ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ
ΔΕΗ
ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ
SPONSORS
ΔΑΜ

Ακούστε εδώ Ράδιο Γρεβενά – 101.5

POTIKA MYRTO
ΚΑΡΑΛΗΣ

Grevenamedia @facebook

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
SportsBase
ΥΓΡΑΕΡΙΟ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κατηγορίες

ΤΑΞΙ
ΓΡΙΔΑΣ
SPONSORS
Ζιώγας

Στιγμιότυπα από την Κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό μετά το 1940…

( Όπως μας τα διηγούνται :α. Η εγγονή )
Πείνα φοβερή. Κατοχή. Η οικογένειά του παππού μου πολυμελής. Δέκα στόματα περίμεναν να τους φέρει να φάνε.
Για φαγητό δε γινόταν καν λόγος. Αλλά και το ψωμί από σιτάρι ή έστω από καλαμπόκι ήταν περιζήτητο.
Τις περισσότερες φορές πολλές οικογένειες άλεθαν βελανίδια, τα έψηναν και τα έτρωγαν. Ή ένιωθαν τυχεροί, όταν έβρισκαν βολβούς από λουλούδια –γλυκοπατάτες όπως τις έλεγαν –, τις έβραζαν με καμιά ελιά μέσα και τις έτρωγαν.

Άλλες φορές πάλι έβρισκαν κότες ψόφιες κανενός γείτονα, τις ξεπουπούλιαζαν, τις έβραζαν και τις θεωρούσαν σπουδαίο βρετίκι.
Ή πήγαιναν στο διπλανό λόφο και μαζί με τα ξύλα για φωτιά μάζευαν και χόρτα.

Η δουλειά του παππού βοήθησε να μη φτάσει σε τέτοια κατάντια η οικογένειά του. Δούλευε ως υποαπασχολούμενος, όπως λέμε σήμερα, σ΄ένα νερόμυλο στα Γρεβενά.
Έμεινε ωστόσο πολλές φορές και η δική του οικογένεια και μέρες νηστική.
Ο πάππος φρόντιζε να μαζεύει το αλεύρι που πετούσαν οι μυλόπετρες και το έφερνε στη γιαγιά, που το έκανε μικρές πιτούλες, τις έψηνε στη χόβολη και μας τις μοίραζε. Ή από τα ζυμάρια που κολλούσαν στα χέρια της έφτιαχνε με νερό ένα άσπρο υγρό και το πίναμε αντί για γάλα.

Ενίοτε δε με αυτά η γιαγιά τάιζε και του γείτονα τα παιδιά. Και όποιου τα έβλεπε χλωμά ή άρρωστα.
Εμείς έτσι δεν χορταίναμε ποτέ.

Κάποτε, γυρίζοντας ο παππούς από την πόλη στο χωριό, ηλιοβασίλεμα, έκανε μια στάση έξω από το κοντινό χωριό, για να πάρει μια ανάσα. Να ξεκουραστεί.
Επέστρεφε στο χωριό του αυτό και ένας φίλος του.
Χαιρέτησε τον πάππο απελπισμένος.
–Γεια σου Θύμιο…
–Τι σου συμβαίνει, βρε Μήτσιο;
–Ας τα, Θύμιο, έχουν τα παιδιά δυο μέρες να βάλουν μπουκιά στο στόμα και δεν ξέρω τι να κάνω…έχω και τη μικρή αρρωστιάρα και φοβούμαι μην πάθω και το χειρότερο…Έντεκα άτομα στο σπίτι…Καλά εμείς, αλλά τα παιδιά…

Κι ο παππούς, μια σεβάσμια και αρχοντική ψυχή, συγκινήθηκε. Έβγαλε το σακουλάκι με το λίγο αλεύρι, που το προόριζε για τη δική του οικογένεια και του το έδωσε.
–Πάρ΄το, Μήτσιο. Εσείς δυο μέρες να φάτε…Εμείς κοντεύουμε μόνο μία…έχεις περισσότερη ανάγκη εσύ…πάρ΄το. Και άντε στο καλό. Για σήμερα αυτό και για αύριο έχει ο Θεός…
Κι έκανε το σταυρό του. ” Θεέ μου μη με χάσεις και μένα”.

Την άλλη μέρα κάποια έκπληξη περίμενε τον πάππο. Όλως παραδόξως και εντελώς ανεπάντεχα τον καλεί το αφεντικό και τον ορίζει επιστάτη του μύλου του. Σχεδόν συνεταίρο…

Ήταν συμπτωματικό ; ή μήπως η πρόνοια του Θεού, ο οποίος με άγρυπνο μάτι παρακολουθεί τα πάντα;…

————————————————————————————————————————————————————————————————-
(β.Η γιαγιά )
Ήταν μια μέρα, που δε θέλου να τ΄θυμούμι…να μη φτάσ΄.αλλ΄ τέτιοα μέρα στα πιδιά κι τα εγγόνια μ΄.
Είχε ακουστεί ότι οι συμμουρίτες σκότωναν όσ΄ ήταν λίγο παραπάν΄απ΄τς άλλ΄. Αν είχαν λίγα πρόβατα παραπάν΄, λίγα γίδια. Λίγ΄ περιουσία τέλος πάντων πιρσσότερ΄.
Ο δικός μ΄ο πάππος είχε μπόρεση.., κρατιόμασταν καλά.
Άνθρωποι απ τ΄μιριά με τς αντάρτες, με μπροστάρδες χουριανούς μας, ήρθαν νύχτα…σαν ν΄ακούγω τώρα τς αρβύλες σν αυλή..,έσπρωξαν με βια την πορτα, μπήκαν στου κελάρ΄’ κι άρπαξαν άρον άρον τον παππού…
Εγώ άρχισα να σκούζω κι τα πιδιά μ΄να κλαιν…
Βούλουσ΄το, μι λέει κάποιος. Θελ΄τς νο τον ακλουθήσ΄; κι βγαίνοντας στο δρόμο χάθκαν στου σκουτάδ΄

Πολλές ώρες δεν ήξιρα τι να κάνω…μόνο μετάνοιες σ΄Πανα’ί’α, στου εικονοστάσ΄.
Κατά τς δώδικα η ώρα τρέχω σ΄ένα γείτονα, που τα είχε καλά με τς αντάρτες. Τουν είχα βοηθήσ΄κι εγώ πολλές φορές μι καρβέλια ψουμί, όταν τς έβλεπα να πνουν.

–Τρέχα, Κώτσιο, γλίτωσ΄τον πάππο μ΄. Θα τον σφάξουν. Δεν ξέρω πού τον πήγαν..ιδώ προς τον Αγιάνν΄ τον πήγαν.

Βουλίδα ου Κώτσιους. Ήταν πουνετκό πιδί.

Ήταν η ώρα που, αφού τον βασάντσαν, ιτοιμάζονταν να τουν σφάξουν. Του είχαν σκύψ΄του κεφάλ΄ κι είχν βάλ΄ τ΄χαντζιάρα στου λιμό τ΄ πίσου.
Ου Κώτσιους, όπως μας τά΄λεε αγότερα, υπερασπίσκι τον πάππο σ΄ αυτά που τον συκοφάντσαν οι χουριανοί, κάτ΄είπι κι στου αυτί σ΄έναν απ΄αφνούς κι ύστερα ο άλλους στουν άλλουν, ώσπου έφτασε στουν αρχηγό.
Γλίτουσι τουν πάπουμ στου παραπέντι.

Άφσαν τον πάππου κι έφυγαν. Ου Κώτσιους τον φόρτουσε σ΄ένα μλάρ΄ κι τουν ίφερε στου σπίτ΄.

Άλλου να σας τα λέω κι άλλου να τον βλέπατε.
Ήταν μελανιασμένος απ΄το ξύλο. Του πετσί τ΄ είχι φουσκώσ. Απ΄ τς πληγές στου κεφάλ΄και στου πρόσωπό τ΄ έτρεχαν αίματα. Τα ποδάρια τ΄ είχαν πρηστεί. Δε μπορούσι να μιλήσ΄ κι να δώσ΄ αντιλογιά…βογγούσε από τον πόνο.., δεν μπουρούσες να τον ακουμπήσεις πουθινά…

Κι αυτό όλο, γιατί οι χουριανοί τουν φτουνούσαν κι οι άλλ΄τουν είχαν για κιφαλιούχο.
Μαύρα χρόνια, πιδί μ΄, μαύρα χρόνια. Να μην ξαναρθούν καν καμιά βολά..,να σας φυλάξ΄ου Θιός…

—————————————————————————————————————————————————————————————-

 

( β. Η γιαγιά )

(Ήταν μια μέρα, που δε θέλω να τη θυμούμαι. Να μη φτάσει άλλη τέτοια μέρα στα παιδιά και τα εγγόνια μου.

Είχε ακουστεί ότι οι συμμορίτες σκότωναν όσους ήταν λίγο παραπάνω από τους άλλους…Αν είχαν λίγα πρόβατα παραπάνω, λίγα γίδια. Λίγη περιουσία τέλος πάντων περισσότερη.

Ο δικός μου ο πάππος είχε μπόρεση..,κρατιόμασταν καλά.

Άνθρωποι απ΄τη μεριά με τους αντάρτες, με μπροστάρηδες χωριανούς μας, ήρθαν νύχτα..,σαν να ακούω τώρα τις αρβύλες τους στην αυλή.., έσπρωξαν με βία την πόρτα, μπήκαν στο κελάρι και άρπαξαν άρον άρον τον παππού.
Εγώ άρχισα να σκούζω και τα παιδιά μου να κλαίνε.
Βούλωσ΄το, μου λέει κάποιος. Θέλεις να τον ακολουθήσεις ; και βγαίνοντας στο δρόμο χάθηκαν στο σκοτάδι.

Πολλές ώρες δεν ήξερα τι να κάνω.., μόνο μετάνοιες στην Παναγία, στο εικονοστάσι.

Κατά τις δώδεκα η ώρα τρέχω σ΄ένα γείτονα, που τα είχε καλά με τους αντάρτες. Τον είχα βοηθήσει κι εγώ πολλές φορές με καρβέλια ψωμί, όταν τους έβλεπα να πεινούν.

–Τρέχα, Κώτσιο, γλίτωσε τον πάππο μου. Θα τον σφάξουν. Δεν ξέρω πού τον πήγαν. ., εδώ προς τον Α’ι’-Γιάννη τον πήγαν.

Βολίδα ο Κώτσιος. Ήταν πονετικό παιδί.

Ήταν η ώρα που, αφού τον βασάνισαν, ετοιμάζονταν να τον σφάξουν. Του είχαν σκύψει το κεφάλι και είχαν βάλει τη χαντζάρα πίσω στο λαιμό του.

Ο Κώτσιος, όπως μας τα έλεγε αργότερα, υπερασπίστηκε τον πάππο σ΄αυτά που τον κατηγορούσαν οι χωριανοί, κάτι είπε στον έναν από αυτούς, ο άλλος στον άλλο, ώσπου έφτασε στον αρχηγό.

Γλίτωσε τον πάππο μου στο παραπέντε.

Άφησαν τον πάππο κι έφυγαν.

Ο Κώτσιος τον φόρτωσε σ΄ένα μουλάρι και τον έφερε στο σπίτι.

Άλλο να σας τα λέω κι άλλο να τα βλέπετε.
Ήταν μελανιασμένος από το ξύλο. Το πετσί του είχε φουσκώσει. Απ΄τις πληγές στο κεφάλι του και το πρόσωπο έτρεχαν αίματα. Τα πόδια του είχαν πρηστεί. Δεν μπορούσε να μιλήσει κι ούτε να δώσει αντιλογιά. ., βογγούσε πολύ απ΄τον πόνο..,δεν μπορούσες να τον ακουμπήσεις πουθενά.

Κι αυτό όλο, γιατί οι χωριανοί τον φθονούσαν και οι άλλοι τον είχαν για κεφαλαιούχο.

Μαύρα χρόνια, παιδί μου, μαύρα χρόνια. Να μην ξανάρθουν άλλη φορά, να σας φυλάξει ο Θεός )

( γ. Η μητέρα στην κόρη της αργότερα )

Ο ήλιος είχε αρχίσει να κρύβεται. Εκεί που έπλενα τα ρούχα, ακούω έναν πυροβολισμό κι αμέσως ένα τσούξιμο στην καρδιά.
Ωχ, τον άντρα μου σκότωσαν, είπα, σ΄αρπαζω στην αγκαλιά –ήσουν μωρό στην κούνια τότε — και τραβώ προς τα κει που άκουσα την τουφεκιά.., προς το μέρος που τον είχα ξεπροβοδήσει.

Αγκομαχούσα από το βάρος σου και το γρήγορο βήμα, για να μη με πιάσει η νύχτα.

Σκοτείνιαζε σιγά σιγά κι εγώ, μόλις είχα βγει από την πόλη, όταν βλέπω να έρχεται ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο.
Μόλις με βλέπει, ο οδηγός σταματάει και με ρωτάει : πού πας, κυρά μου, τέτοια ώρα ; Τον άντρα μου θέλω…έφυγε πρωί πρωί με το όπλο και δε γύρισε ακόμα…–Μήπως ήταν μάης, ξαναρωτάει ο οδηγός. –Ναι, τον είδες ; — Γύρνα πίσω. Όπου να΄ναι φτάνει στο σπίτι σου.

Επέμενε και γύρισα.
Όταν έφτασα, τον βρήκα στο νεκροκρέβατο. Παρέλυσα. Τον είχαν σκοτώσει.
Τον είχε μεταφέρει το στρατιωτικό τζέιμς, που με συνάντησε στο δρόμο. Τον είχε πίσω στην καρότσα.

Αργότερα μάθαμε ότι τον σκότωσε ο πρώτος ξάδερφός του, με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί.
Όταν πληροφορήθηκε ποιον σκότωσε, λένε ότι αυτοκτόνησε

( Από τις τραγικές συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού, που ταλανίζει από αρχαιοτάτων χρόνων κατά καιρούς την πατρίδα μας).

————————————————————————————————————————————————————————————————
( δ. Η εγγονή )
Ήταν νύχτα προχωρημένη, όταν αλαφιασμένη η γιαγιά,που μάθαινε πρώτη τα νέα χωριού κι ας ήταν το σπίτι στην αρχή του, ανακοινώνει ταραγμένη : Τον σκότωσαν τον άνθρωπο.., τον πέθαναν στο ξύλο.., να λίγο κοντά στο Τριβέν. Τους έστησαν καρτέρι οι δικοί μας…Να ξεπατωθούμε όλοι μας…Τι φαγωμάρα είναι αυτή.., τι μίσος…
Τρεχάτε τους έφεραν…Τον έναν τον καταπλήγιασαν…Πού έχουμε λίγο ρακί, κρασί και λάδι…Πάμε, παιδί μ΄, ( γύρισε προς τη μητέρα μου ), πάμε να βοηθήσουμε…

Την οικογένειά του ο κ.Χ την είχε στα Γρεβενα κι ερχόταν στο χωριό μ΄έναν φίλο του και ομο’ι’δεάτη, για να ψηφίσουν. Ήταν κοινοτικές εκλογές.

Τους είχαν στήσει καρτέρι οι δεξιοί και τους έδειραν άγρια.

Ποιοι ήταν αυτοί οι ” δεξιοί ” δεν έμαθε κανείς. Ούτε η γιαγιά. Μόνο εικασίες έκαναν όλοι τους.

Απ΄τα δυο άτομα,΄όσο θυμάμαι, ο ένας είχε έρθει απ΄τη Σοβιετική Ένωση κι ο άλλος έμεινε νωρίς ορφανός, ήταν παραπεταμένος, φτωχός και παραδαρμένος.

Δικαιολογημένα να ενθουσιάζεται απ΄τα συνθήματα που τα φούντωναν τα τραγούδια, όπως αυτό :”Εμπρός, εμπρός για την Ελλάδα, το δίκαιο και τη λευτεριά…”.

Ας προσέξουν οι υπεύθυνοι μήπως και σήμερα η Ελλάδα ξυπνήσει με κανένα τέτοιο εμβατήριο, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της.
Δεν είναι δίκαιο μόνο να υπακούς, αλλά και να σε επακούν.
Κανείς δε γεννιέται φονιάς και εγκληματίας. Αδικαιολόγητα αντιρρησίας.
Δημιουργείται στην πορεία της ζωής του. Τα αίτια πολλά.
Ένα από αυτά και η αδικία, που βλέπει κανείς για τον εαυτό του και τους γύρω του.

Και μην τα ρίχνουμε όλα στο Θεό.
Όταν τον άνθρωπο δεν τον συνετίζει ο νόμος Του, όταν δεν τον συνεφέρουν οι θλίψεις που του επιτρέπει, όταν η αλαζονεία του σβήνει απ΄τα συναισθήματά το Δημιουργό και το συνάνθρωπο, τότε τον αφήνει να πάρει το μάθημά του απ΄τις συνέπειες των πράξεών του.

Όπως λέει και ο προφήτης ”Φως τα προστάγματά Σου επί της γης” και δεν Τον ακούμε.

H φωνή Του διασχίζει τους αιώνες :”Αν θέλητε και εισακούσετέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Εάν δε μη θέλητε μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται ”(= Εάν θελήσετε και μ΄ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης, εάν δεν θέλετε και δεν μ΄ακούσετε, θα σας φάει το μαχαίρι ”.
Αλλού επιμένει : ””Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης”.
Και αλλού :”…Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί ο Θεός…”.
Και πάλι :”Ου φονεύσεις”.
Κι ακόμη : ”Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις ”.

Όσο για την πείνα, όπως και για τους σεισμούς, όταν επεμβαίνει στη λειτουργία των φυσικών νόμων, είναι τα ξυλοκέρατα που άφησε μέσα στην κατάντια του να τρώει ο άσωτος, για να εκτιμήσει όσα είχε κοντά στον πατέρα του, να τα νοσταλγήσει και επιστρέφοντας να βρει τη λύτρωση.

Κάπου εδώ βρισκόμαστε κι εμείς σήμερα.

Καιρός να διδαχτούμε από τα λάθη μας πρώτα ως Έλληνες.
Τη φαγωμάρα, τη φιλαρχία, την πλεονεξία, που γεννάει την αδικία, το φανατισμό, που οδηγεί στη μισαλλοδοξία και τον καταραμένο διχασμό.
Αλλά και οι άρχοντές μας να προσέχουν να μην εξουθενώνουν ψυχολογικά και οικονομικά το λαό. Να μην τον απογυμνώνουν από πνευματικά ερείσματα.

Κι ως χριστιανοί μετά οι Έλληνες ας διδαχτούμε απ την επιφανειακή μας ως τώρα πίστη μας, που δεν αναπαύει το Θεό κι ας πάψουμε να είμαστε εποχιακοί φίλοι Του.
Μακάρι.
Αμήν.
.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός

Σχετικά άρθρα

email επικοινωνίας

grevenamedia@gmail.com

ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟ
Ευτέρπη Παπαγεωργίου

ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΕΣΠΑ

Τζιόβας Ανδρέας
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.

Ράδιο Γρεβενά Συνεντεύξεις

ΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ENOIKIAZETAI ΓΚΑΡΣΟΝΙΕΡΑ ΔΙΧΩΡΗ
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΔΥΑΡΙ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
PINDOS PALACE
Πωλείται διαμέρισμα 100 τ.μ.
ΖΗΤΕΙΤΑΙ
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΩΝ
ΙΣΟΓΕΙΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ
ΤΑΞΙ
Υπουργείο περιβάλλοντος
Ζητείται από συνεργεία φορτηγών και λεωφορείων
Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα 42,5 τμ
ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΓΙΔΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Ενοικιάζεται 75τμ Μ Αλεξάνδρου 33
ενοικιάζεται ορφοδιαμέρισμα 85 τ.μ.
ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ 200 ΠΡΟΒΑΤΑ
ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ

Καιρός

Γρεβενά

αγγελια λεβητας

Follow Us

 

Grevena

Fog
Humidity: 100
Wind: 0 km/h
1 °C
3 11
19 Jan 2015
3 11
20 Jan 2015
Κανάλι 28 | Ράδιο Γρεβενά 101,5
Ανταλλακτικά αυτοκινήτων
ΗΛΕΚΤΡΟΝ