Η ανακάλυψη του λέοντα της Αμφίπολης από Έλληνες στρατιώτες και η απόπειρα αρχαιοκαπηλίας από Βρετανούς
Ο Λέων της Αμφίπολης θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία του 4ου αιώνα π.Χ και αποτελεί για περισσότερα από 70 χρόνια, σήμα κατατεθέν της Αμφίπολης. Στις μέρες μας το ενδιαφέρον του κόσμου είναι στραμμένο στον τάφο του λόφου Καστά, ωστόσο όσο προχωρούν οι ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι εμφανίζονται όλο και πιο σίγουροι για το ότι τα δύο μνημεία έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους.
Η ανακάλυψη του λέοντα από Έλληνες στρατιώτες και η απόπειρα αρχαιοκαπηλίας από Βρετανούς
Το λιοντάρι, που σήμερα βρίσκεται δίπλα στην παλιά γέφυρα του Στρυμόνα στην επαρχιακή οδό Αμφίπολης- Σερραϊκής ακτής, δεν ήταν ανέκαθεν ενιαίο γλυπτό, αλλά αποτελούταν από ξεχωριστά κομμάτια. Την ύπαρξη αρχαίων ερειπίων στην παραποτάμια περιοχή του Στρυμόνα ανέφεραν για πρώτη φορά στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, Έλληνες στρατιώτες της 7ης μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού πολέμου.
Οι στρατιώτες, είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή και εντόπισαν κάποια μάρμαρα, που σύμφωνα με τις μετέπειτα έρευνες των ειδικών, αποτελούσαν τμήματα της βάσης του Λέοντα. Η Υπηρεσία έστειλε τους αρχαιολόγους Γ. Οικονόμου και Α. Ορλάνδο για να αξιολογήσουν τα ευρήματα, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να κάνουν αναλυτική έρευνα γιατί τους πρόλαβε ο πόλεμος. Τέσσερα χρόνια μετά και ενώ ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, Βρετανοί αξιωματικοί ενός εκστρατευτικού σώματος, βρήκαν τμήματα του ίδιου του λιονταριού στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα.
Οι Βρετανοί, άξιοι συνεχιστές του «ελγίνειου πνεύματος», προσπάθησαν να μεταφέρουν τα μαρμάρινα κομμάτια στην ακτή για να τα φυγαδεύσουν στη χώρα τους, αλλά δεν τα κατάφεραν γιατί δέχτηκαν επίθεση από τους Βούλγαρους και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άμεσα την περιοχή. Τα τμήματα του λέοντα παρέμειναν διάσπαρτα στις όχθες του ποταμού μέχρι το 1930, οπότε άρχισαν να τα μελετούν δύο μέλη της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής Αθηνών. Οι P. Collart και P. Devampez
είχαν κληθεί από τους υπαλλήλους της εταιρίας Ούλεν, η οποία έκανε τότε αποστραγγιστικά έργα στην περιοχή.
Η αναστήλωση και τα λάθη της ανακατασκευής
Το γύψινο ομοίωμα του λέοντα που έφτιαξε ο Παναγιωτάκης, που εικονίζεται με το άσπρο σακάκι, για την ανακατασκευή του πρωτότυπου αγάλματος Το 1936 οι ανασκαφές στην Αμφίπολη ήταν ήδη σε εξέλιξη. Ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, Λίνκολν Μακβή, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μνημείο και φρόντισε να στείλει εκπροσώπους της Αμερικανικής Σχολής αρχαιολογικών μελετών, οι οποίοι έπρεπε να συνεργαστούν με τους Γάλλους συναδέλφους τους, που εργάζονταν ήδη στην περιοχή.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν και άλλα κομμάτια του γλυπτού. Την τελική ανασυναρμολόγηση του Λέοντα ανέλαβε ο Έλληνας γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης, ο οποίος για την εξυπηρέτηση των εργασιών, κατασκεύασε αρχικά ένα ακριβές γύψινο αντίγραφο σε πραγματικό μέγεθος. Η ομάδα του Παναγιωτάκη είχε στη διάθεσή της μόνο εννέα συνεχόμενα κομμάτια του γλυπτού.
Έτσι, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τσιμέντο για να συμπληρώσουν όσα έλειπαν. Κατά την ανασυναρμολόγηση έγιναν τρία λάθη. Οι τεχνίτες δεν κατάλαβαν ότι έλειπε μια στενή λωρίδα από το λαιμό του λιονταριού με αποτέλεσμα η ένωση του κεφαλιού με το λαιμό να είναι λίγο «χοντροκομμένη». Το δεύτερο λάθος ήταν ότι συμπέραναν πως τα μάτια του λιονταριού ήταν μαρμάρινα και τα «γέμισαν» με τσιμέντο, ενώ το αρχικό γλυπτό είχε μέταλλο ή πέτρα άλλου χρώματος.
Το σημαντικότερο «λάθος» της ανακατασκευής είναι η τοποθέτηση του λιονταριού στο σημείο όπου είχε βρεθεί αρχικά ένα κομμάτι της βάσης του. Οι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι ο λέων της Αμφίπολης κατά την αρχαιότητα, ήταν τοποθετημένος στην κορυφή του λόφου Καστά.
Η σύνδεση του λέοντα με τον τύμβο
Η Προϊσταμένη της ΚΗ’ Εφορίας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και επικεφαλής των σημερινών ανασκαφών στην Αμφίπολη, Κατερίνα Περιστέρη ανέφερε για τη σχέση του λέοντα με τον τύμβο:
«Ο Τύμβος Καστά Αμφίπολης και το μνημείο του Λέοντος είναι δύο μνημεία που συνομιλούν μεταξύ τους συνδυάζοντας συγκρίσιμα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και η χρονολόγησή τους ανήκει στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα. Οι λατύπες (θραύσματα από επεξεργασία μαρμάρου) που βρέθηκαν γύρω από το ταφικό σήμα στην κορυφή του τύμβου Καστά, δηλώνουν την ύπαρξη μεγάλου μαρμάρινου μνημείου, που δεν είναι άλλο από το Λέοντα και την βάση του».
Η κυρία Περιστέρη έχει πραγματοποιήσει έρευνα στο παρελθόν μαζί με τον συνεργάτη της Μιχάλη Λεφαντζή, σύμφωνα με την οποία το λιοντάρι ήταν στον περίβολο του τάφου, ο οποίος κατά τη ρωμαϊκή εποχή είχε καταστραφεί με αποτέλεσμα πολλά μαρμάρινα κομμάτια να μετακινηθούν από εκεί. Αν όντως τα δύο μνημεία συνδέονται, τότε η αφορμή με την οποία στήθηκε το γλυπτό ή προς τιμήν ποιού στήθηκε, θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις για τον ένοικο του τάφου. Σύμφωνα με άλλους επιστήμονες, ο Λέων της Αμφίπολης κατασκευάστηκε για άλλους λόγους και όχι σαν ταφικό σύμβολο.
Ο καθηγητής Αρβανιτόπουλος αναφέρει ότι το λιοντάρι στήθηκε από τον Άγνωνα μετά από υπόδειξη του Περικλή για να τιμήσουν τους 10.000 νεκρούς, που σκοτώθηκαν στη μάχη του Δραβίσκου (περιοχή των Σερρών). Σύμφωνα με άλλη θεωρία του Δημήτρη Λαζαρίδη, το γλυπτό στήθηκε προς τιμήν του Λαομέδοντα που ήταν τριήραρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και καταγόταν από τη Λέσβο.
Έχουν ακουστεί και άλλα ονόματα ναυάρχων και στρατηγών του Μ. Αλεξάνδρου για τους οποίους υπάρχει περίπτωση να στήθηκε το λιοντάρι, όπως ο Νέαρχος, ο Ανδροσθένης και ο Νέαρχος. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία το λιοντάρι της Αμφίπολης δεν έχει γλώσσα, ακριβώς για να μην μπορεί να «μιλήσει» και να προδώσει σε ποιον ανήκει ο τάφος.
Στο βίντεο που ακολουθεί ο Παύλος Γαβριηλίδης έχει κάνει ένα όμορφο βίντεο, με φωτογραφίες από την ανασκαφή και την αναδημιουργία του Λέοντος .
- Προηγούμενο Σαν σήμερα – 47 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα
- Επόμενο Τατόι: Τα απομεινάρια ενός παλατιού