Βάλε το λύκο να σου φυλάει τα πρόβατα…
Ήταν χαριτωμένη η Σουσάννα. Συνειδητά προσπαθούσε να αρέσει στο Θεό και στον άνδρα της. Και γι΄αυτό τη θαύμαζαν ιδιαίτερα οι ομοεθνείς της, οι οποίοι μαζί τους αυτόν τον καιρό ήταν εξόριστοι στη Βαβυλώνα.
Ήταν επί πλέον πάρα πολύ όμορφη.
Οι γονείς της από μικρή της είχαν καλλιεργήσει την αρετή και την είχαν γαλουχήσει με θεοσέβεια, πράγμα που χαρακτήριζε και τους ίδιους.
Έτσι τώρα την καμάρωναν δίπλα στον επίσης υπέροχο άνδρα της, τον Ιωακείμ, τον οποίο επισκέπτονταν πολλοί Ιουδαίοι, για να τον συμβουλευτούν, γιατί τον εκτιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλον, όπως πληροφορούμαστε για όλα αυτά από το προοίμιο του προφητικού βιβλίου της Π.Διαθήκης ”Δανιήλ”.
Ήταν δε εξαιρετικά πλούσιος. Το σπίτι του, απ΄ό,τι μπορούμε να συμπεράνουμε, ήταν άνετο και είχε και κήπο, όπου το μεσημέρι, όταν έφευγε ο κόσμος, ερχόταν η Σουσάννα κι έκανε τον περίπατό της.
Το χρόνο αυτό αναδείχτηκαν από το λαό δύο πρεσβύτεροι ως δικαστές, οι οποίοι όμως, όπως λέει η Γραφή, ”πολύ απείχαν από το να κυβερνούν σωστά”.
Σύχναζαν ωστόσο κι αυτοί στο σπίτι του Ιωακείμ και εκεί έλυναν τις διαφορές όσων κατέφυγαν σ΄αυτούς.
Οι δύο πρεσβύτεροι παρατηρούσαν τη Σουσάννα κάθε μέρα που πήγαινε και περπατούσε και καταλαμβάνονταν από φλογερή επιθυμία γι΄αυτήν. Και οι δυο ήταν κυριευμένοι από το ίδιο πάθος, χωρίς όμως να το συζητούν μεταξύ τους, γιατί ντρέπονταν που ”ήθελαν να πλαγιάσουν μαζί της”, κατά τη Γραφή.
Ένα μεσημέρι, ενώ πήραν το δρόμο ο καθένας για το σπίτι του, σε λίγο γύρισαν και οι δυο πίσω και συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο, στον κήπο του Ιωακείμ.
Πώς ήταν διαμορφωμένος ο χώρος δε γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά αφού εκμυστηρεύτηκαν ο ένας στον άλλο την επιθυμία του, συμφώνησαν να ξεμοναχιάσουν από κοινού εκεί μια μέρα τη Σουσάννα.
Κι η μέρα αυτή ήρθε.
Έκανε πολλή ζέστη κι η Σουσάννα πήγε στον κήπο να κάνει μπάνιο.
Οι πρεσβύτεροι είχαν βρει μέρος μέσα στον κήπο, όπου κρύφτηκαν και την αποθαύμαζαν.
Όταν οι δούλες είχαν φύγει από τον κήπο, οι δύο πρεσβύτεροι έτρεξαν κοντά της και την υποχρέωναν να αμαρτήσει μαζί τους με τον εκβιασμό πως, αν δε δεχτεί, θα τη συκοφαντούσαν ότι τη συνέλαβαν να ασχημονεί με έναν νεαρό.
Η Σουσάννα ταράχτηκε. Η μοιχεία που της πρότειναν από τη μια και ο θάνατος που την περίμενε από την άλλη, όπως κι αν αντιδρούσε, ζυγίστηκαν μέσα της αστραπιαία και ύστερα από λίγο, προσπαθώντας να αυτοκυριαρχήσει, απάντησε σταθερά:.” καλύτερα να μην υποκύψω κι ας πέσω στα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω στον Κύριο” .
Έβαλε ξαφνικά τις φωνές, αλλά και οι πρεσβύτεροι το ίδιο.
Άνοιξαν τις πόρτες του κήπου και μπήκαν μέσα οι υπηρέτες.
Λυπήθηκαν πολύ για τη Σουσάννα, που ως εκείνη την ώρα τη θαύμαζαν.
Την άλλη μέρα, όταν συγκεντρώθηκε κόσμος στο σπίτι του Ιωακείμ, μαζί και οι γονείς της και τα παιδιά της, που συγκλονισμένοι έκλαιγαν, οι δικαστές άρχισαν να υποστηρίζουν ότι, όταν ήταν στον κήπο, την πλησίασε κάποιος νεαρός, που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν κάπου εκεί κρυμμένος και συνευρέθηκαν.
Είπαν επί πλέον ότι αυτοί ήταν στη γωνιά του κήπου, είδαν την παρανομία, αλλά τους ξέφυγε ο νεαρός, γιατί ήταν πιο δυνατός κι έπιασαν τη Σουσάννα, που δεν ήθελε να τους αποκαλύψει ποιος ήταν.
Η σύναξη τους πίστεψε, επειδή ήταν πρεσβύτεροι και δικαστές, και την καταδίκασαν σε θάνατο.
Τότε η Σουσάννα κλαίγοντας προσευχήθηκε με εμπιστοσύνη στο Θεό: ” Αιώνιε Θεέ, εσύ που είσαι γνώστης των πάντων, ξέρεις καλά ότι αυτοί οι πρεσβύτεροι μαρτύρησαν ψέματα εναντίον μου. Να όμως που τώρα πρέπει να πεθάνω, χωρίς να έχω κάνει τίποτε από όσα αυτοί μηχανεύτηκαν εναντίον μου ”.
Η Γραφή στη συνέχεια της αφήγησης σημειώνει ότι ο Κύριος άκουσε τη Σουσάννα, που ζήτησε τη βοήθειά Του, κι ενώ την οδηγούσαν στο θάνατο, ξεσήκωσε το πνεύμα ενός νέου, του Δανιήλ, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε, γιατί καταδίκασαν σε θάνατο μια Ισραηλίτισσα χωρίς να γίνει ανάκριση και δήλωσε πως οι δικαστές είπαν ψέματα.
Τότε οι άλλοι πρεσβύτεροι του ανέθεσαν να ερευνήσει την υπόθεση και να κάνει ο ίδιος την ανάκριση, γιατί αναγνώρισαν ότι κάτι του αποκάλυψε ο Θεός.
Πράγματι ο Δανιήλ ανέκρινε χωριστά τους κατήγορους και είδε ότι έπεσαν σε αντίφαση, αποδεικνύοντας έτσι ότι έλεγαν ψέματα.
Μ΄αυτό τον τρόπο δικαιώθηκε η Σουσάννα και όλη η σύναξη αλάλαξε και δόξασε το Θεό, που σώζει όσους ελπίζουν σ΄Αυτόν.
Έπειτα αντί για τη Σουσάννα, σύμφωνα με το νόμο του Μω’υ’σή, εκτελέστηκαν οι δύο πρεσβύτεροι.
Οι γονείς της δόξασαν το Θεό για την κόρη τους μαζί με τον άντρα της Ιωακείμ, που είχε σίγουρα συντριβεί από την υποτιθέμενη πράξη και την απόφαση, καθώς και μ΄όλους τους συγγενείς, γιατί δε βρέθηκε ένοχη για καμιά αισχρή πράξη.
Καταφανές νομίζουμε μ΄αυτή την ιστορία είναι ότι ακόλαστοι φίλοι ως επισκέπτες συχνοί στο σπίτι μας, μπορούν να γίνουν η καταστροφή μας.
Άλλωστε πόσο συνηγορεί η καθημερινότητα σ΄αυτό το δείχνουν τα δελτία ειδήσεων.
Αλλά και πέρα από το σπίτι μας, στη δουλειά μας. Εκεί συνάδελφοι και προ’ι’στάμενοι, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική αδυναμία των υπαλλήλων τους, τους παρενοχλούν αμαρτωλά και τους εκβιάζουν.
Συχνό και καθημερινό φαινόμενο.
Εδώ ας μιμούμαστε τη Σουσάννα. Καλύτερα αναμάρτητοι απέναντι στο Θεό, παρά να υποκύπτουμε στις ενστικτώδεις ορέξεις τους. Και ο Θεός στον κατάλληλο χρόνο θα μας δικαιώσει.
Επίσης διαφαίνεται και το ότι η πωρωμένη συνείδηση κάνει τους ανθρώπους αδίστακτους. Αλλά και η σαρκική επιθυμία, όταν δεν την ελέγχουμε, τυφλώνει το νου και φιμώνει τη συνείδηση, κάτι που στις μέρες μας κυριαρχεί.
Δεν είναι ανάξιο λόγου και το άλλο, ότι η συκοφαντία και η δυσφήμηση είναι από τις πιο σκληρές δοκιμασίες, απ΄τις οποίες πέρασε και ο Κύριός μας και πολλοί άγιοι, αλλά η χάρη του Θεού με φωτισμένους ανθρώπους και με το χρόνο αποκαλύπτει την αλήθεια.
Αυτό βέβαια το επιτρέπει κιόλας για τον εξαγιασμό αυτού που υφίσταται την αδικία αυτή.
Αλλά και πόσο αναπόφευκτη αργά ή γρήγορα είναι η τιμωρία όσων παρανομούν έναντι του Θεού και των ανθρώπων και ιδιαίτερα αυτών που ο Θεός και ο λαός τους εμπιστεύτηκε μια υπεύθυνη εξουσία κι αυτοί οργιάζουν, αδικούν και ασχημονούν.
”Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ΄ορά”, όσο κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε.
Κυριαρχεί νομίζουμε και το μήνυμα ότι, όταν αγωνιζόμαστε και ευθυγραμμίζουμε τη ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, η συνείδησή μας έχει παρρησία ενώπιόν Του και η προσευχή μας δε χρειάζεται χρόνο για να εισακουστεί απ΄Αυτόν.
Φτάνει να του εμπιστευθούμε το πρόβλημά μας και να κραυγάζει η αθωότητά μας.
Και ας κλείσουμε με μια ρήση της Σοφίας Σειράχ ( βιβλίο κι αυτό της Π.Διαθήκης ): ”Να φοβάσαι φτωχό περήφανο, πλούσιο ψεύτη και γέροντα μοιχό ”, όταν μάλιστα ο τελευταίος συμβαίνει να χαίρει και της εκτίμησής μας.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός