχασμών του μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα για το κύριο μήνυμα που εκπέμπεται από το συνολικό του έργο. Αν θα έλεγε κανείς ότι η πεμπτουσία των διαλογισμών του και το βασικό μήνυμα για τις μέλλουσες γενιές σε όλη την ανθρωπότητα είναι μια έκκληση για αγάπη, δεν θα απείχε –κατά την ταπεινή μου τουλάχιστον γνώση– πολύ από την αλήθεια. Πρόκειται για το «Αγαπάτε αλλήλους», ένα κήρυγμα βαθύτατα χριστιανικό, το οποίο μάλιστα εναρμονίζεται πλήρως με την αρχαία ελληνική παράδοση. Γνωστή είναι η περίφημη φράση της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Ο_τε συνέχθειν λλά συμφιλε ν φυν», «δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
Πώς προκύπτει όμως η ιδέα της αγάπης από το έργο του; Εκτός από τις πολυάριθμες αναφορές στην αξία και το μεγαλείο της αγάπης μνημονεύει με αξιολογική μάλλον σειρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους προγενέστερούς του. Ομολογεί λοιπόν ότι από τον Αλέξη Ζορμπά έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο.
Ο ίδιος δηλώνει ότι σημαντική επίδραση άσκησαν επάνω του τα ταξίδια και τα ονείρατα, καθώς και ο Όμηρος, ο Βούδας, ο Νίτσε, ο Μπερξόν και ο Ζορμπάς. Επεξηγεί δε στην συνέχεια σε τι τον βοήθησε ο καθένας απ’ αυτούς, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα και τις συνιστώσες της πνευματικής του φυσιογνωμίας και προσφοράς. Λέει λοιπόν:
«Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ηλίου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι, όπου πνίγεται και ημερώνεται ο κόσμος ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».
Δεν είναι όμως δυνατόν ν’ αγαπά κανείς τη ζωή, χωρίς ν’ αγαπά τους ανθρώπους, επειδή ως εκ φύσεως κοινωνικό και πολιτικό ον δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, με την οποία και συναλλάσσεται σχεδόν καθημερινά. Θεωρεί δε αδύνατη την ανύψωση του ανθρώπου χωρίς την αγάπη. Λέγει μάλιστα ρητά: «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ». Αυτό νομίζω πως είναι το ύψιστο δίδαγμα και η μέγιστη πνευματική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές. Η μορφή της αγάπης και της θυσίας χαρακτηρίζεται από τον Καζαντζάκη τρισεύγενη (Αναφορά στον Γκρέκο). Η πεμπτουσία λοιπόν των στοχασμών και επιθυμιών του είναι ένα κήρυγμα αγάπης και συγκατάβασης, έννοιες βαθύτατα χριστιανικές και κατ’ επέκταση θρησκευτικές.
Η πορεία και οι άξονες των προβληματισμών του
Ο Καζαντζάκης, ο πολυπλάνητος αυτός σταυροφόρος της δημοκρατίας και ακαταπόνητος κυνηγός της αλήθειας, προσπαθούσε από την τρυφερή παιδική ηλικία έως την προχωρημένη ωριμότητά του– να πλησιάσει το απρόσιτο και να συμφιλιωθεί με την ιδέα, πως η φυσική απόληξη της ζωής είναι ο θάνατος. Προσπαθούσε να είναι αισιόδοξος παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, που φέρει η καταθλιπτική σκέψη της αφόρητα πικρής γεύσης της αποτυχίας. Ο ίδιος πολλές φορές δοκίμασε τη ζωογόνο χαρά της δημιουργίας και προσπάθησε να αποφύγει το φοβερό αδυσώπητο διχασμό της προσωπικότητας, που πολύ εύστοχα αποτύπωσαν ο Απόστολος Παύλος και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Και οι δύο βλέπουν και επιδοκιμάζουν τα καλύτερα, ακολουθούν όμως τα χειρότερα. Η ιδέα αυτή αντικατοπτρίζει τη συνεχή πάλη του ανθρώπου με το κακό.
Σ’ όλα τα στάδια της πολυκύμαντης πορείας του ρηξικέλευθου, καινοτόμου και φιλοπρόοδου πνεύματος του δέσποζε ο αγώνας, που έκφραση του ήταν το χτίσιμο και το γκρέμισμα, η πλημμυρίδα κι η παλίρροια. Αυτός ήταν ο άξονας των στοχασμών, η δε αγάπη έδινε περιεχόμενο και νόημα στην εφήμερη ύπαρξή του. Ήξερε επίσης καλά πως ο εξαναγκασμός δεν είναι το ανώτερο σύμβολο ούτε η ασφαλέστερη εγγύηση της προόδου και της υπεροχής αλλ’ η πειθώ και ο λόγος. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ο έντονος παλμός και ο πλατύς ορίζοντας του στοχασμού του, ο οποίος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια των μεταρσιώσεων και θεωρητικών συλλήψεων, η τολμηρή φαντασία, η διεισδυτική οξυδέρκεια, ο δυναμικός οραματισμός και το θελκτικό ύφος του λόγου. Στο κείμενό του ενυπάρχει πλήθος εκφραστικών μέσων, τα οποία καθιστούν πλουσιότερο το εννοιολογικό περιεχόμενο της γλώσσας μας. Γλώσσα και σκέψη δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Φάνηκε, νομίζω, καθαρά πως η προβολή της πνευματικής φυσιογνωμίας του Νίκου Καζαντζάκη είναι θέμα δύσκολο, εδώ προσπάθησα να παρουσιάσω μια μικρή μόνο πτυχή της, έχοντας βέβαια επίγνωση των αδυναμιών και ατελειών, που εμπεριέχονται σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η προσωπικότητα κάθε στοχαστή δεν είναι ευδιάκριτη σ’ όλες τις φάσεις και τις εκδηλώσεις της αλλ’ ούτε και αναλλοίωτη, αφού συνεχώς ανασχηματίζεται και αναμορφώνεται κατά τη διάρκεια της γεμάτης κίνηση σωματικής και πνευματικής υπόστασης. Πάντως, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό προγονοπληξία, θα μπορούσε ίσως να λεχτεί ότι η μεγάλη και. Δυνατή ευκρασία της πνευματικής παρουσίας του Έλληνα στοχαστή είναι ανεκτίμητη κληρονομιά, που βαραίνει τους ώμους και μας επισκιάζει, όπως και παρόμοιες μορφές του λαμπρού ελληνικού παρελθόντος.
Έτσι θα μας συνοδεύει πάντα η αδύνατη ηχώ μιας μακρινής φωνής που χάνεται σιγά σιγά και γίνεται ακατάληπτη στα βάθη των αιώνων, μα που επιτρέπεται νομίζω να ελπίζουμε πως δε θα σβήσει ποτέ, αλλά θα συνεχίσει να εκπέμπει ακόμα κάποιες αμυδρές αχτίδες φωτός .
Του Γιώργου Κουμάκη
Το κείμενο αυτό δόθηκε ως διάλεξη στο Ηράκλειο Κρήτης στις 6 Οκτωβρίου 2004
* O Γιώργος X. Kουμάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com